Κεφάλαιο 12
«Ποτέ»
Η Δανάη κοιτάζει την Ευρυδίκη και χαίρεται που το όνειρό της, όσο άσχημο και αν το ένιωσε τρεις μέρες πριν, δεν επαληθεύτηκε, αντιθέτως χάρηκε με την έκπληξη της Ευρυδίκης. Είναι στο μαγαζί οι δυο τους και συζητάνε. Πως είναι η Ρώμη, πως περνάει, πως κατάφερε να έρθει, για πόσο θα μείνει και όλα αυτά που ενδιαφέρουν κυρίως τους γονείς. Οι μεγάλες κίτρινες μαργαρίτες είναι παραδόξως ακμαίες μ’ όλα τους τα πέταλα, αλλά στραμμένες όχι προς το φως της τζαμαρίας, αλλά προς το φως των ονείρων της Δανάης που είναι κρεμασμένα στον τοίχο. Το πράσινο φόρεμα είχε παραδοθεί την προηγούμενη μέρα και τη Δανάη την περίμεναν οι πιο πρακτικές δουλειές τις επόμενες μέρες, όπως στενέματα, καινούργια φερμουάρ και να ράψει κάποια κομμάτια που δεν απαιτούσαν τίποτα το περίτεχνο. Αυτές τις δουλειές τις έκανε μαζεμένες. Όταν έπιανε κάτι όμορφο δεν ήθελε το μαραίνει με τις πρακτικότητες, που η αλήθεια είναι ότι αυτές ήταν σχεδόν όλο της το εισόδημα, μα για την πρακτικότητα δεν έζησε ποτέ κανείς.
Η Ευρυδίκη έχει ανάγκη να μιλήσει στη μαμά της, να της πει για τον γλάρο που έφυγε από την πλάτη της εντελώς ανεξήγητα και δεν μπορεί να το διατυπώσει λογικά τι ήταν και πως έφυγε. Η Δανάη, επειδή αγαπάει περισσότερο την κόρη της από τους γλάρους, θέλει να δει την πλάτη της Ευρυδίκης, να την αφουγκραστεί ξανά, να σιγουρευτεί πως το παιδί της είναι καλά, πως δεν έχει καμία σχέση με το φτερό που βρέθηκε μέσα στο μπουκάλι ξανά.
«Σου φτιάχνω ένα καινούργιο φόρεμα, θέλεις να το δοκιμάσεις;», αυτή ήταν η λύση. Χωρίς διατυπώσεις η μία θα μιλούσε στην άλλη και όπως της έκανε μικρή, στο άνοιγμα της πλάτης του φορέματος η Δανάη αφουγκράστηκε την Ευρυδίκη και δεν άκουσε κανένα φτερούγισμα. «Σε θυμάμαι πάντα να με αφουγκράζεσαι, γιατί; Γιατί ανακουφίζεσαι τόσο πολύ;», ρώτησε η Ευρυδίκη με εκείνη την παιδική της υφή.
Η Ευρυδίκη, όμως, δεν ήταν ποτέ μικρή, ήταν πάντα ολόκληρη, ήταν σοβαρή. Ίσως να σκεφτόταν λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε μα δυο πράγματα πάνω της είχαν καλλιεργηθεί και έσβηναν τη διστακτικότητά της: η ματιά της και το πως έπιανε τις λέξεις στο στόμα της. Μιλούσε λίγο, αλλά όταν μιλούσε φύτευε τις λέξεις σε κήπους και λιβάδια μ’ έναν τρόπο απερίγραπτο. Είναι ο μόνος άνθρωπος που λέει το «Ποτέ» γεμάτο από ζωή και χρόνο, ίσως δεν το μάθει αυτό κανείς άνθρωπος, ίσως αιώνες μετά αν το μνημονεύσει κάποιος, αλλά κανείς ως τώρα δεν το έχει ακούσει ζωντανό για να καταλάβει. Η Ευρυδίκη λέει «Ποτέ» κι ακούς μόνο το «Ποτέ», αλλά η γλύκα στο στόμα της εννοεί: «Ποτέ δεν θα πάψω να σ’ αγαπώ, ποτέ δεν θα σ’ αφήσω, ποτέ δεν θα πάρω το βλέμμα μου από το δρόμο σου». Κι όμως δεν τα εννοεί! Όλες αυτές οι φράσεις, όλες αυτές οι έννοιες μεταπλάθονται σε μια ασχημάτιστη αίσθηση, σε μια συμπύκνωση, που δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από ευτυχία. Δεν έχει περπατήσει άλλος άνθρωπος στη γη με τέτοια ιδιότητα. «Που σμιλεύτηκε τέτοιο πλάσμα;», θα αναρωτηθεί άραγε ποτέ κανείς έτσι για την Ευρυδίκη ή θα χαθεί και θα μείνει για πάντα κρυφό;
Η Δανάη τής εκμυστηρεύτηκε όλη την ιστορία με το φτερό του γλάρου και τίποτα δεν παραξένεψε την Ευρυδίκη. Κάθισαν για αρκετές ώρες μαζί και κατά το μεσημέρι η Ευρυδίκη έφυγε για να πάει μια βόλτα.
[Σελίδες: 113,114,115]
Ευριπίδης Μακρής – Ροδάκινα - Ο Μωβ Σκίουρος, 2017