Απόστολος Θηβαίος | Μικρή Καταιγίδα

© Joakim Eskildsen

[…εδώ μπαίνει η σαίτα,
εκεί υφαίνει,
δώθε επιστρέφει,
γυρίζει,
όλο επιστρέφει…]

Μικρή Καταιγίδα
ανάγνωσμα

“Να ζήσετε ρε Γιώργη, να ζήσετε σαν τα ψηλά τα βουνά”, “καλούς απογόνους ρε!”, “τι ταιριαστό ζευγάρι Θεέ μου!” και άλλα τέτοια ακούονταν τριγύρω στη σάλα. Γραφτό ήταν, από χρόνια προγενέστερα κιόλας, να παντρευτεί η Φιλίτσα τον Γιώργη. Και ο έρωτάς τους ο παιδικός ευθύς να μεταβληθεί σε μια ιστορία αγάπης, από εκείνες που ‘χουν να αφηγούνται οι άνθρωποι, σαν θέλουν να μιλήσουν για τις ωραίες ιστορίες του παρελθόντος, για πράγματα, λέει εκπληρωμένα.

Φορούσε ένα ωραίο νυφικό η Φιλίτσα. Κάτασπρο, με έναν ψηλό γιακά και ψεύτικες διαμαντόπετρες στο μπούστο. Ωραία που ήταν, “σαν τις νεράιδες των παραμυθιών”, σχολίασε η μητέρα της που είχε λάβει παιδεία γαλλική και παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής μόδας. Εκείνη ήταν που μερίμνησε για όλα, εκείνη κανόνισε την αίθουσα και εκείνη ήταν που συνόδευσε τη Φιλίτσα ως τ’ακριβό πολυκατάστημα. Είχαν μια ευτυχία και οι δυο τους μες στα μάτια , κανείς δεν θα μπορέσει να δώσει μια ακριβή περιγραφή. Και ήταν τα χέρια τους δεμένα και αδύνατο να χωριστούν.

Ο φωτογράφος έφτασε με δυο βοηθούς. Στήσανε τα καθέκαστα, πήραν τον Γιώργη με τη Φιλίτσα παράμερα και ένα από τα παιδιά βοήθησε να τακτοποιηθούν. “Ετούτη δεν είναι μια απλή φωτογραφία, ετούτη θα την κοιτάτε μετά από χρόνια και ευθύς τον έρωτά σας τον νεανικό θα θυμάστε” Η Φιλίτσα συγκινήθηκε όσο το παιδί φρόντιζε με μια στάλα πούδρα τη λαϊκή προτομή του Γιώργη. Διότι λησμόνησα να σας πω, πως ο νέος διέθετε την κατατομή των ηρώων του Ταχτσή. Και ήταν ακόμη πιο όμορφος από όσα ποτέ κατόρθωσε να φτιάξει η σμίλη του Πραξιτέλη που ως γνωστόν βαθύτατα αγάπησε τη φυσικότητα τριών γυναικών μες στα σπαρτά της όρθιας μέρας.

Δοκιμάσανε πολλές πόζες, πότε με τα χέρια τους πιασμένα στο ύψος της καρδιάς, πότε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με μια δόση ευλάβειας. Και άλλοτε πάλι στέκανε σαν τις φιγούρες στα κάδρα τα προγονικά που θαρρείς πως δοκιμάζονται από την αμηχανία απέναντι στο χρόνο. Τελικά κρατήσανε εκείνη την πλάκα που πίνανε μαζί με μπλεγμένα τα χέρια τους. “Σαν θα την εμφανίσουμε, θυμηθείτε το, όλοι θα πουν πως ήσαστε τ’ωραιότερο ζευγάρι, θα δείτε”.

Και έπειτα ριχτήκανε στο γλέντι. Ο Γιώργης πήγε με τους φίλους που το’χανε βάλει σκοπό να τον μεθύσουνε. Και η Φιλίτσα; Εκείνη, στρώθηκε στο νυφιάτικο τραπέζι και ήρθαν οι φίλες της. Τραγουδούσαν και γελούσαν, το πέπλο της νύφης διόρθωναν τα κορίτσια. Και κάθε τόσο πιάνανε κανένα τραγουδάκι, από εκείνα τα παραδοσιακά που χαρίζει στην τελετή του γάμου μια άλλη διάσταση και κάνει λόγο για τον αποχωρισμό της μάνας από τη μονάκριβη της.

Μα η Φιλίτσα είχε στο νου της τον Γιώργη και δεν άντεχε μήτε μια στιγμή να τον αποχωριστεί. Και όλο τον ακολουθούσε με το βλέμμα της και έλεγε μέσα της πως ήταν τυχερή, μια ανάσα από την ευτυχία. Μείνανε στο κατάστημα ως το χάραμα. Τότε και οι τελευταίοι πήραν το δρόμο και έτσι όπως ξημέρωνε μπορούσε ο τυχαίος διαβάτης να ιδεί το τσούρμο της σάλας, κάπως ζαλισμένο και κάπως κουρασμένο να κατηφορίζει μες στη μέρα. Η Φιλίτσα με τον Γιώργη χορέψανε ακόμη ένα αδέξιο τάνγκο, αποχαιρετιστήριο. Σφιχτήκανε όπως ποτέ ξανά, χέρια με χέρια, σώμα με σώμα. Και σαν ένιωσαν πως ήταν αξεπέραστο το αίσθημά τους, όλο τον κόσμο τον σφραγίσανε με ένα φιλί. Δικός τους ήταν, ο κόσμος ντε, όλος δικός τους.

Ήρθε τ’αμάξι και τους πήρε. Κάτι ξενύχτηδες μονάχα μπορούσες να ιδείς εκεί έξω. Τρεκλίζανε σαν τα εξόριστα τα φεγγάρια που κανείς δεν τα θέλει, έτσι που τα τσαλάκωσαν οι νύχτες. Και πιο πέρα η πόλη με τα επιβλητικά της κτίρια, με τις βουβές τις λεωφόρους, με τα σπίτια σαν εικονοστάσια εδώ και εκεί, να φέγγουν. Τι να γίνεται μες σε εκείνους τους κόσμους, συλλογίστηκε ο Γιώργης. Μα τη σκέψη του τη διέκοψε η Φιλίτσα που του χάιδεψε το χέρι. Ύστερα βάλθηκε να του λέει εμπιστευτικά λόγια της αγάπης. Ποιος τα ‘χε ξανακούσει και δεν έπεσε να πεθάνει από την ομορφιά τους, δεν το ξέρει να σας το πει ετούτο εδώ το σημείωμα.

Μπήκανε στο σπίτι και αφού φυλάξανε τα ρούχα τα νυφικά, δόθηκαν φλογισμένοι στον έρωτα. Και θα χρειαζόταν να ‘ταν κανείς μεγάλος καλλιτέχνης για να μπορεί να αποδώσει εκείνο το μαγικό το σύμπλεγμα. Απόκαμαν και πέρασαν στην άλλη την πλευρά.

Σαν αποκοιμήθηκε η Φιλίτσα σηκώθηκε πατώντας στις μύτες ο Γιώργης. Να μην την εξυπνήσει, ρόδο πορφυρό ο ύπνος και να το κόψει δεν θέλει. Όμορφη που ‘ναι, ψέλλισε και έσυρε τα βήματά του να νίψει το πρόσωπό του. Σε λίγο θα περνούσε το καμιόνι που τραβά πέρα στα φουγάρα. Άμα το χάσει πάει το μεροκάματο. Και έτσι με τ’ακροδάχτυλα πήρε να ακολουθεί τις γραμμές του προσώπου της. Όμορφη που’ναι η Φιλίτσα, πάει να πει πως εκφράζει κάτι το ουσιώδες και σαν του λόγου της δεν θα βρεις άλλο πρόσωπο έτσι ζωγραφισμένο. Με τα χρυσά της, λέει τα μαλλιά, με τα κόκκινα τα μήλα, με τα χέρια τα μακριά του κύκνου φτέρωμα.

Δεν έλεγε να χαράξει εκεί έξω. Άιντε βρε γερό ήλιε, άιντε και ανέβα να κάνεις το κομμάτι σου και τους ανθρώπους να ευχαριστήσεις, άιντε βλάμη μου, άιντε!” προσευχήθηκε ο Γιώργης. Και άνοιξε το γιούκο να πάρει το καλό του το παλτό. Σαν τ’ασημοστολισμένο το μπρίκι στάθηκε εμπρός από τον καθρέφτη. Και ήσαν βαθιά έξω η νύχτα και δεν σου ‘κανε καρδιά να την χαλάσεις. Έτσι θα νιώσανε οι παλιοί οι άνθρωποι, σαν αντίκρισαν πεσμένη εκ θεμελίων την ωραία και μεταφυσική Καρχηδόνα.

Πολύ του άρεσε ο εαυτός του. Εχτένισε τα μαλλιά του μα τον κυρίευσε μια ταραχή. Και ευθύς μες στον καθρέφτη, ενώπιον της συζύγου του της αποκοιμισμένης , είδε τον εαυτό του ίδιο με τον Άη Γιώργη, τον πολεμικό. Και εκεί εμπρός στην ντουλάπα με τα νυφιάτικα τα ρούχα, ο νους του Γιώργη εταράχθη. Είχε πάντοτε λίγη αδεξιότητα στα μάτια μα σαν μεγάλωσε γίνηκε νοικοκύρης πρώτης τάξεως. Κανείς δεν θυμόταν πια εκείνες τις λόξες του, τις παιδιάστικες. Μα να που επέστρεψαν και η Φιλίτσα μες στο όνειρο της μήτε που μπορούσε να υποπτευθεί τι τροπή άσχημη έπαιρνε η μοίρα της.

Όλα τα αντιλήφθηκε σαν ξύπνησε και μισάνοιξε τα μάτια της. Τότε ήταν που είδε τον Γιώργη ντυμένο με κάτι παλιοχαρτόνια και φορούσε μια περικεφαλαία σαν αυτή του Ρωτόκριτου με τ’ωραίο της φτερό. Ακόμη ήταν ντυμένος με μια λερή φουστανέλα και κρατούσε ένα τσαλακωμένο σπαθάκι και μια ασπίδα. Ήταν ο Άη Γιώργης, αυτοπροσώπως. Ανασηκώθηκε η Φιλίτσα και τον ερώτησε με τι είχε καταπιαστεί, βεβαία πως δεν υπάρχει περίπτωση έτσι ξαφνικά να σάλεψε ο νους του ερωτά της. Εμείς θα βλέπαμε κάτι αντίστοιχο από το χέρι του μεγάλου τεχνίτη Θεόφιλου, για να πάρετε μια ιδέα.

“Τι ‘ναι ρε Γιώργη, τι καραγκιοζολίκια είναι ετούτα; Διορθώσου, ο κόσμος τι θα πει γιαβρί μου!”

“Ο κόσμος θα πει, ιδού ο Άη Γιώργης που βγήκε μέσα από τα μωσαϊκά να χαρίσει στον κόσμο μια στάλα ελπίδα. Ψέμματα βεβαίως, μα τίποτε δεν κοστίζει”.

“Και η δουλειά; Τι θα γίνει με το μεροκάματο; Θα μας φέρει ο Άη Γιώργης το βραδινό, δεν μου λες, θα μας το φέρει;”

“Πάει και το μεροκάματο. Μα μπορείς να βάνεις με το νου σου, άγιος πράμα, να καταπιάνεται με πράγματα ταπεινά, όπως το μεροκάματο; Άι, βρε Φιλίτσα, κάμε κανά σταυρό!”

Και σταυροκοπήθηκε η Φιλίτσα και έτσι βουρκωμένη ετοίμασε τη βαλιτσούλα της. Πήρε και τα στέφανα και τις λίρες και με όλη την ντροπή του κόσμου βγήκε έξω στη δημοσιά. “Χθες παντρεύτηκε, σήμερα χωρίζει η καψερή”, “άσχημο πράγμα να χαλούν τ’ανθρώπου τα φρένα”. Και όλοι συμφωνούσαν, και πέρναγαν τα κορίτσια, τινάζοντας τα μαλλιά τους τόσο πολύ περιφρονητικά. Και επειδή είχαν φυσική ευαισθησία και ένστικτο πολύ την λυπήθηκαν την Φιλίτσα.

Δεν ξαναειδωθήκαν από τότε. Μαράζωσε η Φιλίτσα, πέθανε του λόγου της από μια παράδοξη αρρώστια. Και μόνον μια φορά πήγε να δει τον Γιώργη, μήπως και βρήκε τα λογικά του και πέρασαν τα δύσκολα. Τίποτε δεν είχε αλλάξει, τίποτε. Με τη μεσολογγίτικη τη φουστανέλα, αξύριστος και γερασμένος, εφάνταζε σαν τα θηρία της επαναστάσεως που κατοίκησαν μια φορά και έναν καιρό τα κορφοβούνια και των κλεφτών τα απόμερα λημέρια.

Έτσι ξαφνικά εκδηλώθηκε η ασθένεια του Γιώργη. Κανείς δεν το πρόβλεψε, μήτε οι πιο καλοί του οι φίλοι, μηδέ η μάνα του που βαλάντωσε από τον καημό της. Την ακούγανε να φωνάζει μες στη νύχτα, “κάνε το θάμα σου άγιε μου!”, έτσι έλεγε. Και μπορεί καμιά φορά κάποιος να την κορόιδευε. “Κανείς δεν τον εθέλει, μήτε και ο άγιος κυρά!”, μα οι περισσότεροι τίποτε δεν είπαν. Και αφήσαν την ιστορία να ξεχαστεί. Τα στέφανα τα κάψανε στον ασβέστη και μια και δυο, ξαναπαντρεύτηκε η Φιλίτσα τον φίλο τον καρδιακό του Γιώργη. Δεν έκλαψε ποτέ ξανά.

Και έμεινε εκείνος ο τρελός ο αρματολός, και έμεινε ο Γιώργης ακοίμητος. Και αν τον ρωτούσαν οι ιατροί τι τάχα προσμένει, εκείνος αποκρινόταν από τις γραφές του Ησαϊα και όλοι γελούσαν , κάπως πικρά είναι η αλήθεια. “Το πνεύμα με κατέχει Κυρίου του θεού, γιατί ο Κύριος μ’έχρισεν. Μ’έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο, να φέρω στους φτωχούς, τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω”. Έτσι έλεγε και ήταν πάλι φορές που φώναζε τη Φιλίτσα και επειδή δεν συνερχόταν τον χτυπούσαν άσχημα. Αυτή ήταν η ζωή του Γιώργη που αυτόκλητα αναγορεύτηκε σ’άγιο και το νου του τσάκισε εμπρός στον καθρέφτη της κάμαρης, ανήμερα του γάμου του, με την Φιλίτσα, θυγατέρα πολυπροικούσα και έμορφη. Ένας άγγελος υπήρξε του λόγου του, ποιος ξέρει από πούθε να’πεσε. Του κόσμου ετούτου πάντως δεν ήταν.

Να! Την βλέπετε ετούτη; Η Φιλίτσα είναι που σας έλεγα, με μια αρμαθιά χρόνια στους ώμους και μια καρδιά πονεμένη. Κάθε μέρα από εδώ περνάει και έχει μια παλιά καταιγίδα πίσω από το πρόσωπό της. Ποιος να θυμάται πια και τι από όλα αυτά. Τώρα καθένας δοξολογεί τους καημούς του και όλο κάτι λυτρωτικό προσμένει να του συμβεί.

Απόστολος Θηβαίος