
Μάτια είναι οι πληγές,
μάτια και οι ζωγραφιές
Чорнобильська катастрофа
Τσέρνομπιλ, 26/4/1986
[…Προκοπίεφ, “Ο χορός των Ιπποτών”…]
Και εδώ μπορείτε να δείτε τα απομεινάρια του αντιδραστήρα νούμερο 4, ο οποίος ευθύνεται για τη φοβερή καταστροφή. Στο εσωτερικό του πάλεψαν άνθρωποι με ονόματα και ζωές απολύτως καθημερινές. Ο Αλεξέι, ο Βόντιμιρ, ο Αντρέι και άλλοι εκατοντάδες έτρεξαν από κάθε μεριά της πολιτείας. Παρακαλώ φανταστείτε τους ανθρώπους αυτούς να εισέρχονται με την επίγνωση του θανάτου που συνιστά τη μόνη βεβαιότητα. Και όμως δουλεύουν ολημερίς, όσο μεγάλες μονάδες του στρατού ρίχνουν τόνους νερού στον πυρηνικό αντιδραστήρα που καίγεται μες στα έγκατα του. Κάθε απόγευμα, προτού αναλάβει η επόμενη βάρδια των μελλοθανάτων, ο Αλεξέι, ο Βόντιμιρ, ο Αντρέι και όλοι οι άλλοι εξέρχονται από την κατεστραμμένη μονάδα διαλυμένοι από την κούραση, έχοντας εισπράξει απέραντες ποσότητες ραδιενέργειας. Παρακαλώ, φέρτε στο νου σας αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους πατεράδες που αναλαμβάνουν να θάψουν κάτω από τόνους σκυροδέματος το μεγαλύτερο λάθος. Η πράξη τους διαθέτει κάτι θεϊκό και ανθρώπινο μαζί, η πράξη τους συνιστά μια ένδειξη βαθιάς αγάπης για τον άνθρωπο που σε κάθε μέρος του κόσμου, παρακολουθεί αμήχανα την τρομερή καταστροφή. Καθένας κουβαλάει στο πέτο της στολής του τη φωτογραφία ενός παιδιού και είναι αυτή η προσευχή με τα λόγια της τα πιο τρυφερά που επαναλαμβάνουν όσο εργάζονται, μοιραίοι και γεμάτοι δόξα στα βάθη του πυρηνικού αντιδραστήρα υπ’αριθμόν 4.
Έπειτα το γκρουπ των θαρραλέων επισκεπτών που ‘χαν καταβάλλει ένα υπέρογκο αντίτιμο, μόνο και μόνο για να διαβούν μέσα από αυτό το παγωμένο παρελθόν, κινήθηκε στην κεντρική λεωφόρο της πόλης. Όλα είχαν κυριευθεί από μια άγρια βλάστηση και η ζωή με κάθε τρόπο εξακολουθούσε την περιπέτεια της, αδιάφορα, ακίνδυνα, σύντομα.
Ήταν τότε που το γκρουπ των επισκεπτών σταμάτησε. Από τη μια πλευρά έστεκε το παλιό σχολείο της πόλης του Τσερνόμπιλ. Όλοι έστρεψαν τα μάτια τους στα σκουριασμένα τζάμια εκείνου του κτίσματος. Σε κάθε τάξη, σε κάθε φεγγίτη μπορούσες να αντικρίσεις τα κόκκινα μάτια των παιδιών, μπορούσες να ακούσεις τον θάνατο που μεγάλωνε εντός τους, την παιδική τους ηλικία μπορούσες να δεις με ευκρίνεια, για πάντα ξοδεμένη, τα χρόνια της αθωότητας του κόσμου μπορούσες να αναγνωρίσουν πάνω στα πρόσωπά τους, μια αλόγιστη δαπάνη. Σιγανά, δίχως κανείς να το αντιληφθεί , το σχολειό, οι σιωπές, οι έρημοι δρόμοι, τα σκοτωμένα παιδιά, όλα ανακτούσαν και πάλι μια έμψυχη διάσταση. Και ήταν σαν όλα να έλεγαν εκείνη τη στιγμή, ποτέ ξανά. Μια ολόκληρη εποχή έστελνε στον κόσμο ένα ζεστό φιλί. Το φως της μέρας φάνταζε πιο σκληρό σε ετούτα τα μέρη.
Μια παλλόμενη χορδή ανατριχιαστικού γέλιου ακούστηκε σε κάθε γωνιά της έρημης πόλης, που πρέπει να μείνει μακρινή για τους ανθρώπους, μια υπενθύμιση του θεού που πριν από χρόνια ολόγυμνος σύρθηκε στους δρόμους. Σημασία είχαν μονάχα όλοι εκείνοι οι ανώνυμοι άνθρωποι που κάποτε θα ζητήσουν πίσω όσα τους χρωστά η ανθρωπότητα, οι άνθρωποι που τώρα ξεμακραίνουν έχοντας γευτεί από πρώτο χέρι τη φαντασμαγορία και την ερημιά του θανάτου.
Η μέρα θ’ανοίξει και πάλι τα βλέφαρά της. Μια βεντάλια από φώτα και θαύματα θ’αποκαλυφθεί. Τα παιδιά θα τρέξουν και πάλι στους δρόμους της πόλης, θα ξεπηδούν μέσα από τις χορταριασμένες αυλές. Παντού θα εισβάλλει ο ήλιος, ανοίγοντας ρωγμές στη σκιά τόσων και τόσων δεκαετιών. Η πόλη θα φέξει μες στο χνούδι της άνοιξης και όλα θα πουν το μεγάλο ναι στη ζωή που προελαύνει με κάθε τρόπο στη μαρτυρική πολιτεία. Από παντού θα φτάσουν τα παιδιά με τα όνειρά τους. Θα παίζουν και θα γελούν και θα είναι τ’απόηχο της αστραπής το γέλιο τους.
Και κανένα δεν θα λείπει από τον μαγικό αριθμό των ανθρώπων.
Μια Κυριακή
27/4/1941
[…Giuseppe Tartini:Κονσέρτο σε Λα μινόρε για βιολί..]
Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα ‘ταν κατάμεστες οι εκκλησιές και από παντού θα έμπαινε η άνοιξη με όλες τις τας δυνάμεις. Μα εκείνο το πρωί, ήσαν όλα κλειστά. Και η Ελλάς εισερχόταν στο μνήμα της και έγραφαν όλα τα συνθήματα στους τοίχους, “σιωπή” με αόρατη μελάνη.
Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα αναχωρούσαν οι φίλοι με τ’ανοιχτά τους αυτοκίνητα για την Κηφισιά ή την Χαλκίδα, ευτυχισμένοι όσο ποτέ για εκείνα που θα’ρθούν και για όσα περάσανε και πάνε.
Αν μόνο ήσαν αλλιώς. Επειδή σαν σήμερα το 1941, οι μηχανές των γερμανικών τεθωρακισμένων εισέρχονταν από βορρά στην πρωτεύουσα. Και ήταν η αρχή της πιο σκοτεινής ιστορίας αυτού του κόσμου. Και δεν υπήρχε τίποτε να σε ξελογιάσει, μήτε χρώματα και μυρωδιές και ανθισμένοι κήποι.
Το τελευταίο σήμα στη συχνότητα του ραδιοφώνου ανήγγειλε το τέλος της ελεύθερης Ελλάδας. Μια ψηλή, μακριά σκιά έπεφτε πάνω στην πολιτεία, το παπαδιαμαντικό οικίσκο τον καταρρέοντα δες που συντρίβεται.
Θα χρειαστούν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και αναρίθμητες απώλειες όσων στάθηκαν στο ύψος της καρδιάς και της αξιοπρέπειας για να αγκαλιαστούμε όλο χαρά με εκείνους που δεν γνωρίζουμε, μα έρχεται μια ώρα που τους αποκαλούμε αδέρφια μας. Θα χρειάζονταν χρόνια προτού αγκαλιαστούμε, πριν κοιτάξουμε πίσω για να δούμε όσα ζήσαμε και αντέξαμε. Χρόνια προτού ξεγελαστούν από χαρά και ελπίδα οι νεραντζιές της πόλης.
Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, η Πηνελόπη θα ‘χε κρατηθεί στη ζωή και δεν θα ‘χε προβεί σε εκείνη την πράξη, σε κείνο το διάβημα το απενενοημένο που με τον δικό του τρόπο έλεγε, όχι, όχι πια τέτοια χρόνια.
Η προσευχή του ακροβάτη
Μάνος Χατζιδάκις
[…λίγα θα’ναι εκατό χρόνια για να τον νιώσουμε…]
Στάθηκε στο βατήρα. Κάτω το πλήθος κρατούσε την ανάσα του. Οι φροντιστές, διστακτικά απομάκρυναν το δίχτυ της προστασίας, προσδίδοντας στο νούμερο μια δόση κινδύνου που το έκανε ανάρπαστο. Έτσι είχε αποκτήσει τη φήμη του το περίφημο τσίρκο.
Ο ακροβάτης, είχε επαναλάβει αυτό το ίδιο κόλπο, δεκάδες φορές. Πάντα ξεκινούσε, παριστάνοντας πως κινδυνεύει να γκρεμιστεί. Και έπειτα αέρινος, σαν τις χορευτικές φιγούρες της γαλλικής ζωγραφικής σχολής, διέσχιζε πανηγυρικά το σχοινί.
Μ’απόψε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γιατί απόψε, αν θέλετε να μάθετε, ο Γιοακίμ ερωτεύτηκε. Ένα κορίτσι στις κερκίδες που του’στειλε λέει ένα φιλί. Ή μήπως όλα ετούτα να τα φαντάστηκε;
Τώρα κοιτάζει επίμονα. Θέλει να τη βρει, να δει αν θα επαναλάβει τίποτε παρόμοιο, αν θα τον βεβαιώσει πως είναι από αγάπη που τον κοιτάζει. Αγάπη άδολη, καινούρια, σκέτη σαγήνη.
Μα του ήταν αδύνατο. Και πίστεψε πως είχε πια χάσει τα λογικά του. Έκανε ένα βήμα. Το κοινό χειροκροτούσε που τάχα μπορούσε με τόσο κόπο να σταθεί όρθιος εκεί επάνω. Όμως αυτός προσπαθούσε στ’αλήθεια και ήταν θαρρείς μάταιο να δοκιμάσει το νούμερο απόψε. Ήθελε να τους φωνάξει από εκεί πάνω, “τρέμω, δείτε με, φοβάμαι!”
Κάποιος από τους φροντιστές το αντιλήφθηκε εγκαίρως. Έκανε νόημα στους άλλους, να σύρουν γρήγορα το δίχτυ, το κοινό κατάλαβε και εκείνο πως αυτός ο άνθρωπος κινδύνευε. Όλοι ήσαν με το μέρος του εκτός από το κορίτσι με το φιλί, εκείνο το φανταστικό πρόσωπο που όμοιό του θα βρείτε σε πλήθος ιστοριών και αφηγήσεων.
Ήταν μοιραίο. Το στερνό του βήμα, ήταν μοιραίο. Σαν φύλλο που πέφτει και είναι αδύνατο πια από τη ζωή να κρατηθεί, ο Γιοακίμ τινάχτηκε από το σχοινί του, οι άλλοι τρέξανε, απλώσανε τα σίδερα, ο Γιοακίμ όλο πέφτει από εκείνο εκεί το ύψος, χρόνια τώρα.
“Δεν θα φτάσει ποτέ εδώ κάτω”, είπε ο γέρος. Οι άλλοι τον κοιτάξανε. “Πέταξε και εχάθη ψηλά στην τέντα”. Οι άλλοι ξεσπούν στα γέλια, παραγγέλνουν λίγο κρασί ακόμη. Ο γέρος σκύβει στον άγνωστο πλάι του. “Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια. Και σαν φοβούνται γελούν από αμηχανία, σαν να’χουν χάσει όλο το κουράγιο τους. Ακριβώς έτσι”.
Από την πινακοθήκη της νύχτας
Χουάν Μιρό
Ο Σκύλος που γαβγίζει στο φεγγάρι
[…Το τοπίο ήταν σκέτο ειδύλλιο. Μια σκάλα ανέβαινε ως τον ουρανό και η κορυφή της παρέμενε το μεγάλο του βίου μας, μυστήριο. Παράδοξο το φεγγάρι και πέρα μακριά, μια θάλασσα από σκοτεινιά, μια θάλασσα αιωνιότητας πλασμένη με τον χρωστήρα και με την πιο αδάμαστη φαντασία.
Και τ’αδέσποτο με ένα όνομα μονοσύλλαβο και αγριωπό, σαν έρωτας, ποιος να’ξερε τι κοιτούσε. Κάθε τόσο γάβγιζε και είχε πάνω του όλα τα χρώματα της ίριδας, έτσι που να ‘μοιαζε με μια γελοιογραφία του Ντωμιέ, σωσμένη μες σε τούτη τη νύχτα.
Τίποτε δεν συνέβαινε από όλα αυτά. Κάποιο νόημα περίσσευε στον κόσμο, πώς να ξέρω, πώς. Μόνο που θυμήθηκα πως σαν ακούς τις νύχτες τα σκυλιά να προγκίζουν το φεγγάρι, μια αδικία συμβαίνει κάπου στον κόσμο.
Και εκείνο το φεγγάρι, τι ψεύτικο και ωραίο που ήταν…]
Γυναικεία Προτομή, λευκό
Νταλί
[…Του φάνηκε σαν τις μορφές που ξεσηκώνει κάποιος από το τέμπλο της μνήμης. Τριγύρω έπεφτε χιόνι και ολόκληρη η μορφή ήταν καλυμμένη με ένα πέπλο από σκέτη ομορφιά.
Έμενε η έκφραση, πάει να πει το σχήμα των ματιών, η γραμμή του στόματος, η σάρκα των χειλιών, οι παρειές, μιας πεταλούδας το τρέμουλο, τέτοια πράγματα. Μια μουσική πάει να πει, που αλλάζει των πραγμάτων την ιστορία και ψυχή τους χαρίζει, δροσιά των φθινοπώρων, τίποτε λιγότερο.
Πάνε χρόνια από τότε. Ακόμη μένει η μορφή δίχως βλέμμα. Μα μες στο λευκότατο εκείνο σύμπαν, πίσω από τις γραμμές του σώματος, μπορείς να δεις πώς χτυπάει μια ανθρώπινη καρδιά. Μια καρδιά που θυμάται και ονειρεύεται, λίγη διαφορά κάνει…]
Α.Θ