
Αθήνα, 3η χιλιετία
Σε τρία καρέ
[…Οι Τρύπες αναστατώνουν τριάντα χρόνια τώρα τα ερτζιανά, αφήνοντας μια τρελή, ροκ μπαλάντα να πλανάται στον αέρα…] και…
…Α καρέ, “δεν υπάρχει πιο χαμηλά από εδώ”
Και την ώρα που τελούνται τα άχραντα των μυστηρίων, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου η καρδιά της Αθήνας χτυπά σε επικίνδυνους ρυθμούς. Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στην Βικτώρια, την Πλατεία Αμερικής, η οδός Φυλής διατρέχει σαν φλέβα της ύπατης ανθρωπιάς τα υποδόρια της πόλης. Είναι κάτι γειτονιές που τις μισούμε, μα συχνάζουμε τα σαββατόβραδα, τρελοί από ευτυχία που δοκιμάζουμε και εμείς μια γεύση από την αρρώστια του καιρού.
Πλατεία Κοτζιά, ξεχασμένο ραντεβού
Η Κατερίνα Γώγου μας προσκάλεσε, χρόνια πριν ένα πρωί στην πλατεία Κοτζιά. Προσποιηθήκαμε πετυχημένα πως δεν ακούσαμε, βάλαμε πλώρη σαν το τιτανικό σκαρί του Εμπειρίκου να κερδίσουμε σερί το στοίχημα με τους αιώνες.
Χρόνια τώρα εκείνη περιμένει να φανεί κανένας δικός μας. Δεν θα τη γνωρίσουμε έτσι όπως γερνάει πεθαμένη στο κέντρο της πόλης. Μα κάτι θα υποψιαστούμε από το ποίημα της που δεν παλιώνει. Θα το κρατεί σε στάση Φρίντα Κάλο πλάι στο κλειστό συντριβάνι, με τη σοβαρότητα αρχαίας θεάς των Μάγια.
Εφηβικά σόου
Σόροβιτς. Παραμονές 3ης χιλιετίας. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στ’αδιέξοδο. Μια αποτυχία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως. Κάτι διέφυγε της προσοχής των αρχιτεκτόνων και μια φλέβα τεντώθηκε παράταιρα. Στο τελευταίο σπίτι στεγάζεται ισογείως ένα σχεδιαστήριο. Καμιά φορά ο τύπος βγαίνει με φόρα από το γραφείο, κραδαίνει ένα πτυσσόμενο ραβδί, γλιστράς στο άνοιγμα του δρόμου και ξεφεύγεις. Όπου και αν στρίψεις στην Αθήνα, θα δεις να πωλούνται μάσκες. Φορώ μία και ξεκινάμε από την αρχή το παιχνίδι με την ξαφνική έξοδο.
Καμιά φορά από κάποιο μπαλκόνι ακούγεται μια παλιά ροκ μουσική. Οι στίχοι μιλούν για την αντίπερα όχθη, εκεί που σε περιμένει πάντα η χαρά. Αν μένουμε μονάχοι, μαραίνονται οι ρυθμοί μας και σαν τις μοντέρνες μητροπόλεις πεθαίνουν, δίχως μουσική, μόνο με φώτα εκτυφλωτικά, έτσι λένε. Για την οδό Σόροβιτς ωστόσο, πες πως δεν σου είπα τίποτε. Τα αδιέξοδα συνιστούν πάντοτε υποθέσεις πολύ προσωπικές.
Ένα γεια θέλησα να πω στην ξεχασμένη από όλους Αθήνα. Σε πολιτείες σαν και αυτήν, με βυθούς δίχως στεγανά. Σε πόλεις που δεν τους καίγεται καρφί για τη δική σου μελαγχολία. Ένα γεια, λοιπόν στις πόλεις που δεν χωρούν πια πουθενά.
Πικρή Ιστορία
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι πικρή. Και την ίδια στιγμή παγκόσμια, αφού συμβαίνει παντού και πάντα ένας τέτοιος άνθρωπος, διωγμένος από την αγάπη να ενσαρκώσει το θαύμα. Συνήθως οι άνθρωποι αυτές τις ιστορίες, με το φριχτό τέλος τις λογαριάζουν για δυστυχίες και ποτέ δεν τις αφηγούνται. Μόνον τις ξέρουν από κάποιον που τις ιστόρησε μια φορά και έναν καιρό σε μια ταβέρνα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν όλα αποκοιμούνται, μεθυσμένα από νύχτες συναρπαστικές. Ας είναι, θα πρέπει κανείς να υπομένει όλα τα πρόσωπα του κόσμου. Και από το ύφος της ερήμου ως την απόλυτη ευτυχία, θα χρειαστεί να προσπαθήσεις πολύ, να εργαστείς με τη φαντασία σου. Το βλέμμα σου θα χρειαστεί να μην τ’αποτρέψεις από το σκληρό της ζωής μας πρόσωπο.
[…“Ο ερωτευμένος γέρος δεν θα της το συγχωρούσε ποτέ. Τι και αν προσπάθησε ο λογιότατος δάσκαλος και οι τάξεις όλων των πνευματικών ανεξαιρέτως, η απόφαση είχε παρθεί. Του ‘δινε το δίκιο που ζητούσε ο ίδιος ο νόμος. Και έτσι κάλεσε να τον επισκεφτεί εκείνος ο φονιάς, ο σενιόρ Μπράβο με το λεπτότατο ξίφος δεμένο στο ζωνάρι του και ύφος ανθρώπου που όλα τα ζυγίζει με το χρυσάφι. Κοινώς ο σενιόρ Μπράβο υπήρξε αυτό που λέμε τυχοδιώκτης, ένας άνθρωπος που θα’πρεπε κάθε αξιοπρεπής πολίτης να αποφεύγει διά παντός. Ο γέρος του εξήγησε, όσο άλλος εθαύμαζε τον πλούτο του σπιτιού, τα κεντητά και τους πίνακες, τα χαλιά με τα μεταξωτά σιρίτια, τα χρυσά κύπελλα και τα ασημένια τάματα. Όλα αυτά τον βάζανε σε σκέψεις πως θα’πρεπε να γυρέψει μεγαλύτερη αμοιβή. Μα ο γέρος σαν ν’άκουσε τον θόρυβο μες στο νου του άλλου, είπε, “διπλάσιο το κέρδος σου από τώρα”. Και έτσι η συμφωνία κλείστηκε και μια μικρή ίλη φονιάδων και αγυρτών, πήρε το δρόμο μέσα από το δάσος που βγάζει στη μεγάλη πολιτεία. Και για να μην κοπιάσουν με τα πρακτικά ζητήματα, προσέλαβαν εκείνους τους δυο φυγάδες που τους βάφτισαν στρατιώτες και τους αρπάξανε κακήν κακώς, δίχως δικαιολογία από την βεβαιότητα της κρεμάλας. Ήταν δυο τύποι πονηροί και μοχθηροί που βγάζανε πέρα όμως κάθε βαριά δουλειά. Δεν υπήρχε φορτίο ασήκωτο για αυτούς, μήτε μονοπάτι άγνωστο σε όλο το πλάτος εκείνου του λυρικού δάσους. Με άλλα λόγια ήσαν χρήσιμοι, με την απλή και κλασική έννοια του όρου.
Τους πήραν στο κατόπι. Ακολουθούσαν τα χνάρια τους, κάπου βρίσκανε λίγο ύφασμα από το σκισμένο της φουστάνι. Μια πόρπη που μπλέχτηκε στην τριανταφυλλιά, την θρασύτατη που απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση μες σε εκείνη τη βιβλική πορεία. Ήταν οι αποδείξεις που ζητούσαν. Σαν φτάσανε στους καταρράκτες, σταθήκανε. Ποτίσανε τα ζωντανά, τους είδανε ψηλά στον άγριο βράχο. Κρατιούνταν χέρι με χέρι, δυο κοντιλιές μες στο μοναχικό τοπίο εκείνοι οι νέοι. Είπαν για τον έρωτά τους αυτές οι φριχτές μεσίτριες, γυναίκες του δρόμου που ολημερίς σκορπούν πούπουλα στον άνεμο. Έτσι λένε σε τούτα τα μέρη το κουτσομπολιό, τις επίμονες, κακότροπες κουβέντες, τις δίχως αφορμή φήμες που έχουν το κακό σαν πρόθεσή τους αποκλειστική. Μα ήταν αλήθεια, οι μυστικές τους συναντήσεις στους έρημους προμαχώνες, ήταν αλήθεια πέρα για πέρα το φιλί που τους είδαν να δίνουν οι δυο τους λίγο τη γιορτή. Μάρτυρες του έρωτά τους τα ψηφιδωτά και οι άγιοι και τα παγόνια της νύχτας, τόσα πράγματα έμψυχα, που η τέχνη ξέρει και επιτελεί, πράγματα που η φύσης αδυνατεί να εκπληρώσει. Εκείνος που είπε για το φιλί τους στον γέρο κτηματία είχε αποτυπώσει τη σκηνή με τόση πιστότητα ώστε θυμόταν μέχρι και το σχήμα των σύννεφων πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν δειλινό, όλα ξεκουράζονταν από τη φθορά της μέρας, από την περιπέτεια της ζωής, το μικρό τους δράμα στο πέρασμα του χρόνου. Και οι δυο τους φιλήθηκαν. Αυτό ήταν όλο και όλο το έγκλημά τους.
Ξημερώματα Λαμπρής, ο γέρος ήταν που κανόνισε τη δουλειά με τον τυχοδιώκτη και να που τώρα το επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται στους καταρράκτες, στην κορυφή του ολομόναχου βράχου. Ο επικεφαλής σκέφτηκε να τους πει δυο λόγια. “Δεν θα γλιτώσετε, ο γέρος πληρώνει καλά. Τρέξτε, εμπρός, φύγετε, σαν δίνω μια μέρα μάλιστα. Δεν έχει σωτηρία για σας, η δουλειά είναι δουλειά. Φανταστείτε να κυκλοφορήσει η φήμη πως αδυνατώ να φέρω εις πέρας τα συμβόλαιά μου”. Έπειτα γύρισε στο ζώο του και χάιδεψε τη χαίτη του, επαναλαμβάνοντας μια κίνηση που θα μπορούσε να κάνει αιώνες πίσω κάποιος εξερευνητής του μυθικού και του ανέφικτου, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη νέος.
Το ζευγάρι των κυνηγημένων δεν είχε άλλο κουράγιο. Είχε μια παγωνιά και ήταν άμαθα από κάθε είδος χρείας. Μόνον την αγάπη είχαν κατά νου, εκείνη μονάχα είχαν γνωρίσει, με κάτι φώτα ανεπαίσθητα να γλιστρούν πάνω στις ψυχές τους, φώτα μαγικά. Μα εκείνη που ‘χε ντυθεί νύφη για λογαριασμό του γέρου και είχε σταθεί το ακριβότερο συνοικέσιο ολάκερης της επαρχίας, το ‘ξερε πως πλησίαζε ο θάνατος για αυτούς τους δυο. Και πως άλλη ζωή για αυτούς δεν θα υπήρχε. Κυνηγημένοι ίσως κατόρθωναν να επιζήσουν, μα γρήγορα κάποιος φονιάς πληρωμένος καλά θα μεριμνούσε για την τιμωρία που επισύρει το φριχτό τους παράπτωμα. Συλλογίστηκε την οικογένειά της, ντράπηκε για την τιμή της, φαντάστηκε πως θα πλήρωναν εκείνοι το τίμημα, την περιφρόνηση, το ανάθεμα. Για εκείνη έμενε ο θάνατος που ‘ναι μια υπόθεση πάντα προσωπική, ένας σταυρός στους ώμους του καθενός. Να που για εκείνη τώρα φαινόταν πια η κορυφή του μαρτυρικού όρους. Τι και αν είχε πρόσωπο με χείλη από φεγγαρόφωτο, που ποτέ δεν κοιμάται, τι και αν το μεγαλείο της καρδιάς της είχε όλη τη χάρη για έναν μεγάλο έρωτα, μια αγάπη δίχως ανταμοιβή, τι και αν το βλέμμα της απόψε φορεί μια πένθιμη προσευχή, τι με όλα αυτά. Κανείς δεν θα σωθεί απόψε. Και είναι Λαμπρή και όλα καθάρια φαντάζουν, έτσι όπως τα’δε ο ποιητής, λυράρης του ωραίου και του ιδανικού.
Η συμμορία ανηφορίζει προσεκτικά από το μονοπάτι του βράχου. Κάπου κάπου κάποιο άλογο γλιστρά, όλη η φάλαγγα κινδυνεύει, ο πρώτος σφίγγει τότε το σχοινί, τραβάει δυνατά το πρόσωπο του αλόγου και εκείνο ξέρει πως άλλο δρόμο δεν έχει. Είναι φορές που κάποιος έχασε την ισορροπία του για τα καλά, που κύλησε και πέθανε χάμω στις κροκάλες του ποταμού. Μα αυτοί ήταν έμπειροι και αδίστακτοι. Για αυτούς δεν ήταν το ειρηνικό τοπίο που μετρούσε, μα η όψη του χρυσού που τους περίμενε σαν θα επισκέπτονταν το γέρο με τα κεφάλια των τιμωρημένων. Και να που τώρα στέκουν μια ανάσα μακριά τους. Τους βρήκαν να κοιμούνται κάτω από μια αρχαία φτελιά, μοιάζανε σαν άγγελοι που πέσανε από μαρμάρινη αψίδα. Μοιάζανε με την ομορφιά που αν τάχα την αγγίξεις αδέξια και βιαστικά, αυτή θα σπάσει. Είχαν το θάνατο τριγύρω τους, σαν πάχνη, ρόδα κυλούσαν παντού, μια αίσθηση των καταχθόνιων θαυμάτων κυριαρχούσε στη σκηνή.
Όταν οι νέοι τους αντιλήφθηκαν ήταν αργά. Στάθηκαν στην άκρη του βράχου, ο τυχοδιώκτης γέλασε, σκούπισε το μαχαίρι του. Σαν να το ξέρανε τα πουλιά πως εδώ γραφόταν τ’άδικο του κόσμου, τραγουδήσανε σαν λυπημένες Αριάδνες, κάνοντας τα μαδριγάλια τους να αντηχήσουν σε ολόκληρη την κοιλάδα. Ένα βήμα σαν έκανε ο τυχοδιώκτης, οι δυο νέοι, δίχως φτερά στη ράχη τους, ιδανικοί και ανάξιοι εραστές των λαϊκών τραγουδιστών του δρόμου που κάποτε στο μέλλον θα λένε για την πικρή αγάπη τους, πέσανε στο κενό. Τρέξανε όλοι, να δουν τι, να προλάβουν τι;
Φτερά τους χάριζε η αγάπη, οι δυο νέοι δεν ήταν πουθενά. Κάποιοι τρέξανε κάτω στη ρίζα του βράχου. Δεν βρήκαν τίποτε, μόνο σαν κάποιος παρατήρησε τις δυο ροδιές που είχαν ξεμυτίσει από μια κόχη, μπλεγμένες μεταξύ τους σε μια πρωτόγνωρη αισθητική εικόνα , κατάλαβαν το απεχθές της πράξης τους. Μέχρι και εκείνοι μετανιώσανε και αφού φορτώσανε τα άψυχα κορμιά που πέσανε στο όνομα της αγάπης, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Παρέδωσαν τις σορούς στον εφημέριο και επιστρέψανε τις αμοιβές τους. Ο γέρος εξερράγη, φώναξε, τους απείλησε, έπειτα σαν να νικήθηκε από τη μοίρα των πραγμάτων, κάθισε στη θέση του. Έλυσε το λαιμοδέτη του, κάτι του ‘σφιγγε το λαιμό. Αναγκάστηκε να ζήσει με αυτό το βάρος για αρκετά χρόνια. Τι και αν περάσανε οι καλύτεροι ιατροί του κόσμου για να τον εξετάσουν, καμιά θεραπεία δεν απέδωσε. Ο γέρος πέθανε μια βροχερή μέρα και κηδεύτηκε πλουσιοπάροχα, με την παρουσία των οργάνων της μπάντας, του εφημέριου και ενός παιδιού που κάνει τα θελήματα και τακτοποιεί τις καθημερινές εργασίες, τις πιο πρακτικές”.
Μερικά χρόνια αργότερα η υπόθεση στάθηκε αφορμή για ένα έργο της κομέντια ντε λ’αρτ. Γνώρισε μεγάλη φήμη και μεταφέρθηκε στην όπερα. Οι δυο ροδιές, αυτός ήταν ο τίτλος του έργου που διακρίθηκε στις προτιμήσεις του κοινού επειδή λέει μιλούσε για την παντοτινά ίδια φύση του ανθρώπου, για τις καρδιές που άλλοτε φαντάζουν πέτρινα άνθη και άλλοτε πάλι, θερμές, ποιητικές αφάνταστα, ικανές να στερεώσουν πάνω στην προσφορά και το μοίρασμα όλα τα μέτρα του ανθρώπου και τις στάθμες του…
Α.Θ