Πινακοθήκη

© Ray K. Metzker

Μικρό δωμάτιο
με ζωγραφιές
και μια
ιστορία
Ντα Βίντσι
Άγιος Ιωάννης

[…έβγαινε λέει από τη σκιά, κερδίζοντας αργά τη συμμετρία του σώματός του. Φορούσε προβιά και ήταν νέος κόντρα σε κάθε προηγούμενη αναπαράσταση. Στο πρόσωπό του είχε όλη την δυνατή αφοσίωση ενός προφήτη. Πλατύτερο το χαμόγελο του, υπήρξε για πάντα η μεγάλη κατάφαση της ζωής και της δημιουργίας…]

Λέγεται πως υπήρξε κάποιος ευνοούμενος του. Ένας νεαρός άφθαστης καλλονής, ένας συνεχιστής του μύθου του Αντινόου. Του’μελε να γεννηθεί τον καιρό που κέρδιζε η ομορφιά τη θέση της μες στον κόσμο. Να τον αγαπήσει ο Λεονάρντο όλης της τέχνης ήταν γραφτό του. Εκείνος που στάθηκε μονάχος του μια Αναγέννηση της μορφής, βάζοντας πλάι στον Χριστό τον άνθρωπο . 

Ίσως να τον ζωγράφισε εμπρός από το κερί, την ώρα που οι δυο τους παραδομένοι στα πάθη, ετοιμάζονταν να σβήσουν τα σημάδια τους από τον κόσμο. Ίσως να’ταν στ’αλήθεια ο άγγελος της τέχνης που τον επισκέφτηκε μες στο όνειρό του. 

Μα το χαμόγελό του φανερώνει τα βασανιστήρια αυτής της πλανεμένες ψυχής που την οδήγησαν προς το φως. Το χαμόγελο του νέου, η χειρονομία του προς τ’άστρα, το μουσικό ολόκληρο του κόσμου, η καθαρή και ανόθευτη εντύπωση, των χεριών η εκφραστικότητα.  Αν τάχα ήταν όνειρο, όλα αυτά δεν  αποκαλύπτουν παρά την ψυχή που δοκιμάζεται ή πάλι τον άνθρωπο, τον θεόθεν φυγά και αλήτη που γυρεύει το αληθινό και το ουσιώδες, βέβαιος για τη μικρότητα του, για την ανημποριά του ήσυχος πια, ειρηνεμένος με όλα γύρω του. Κάποιος που γελά και παίζει με την ύπαρξή του, μοιραίος και μάταιος στο πέρασμά του, με τ’αχαλίνωτο του εαυτού του να κερδίζει στα σημεία.  

Το παιδί με την πυροστιά
Ελ Γκρέκο

1570, Βενετία. Στο παλιό παλάτσο προσμένουν το θάνατο. Φορούν τα καλά τους, στέκουν στα σκαλοπάτια του ναού και δεν μιλούν. Σε λίγο ακούγονται καλπασμοί, το καμιόνι που στρίβει από τη γωνιά του δρόμου. Κάποιοι σαλεύουν, κάτι νέοι αρπάζουν το φέρετρο και το πηγαίνουν βιαστικά μες στο ναό. Όλοι οι άλλοι σαν  τάχα όλο αυτό να ‘ταν ένα σινιάλο που περίμεναν χρόνια, ακολουθούν. Είναι σκυθρωποί και αν οι κυράδες δεν συμβουλεύονταν το φουρό τους ή την πούδρα τους, αυτός ο θίασος δεν θα’χε τίποτε τ’ανθρώπινο. 

Τ’αγόρι άρπαξε τ’αναμμένο κάρβουνο. Έτρεξε τριγύρω, πήρε να φωτίζει τα κεριά, το ένα μετά το άλλο. Σιγανά τραβούσε μέσα από το σκοτάδι τα πρόσωπα του παράξενου θιάσου. 

Το ίδιο αγόρι μερικούς μήνες αργότερα, έπεσε θύμα κακού πυρετού. Δεν μπόρεσε κανείς να κάνει κάτι. Ξεψύχησε και ήταν υπόλευκο το πρόσωπό του. Τ’ανοιχτό παράθυρο φύσηξε μες στην κάμαρη, σάρωσε τα κεριά και πήρα την καρδιά του  στην αντίπερα όχθη. Κάποιο άλλο παιδί σπεύδει να ανάψει τις καντήλες, να φωτίσει τη στοά που βγάζει ως τη συγχώρεση. 

Παιδί με νεκρικό προσωπείο
Φρίντα Κάλο

Τα παιδιά δεν φοβούνται το θάνατο. Μάλιστα, έρχεται μια ημέρα του χρόνου που φορούν την παλιά μάσκα από χαρτόνι και κόλλα, διορθώνοντας πότε εδώ και πότε εκεί τις φθορές. Τριγυρίζουν με φόντο τον ουρανό όχι πολύ μακριά από τα πιο απομακρυσμένα αγροτόσπιτα. Μικροί θάνατοι, τόσοι δα, παίζουν και γελούν μες στα περιβόλια, τους κρύβουν τα σπαρτά και τ’άγιο μεσημέρι με τον άδικο ήλιο. 

Μα είναι εκεί, όσο και αν δεν τα διακρίνεις είναι εκεί. Μοιάζουν ανεξήγητα στο φέρσιμό τους,  λατρεύουν λέει έκπτωτους Θεούς των Αζτέκων και πεθαίνουν αθόρυβα από κάποιον άγριο πυρετό ή πάλι από αθωότητα. Νιώθοντας πως δεν θα παίξουν πάλι με τη μάσκα του θανάτου τριγύρω από τ’αγροτόσπιτα βάζουν τα κλάματα και αποκοιμούνται στην αγκαλιά τ’αγγέλου.

Ο Δαυίδ του Μιχαήλ Άγγελου
Εντουάρντο Παολότζι

[…δεμένη με σχοινιά η ομορφιά, τ’άγριο ζώο της στο βλέμμα του νέου…]

Θα μπορούσε να είναι ο Δαυίδ, κάποιο αντίγραφο της απόλυτης ομορφιάς. Θα μπορούσε, μα δεν γίνεται, έτσι όπως έχουν τεμαχίσει το πρόσωπό του. Θα το στήσουν λέει για μερικούς μήνες, στην προθήκη του παλάτσο. Κανείς δεν θα μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά του. Ωστόσο, ως τούτη την ώρα, οι μεταφορείς και οι τεχνίτες που εργάζονται απάνω στην αποκατάσταση, έχουν να λένε για το σκληρό πρόσωπο του νεαρού Δαυίδ, ένα πρόσωπο δίχως ίχνος καλοσύνης, σαν τάχα κάποιο άγριο ζώο, δεμένο με σχοινιά, που κινδυνεύει από τα ένστιχτά του. 

Αν ήθελε έναν τίτλο, θα ήταν άγρια ομορφιά. Ένα τέτοιο άγριο ζώο, εννοώ.

Βάγια, μια ιστορία

[…στην πόλη εισήλθε, δίχως περιουσία, πλούτο και άλλα τέτοια. Υπήρξε ταπεινός, διευθετώντας οριστικά το ζήτημα της ιστορίας. Εκείνος ήταν απ’αγάπη. Δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Στα ηχεία της νύχτας , Giorgio Moroder, Scarface Tony’s Theme…]

Όπου και αν κοιτούσε, μονάχα θάλασσα. Είχαν στεγνώσει τα χείλη του, πονούσε το σώμα του, τα μάτια του καίγανε. Αν τα καταφέρει, θα’ναι θαύμα, αν τα καταφέρει να πατήσει το πόδι του στην ακτή, αυτό θα’χει κατορθωθεί μονάχα με τη θέληση μιας δύναμης που τον υπερβαίνει. 

Αυτό το αναπάντεχο συνέβη λίγο πριν το χάραμα. Ύστερα, για όσους βάσταγε ακόμη η καρδιά, μπήκανε στη σειρά και τραβήξανε για την πόλη. Ήταν και εκείνος ανάμεσά τους. Όλοι οι υπόλοιποι φύγανε με τ’ασθενοφόρα, διασχίζοντας σαν ένα ξαφνικό επείγον τη νύχτα. 

Μόνο περπατούσαν και είχες την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή μια έκρηξη θα αποκάλυπτε κάτω από τα ερείπια της νύχτας, τη μέρα. Άλλη μια μέρα, λίγη διαφορά κάνει για τον κόσμο που παλεύει και σπρώχνει και ζει και γελάει και πονάει με τρόπους αφάνταστους. Για τη ζωή όμως, μια μέρα ακόμη φαντάζει μια δεύτερη ευκαιρία. 

Και καθώς προχωρούσε αντίκρισε τον μπροστινό του να χάνει το κουράγιο του. Έχασε το βήμα του, κόντεψε να σωριαστεί χάμω. Εκείνος ήταν που τον σήκωσε, τινάχτηκε και τον στήριξε με όλη τη δύναμη που τ’απέμενε. Το κονβόι ακινητοποιήθηκε. Του κάνανε νόημα να βγει από τη διάταξη μαζί με εκείνο τον άνθρωπο. Τον πήρε στους ώμους του, ήπιε λίγο νερό που το ‘χε τόση ανάγκη, έκανε δυο βήματα, στάθηκε. Όλοι πίστεψαν πως δεν θα το μπορούσε, όμως εκείνος έκανε ένα βήμα ακόμη, σαν να δείλιασε μα στην πραγματικότητα γύρευε από την καινούρια μέρα τη δύναμη που χρειαζόταν. Του έγνεψαν να προχωρήσει. 

Εκείνη την ώρα σηκώθηκε ένας τρομερός άνεμος, όλοι προσπαθήσανε να φυλαχτούν, όμως εκείνος συνέχισε εμπρός να πηγαίνει με τον άλλο στους ώμους του. Κοίταξε στο βάθος το δρόμο που πήρε. Είδε δεκάδες καίκια στολισμένα στ’ανοιχτά. Παντού η θάλασσα, με άφταστη τραγικότητα, γεμάτη ποιήματα που δεν θα ζήσουμε ποτέ. Μέσα του μεγάλωνε ένα ουρλιαχτό, ήταν παιδί ακόμη και έπλαθε τις σημασίες του.

Τώρα εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε καθόλου βάρος. Ήταν ο εαυτός του, οι φωνές στο λιμάνι της επιβίβασης, ο κίνδυνος πλάι του, η ανάμνηση από το χνούδι της άνοιξης πίσω στην πατρίδα, στο μέσα του χεριού της Αισέ. 

Κάτι τσάκιζε στη νύχτα όταν έφτασε στην πόλη. Απέναντι του συνάντησε τους ανθρώπους, ντυμένους ρούχα επίσημα. Κρατούσαν βάγια και ήσαν διάσπαρτοι σαν τάχα να βρίσκονται σε κάποιο σχηματισμό. Ή σαν να’ναι χορός έργου που βρίσκει το δρόμο για την κάθαρση. Περισσότερο σκιές μοιάζανε και όμως ήσαν άνθρωποι στην κορυφή του λόφου.

Όσοι υποψιάστηκαν την αλληγορία, στρώσανε χάμω τα κλαδιά, του κάνανε νόημα να συνεχίσει. Ο άλλος άνθρωπος, εκείνος ο κρεμασμένος από τους ώμους, το βάρος, το φορτίο, το ανυπολόγιστο χρέος, εκείνος ο άνθρωπος έβρισκε λίγο λίγο την αυτοκυριαρχία του. Και έπλαθε με το νου και με την καρδιά, μια καινούρια λέξη για την αγάπη, καθαρή πια από τις αρχαίες εμπειρίες, τους μεγάλους σταθμούς. Μια καινούρια λέξη, μα πάνω από όλα, μια καινούρια αγάπη.

Ξημέρωνε των Βαγιών η Κυριακή. Ο άνθρωπος που διέσχισε μια θάλασσα κατέληξε το επόμενο πρωινό. Όλα γίνηκαν αιφνίδια και έτσι δίχως να το ‘χει φανταστεί τώρα κατοικεί στους καθρέφτες των πηγαδιών. Σαν τον χρειαστούν οι άνθρωποι, τον ανασύρουν και πίνουν ευλαβικά, ώσπου να θυμηθούν και να ξαναγαπήσουν. 

Α.Θ