
Ο Αρχάγγελος της τέχνης
Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο
6/4/1483 – 6/4/1520
Η ιστορία γράφει πως η κηδεία του υπήρξε κορυφαίο γεγονός. Οι καρδινάλιοι που μετέφεραν το σώμα του, ντυμένοι τα μενεξεδιά τους υφάσματα στάθηκαν εμπρός στον Πάπα. Και εκείνος ασπάστηκε το θείο του χέρι, εκείνο που ζωγράφισε μια φορά και έναν καιρό την Αγία Οικογένεια. Εκείνο που με κόκκινη κιμωλία χάραξε μες στους αιώνες τις Τρεις Χάριτες.
Ήταν ο πρόωρα χαμένος Ραφαήλ που κείτονταν νεκρός. Ο Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο που εργάστηκε πάνω στη χριστιανική θεματολογία, δημιουργώντας τοπία μυθικά και λυρικά, προικισμένα με την διαύγεια των μορφών και των χρωμάτων.
Ω, χαμένη αθωότητα, πώς βρίσκεις τον τρόπο να υπάρχεις και πάλι, διασώζοντας τη στιγμή από την απώλεια. Ω, χαμένο μου πνεύμα και σοφία μου, σμιλευμένη πάνω στη γεροντική μορφή του Πάπα Ιουλίου του Β’.
Θα ξεκινούσε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του. Μα είχε θαρρείς εκπληρώσει το μεγαλειώδη του σκοπό σε τούτο τον κόσμο και έτσι στις 6 τ’Απρίλη του 1520, ο μεγάλος δημιουργός πέρασε στη σφαίρα των αθανάτων. Λένε πως ήταν ο έρωτας που τον κατέβαλε, ο έρωτας για την αγαπημένη του Φορναρίνα, Μαργκερίτα Λούτι, κόρη αρτοποιού. Μα εγώ λέω πως ήταν η μοίρα και η αξία η δημιουργική που φάνηκε αδύνατο να δαμαστεί και μεμιάς φτερούγισε και πάει.
Ο Ραφαήλ άφησε τη μουσική του να πλανάται στα δωμάτια που διακοσμήθηκαν με τα έργα του, στα σχέδια που απέμειναν μισοτελειωμένα. Σήμερα μας χαμογελά μέσα από τις αυτοπροσωπογραφίες του που σώζονται. Είναι το φύλλο του ποιητή Ουνγκαρέτι που αφήνει πάνω στο δέντρο της τέχνης, μια φθινοπωρινή πυρά. Αιώνια τα φτερά του, τα μεγάλα. Και η τέχνη του αιώνια. Εκείνη που έσμιξε για πάντα τη μαγεία της ιστορίας και του συναισθήματος με την ποίηση και με τη σοφή των χρωμάτων παράθεση.
Άλλεν Γκίνσμπεργκ
3 Ιουνίου 1926 – 5 Απριλίου 1997
[…στα ηχεία της νύχτας, Max Richter, Mari Samuelsen – Mercy …]
Τι θα γινόταν αν στο προαύλιο χώρο ενός πανεπιστημίου, ένας νέος ποιητής αράδιαζε από την αρχή τις λέξεις του “Ουρλιαχτού”; Άραγε, θα αντέχαμε να κοιτάξουμε πίσω από τα γκρίζα, τα έξυπνα μάτια; Τι θα γινόταν αν κάπου στον κόσμο ένας άλλος Άλαν Γκίνσμπεργκ δοκίμαζε από την αρχή να σκαρώσει μια περίληψη του αμερικάνικου ονείρου, μια σύνοψη της ζωής μας;
Δεν θα τον πίστευε κανείς. Και ίσως οι περαστικοί να διάβαιναν αδιάφοροι από μπροστά του, δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον για τη γενιά που καίγεται. Δεν θα τον πίστευε κανείς και ίσως μονάχη της να έμενε η φωνή του κάτω από τον παγωμένο, αμερικάνικο ήλιο.
Μα εκείνος θα συνέχιζε, παράδοξος και νευρώδης και απόκοσμος όσο ο κόσμος θα κρατούσε το θανάσιμο μαχαίρι του και όσο “τα μεγαλύτερα κεφάλια της γενιάς µου ρημαγμένα,
από την τρέλα υστερικά, γυμνά, ξελιγωµένα” θα ξεγλιστρούσαν στη συνηθισμένη τους ζωή.
Θυμήσου, μια φωνή ολομόναχη μες στον κόσμο αναγγέλλει, σαν κάθε άλλη τέχνη, τη ρήξη με την εποχή και με τους κανόνες της.
Κράτα γερά το τραγούδι σου, λοιπόν, εσύ ποιητή που δουλεύεις επάνω στο υλικό σου, κράτα γερά εσύ, παράξενο, άγιο παιδί που παλεύεις μες στους δρόμους, ανάμεσα στα χρόνια που τρίζουν.
Η Αλίκη το ‘41
[…στις 6 του Απρίλη του 1941 η Γερμανία εισβάλλει στην Ελλάδα. Η στρατιωτική εκείνη επιχείρηση έλαβε το όνομα “Μαριτά”…]
Είχαν περάσει μόνο μερικές μέρες. Είχε επιστρέψει από το μέτωπο, όχι δίχως σημάδια. Οι φίλοι που απομείνανε κάτω από τον παγωμένο ήλιο, όλοι τους παιδιά μόλις είκοσι χρονών, θα τον στοίχειωναν για πάντα. Οι δικοί του χάρηκαν, μα είχαν από τις πρώτες μέρες καταλάβει πως κάτι είχε αλλάξει. Τώρα πια δεν γελούσε, μήτε που καθόταν μαζί τους τα ωραία, ανοιξιάτικα δειλινά. Περνούσε τον καιρό του στην κάμαρη και ζωγράφιζε δίχως να μιλά. Μόνον κάτι απλωμένα χρώματα, δίχως περιγράμματα σαφή. Εκείνος που ‘χε ξεχωρίσει για τις όλο εκφραστικότητα μορφές του, δεν ζωγράφιζε πια παρά μόνο κάτι ακατάληπτα σχέδια. Οι δικοί του έβλεπαν από τον κήπο, τη λάμπα που έκαιγε όλη νύχτα, την καρδιά του που έφεγγε καταματωμένη σαν φεγγάρι, μοναχά δικό του, κοιτούσαν σε μια θλιβερή προβολή. Μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Μόνον καμιά φορά που κατέβαινε για να περάσει λίγη ώρα μαζί τους, μόνο τότε προσπαθούσαν να του κάνουν κάποια νύξη, να ξυπνήσουν εκείνο το παλιό ενδιαφέρον του για τη ζωή. Μα ήταν μάταιο. Εκείνος μόλις του μιλούσαν για κάποια δεσποινιδούλα που θα μπορούσε να τον γοητεύσει, σαν έκαναν κάποιον έστω υπαινιγμό για το μέλλον, εκείνος επικαλούμενος τάχα μια σοβαρή δουλειά δίχως περιθώρια αναβολές, ανέβαινε στην κάμαρά του. Οι δικοί του μετάνιωναν, μα σέβονταν τον πόνο του. Ο πατέρας έλεγε, “θέλει κόπο για να περπατήσει κανείς μες στο σκοτάδι. Θέλει κόπο να βρει κανείς την καρδιά ενός άνδρα”. Και όλοι σώπαιναν και άφηναν τον καιρό να κάνει τη δουλειά του.
Η Αλίκη που είχε μάθει για τον ερχομό του, έκανε υπομονή. Της το’χαν ζητήσει οι γονείς του. Μα ήρθε εκείνο το απόγευμα που αποφάσισε να τον επισκεφτεί, να δει αν τάχα υπήρχε κάτι ζωντανό από την παλιά ιστορία τους. Την είδε από το παράθυρο που ερχόταν. Φορούσε ένα ανθισμένο φουστάνι και στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν μια θλίψη ηδονική και λεπτή. Μόνον εκείνος μπορούσε να αντιληφθεί τις λεπτομέρειες της ψυχής της. Σκέφτηκε να κατέβει, να τρέξει κοντά της, να την αγκαλιάσει όπως ποτέ ξανά. Είχε λέει μια όψη ανθένια του λόγου της, μια όψη που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ζωγραφιά, ακόμη και στα χέρια του πιο επιδέξιου ζωγράφου. Είχε τόσα να της πει, τόσες πληγές να της δείξει, ίδιες ανεμώνες. Είχε τόσα να της πει, λέξεις με συλλαβές από αίμα. Όμως ήταν αδύνατο να την πλησιάσει, ήταν ανήμπορος να σταθεί εμπρός της μες στη συμφωνία του αγιοκλήματος που ευώδιαζε τριγύρω.
“Ξέρεις Αλίκη, οι καλύτεροι μου φίλοι έμειναν εκεί επάνω. Κάποιος θέλησε να μας πάρει τα πάντα, Αλίκη. Και το κατόρθωσε, αφήνοντας μας να προχωρούμε με τούτη τη σκληρή μαρτυρία για ζωή μας, τη μόνη γλώσσα που μάθαμε. Αλίκη, εκεί έξω υπάρχει ελπίδα και σου αξίζει. Μες σε αυτήν την κάμαρη, μόνο τα κόκκινα μάτια ενός ζωντανού νεκρού μπορείς να βρεις. Εκείνος που θυμάσαι έμεινε στα βουνά, κάτω από στρώματα χιονιού. Καμιά φορά, σαν ησύχαζαν οι ριπές των όπλων, μπορούσα να ακούσω το θρόισμα του χιονιού, μα τώρα πια τέτοια πράγματα μικρά και μεγαλειώδη, δεν σημαίνουν τίποτε. Ξέρεις Αλίκη, υπήρχε κάποτε ένας δρόμος που θα μας οδηγούσε στην ανθρωπιά μας, όμως Αλίκη, όλα χάθηκαν. Ο κόσμος Αλίκη, γίνηκε ένας χιονισμένος καρπός βαλμένος μες στον φλοιό του πένθους”.
Περίμενε ώρες μαζί με τους άλλους. Πίστευε πως θα’ρχόταν, μα εκείνος προτίμησε να σβήσει τη λάμπα, να μην κατέβει, να απομείνει στην κάμαρη, μαζί με εκείνο το παιδικό παιχνίδι, μαζί με το ξύλινο άλογο που γερνούσε μαζί του. Την είδε που ξεμάκραινε μες στο κυριακάτικο τ’απόβραδο. Φαντάστηκε την υγρασία στα μάτια της, την υγρασία του δάσους, της ελπίδας που δεν τα κατάφερε.
Και έκτοτε γίνηκαν βαθιές οι νύχτες, άτιτλες. Ένα τσαλακωμένο φεγγάρι δεν μπορούσε τίποτε να καταφέρει. Και τ’άστρα, πληγές και εκείνα, φώτιζαν την τρομερή του λύπη. Ήθελε να μπορούσε να ξεχάσει, να μπορούσε να προχωρήσει, όμως είναι πεισματάρικες οι μνήμες. Σαν μαύροι καβαλάρηδες με πηλίκιο μα δίχως πρόσωπα, περνούσαν μέσα από τ’όνειρό του. Θα’ρθει Αλίκη μια μέρα και κάποιος θα θελήσει να φτιάξει από την αρχή τούτο τον κόσμο. Όμως μέχρι τότε, αντίο Αλίκη.
Στις 6 τ’Απρίλη ξύπνησε από τις φωνές. Κοίταξε κάτω στον κήπο, είδε τον πατέρα που έκλαιγε. Άνοιξε το ραδιόφωνο, άκουσε το πολεμικό ανακοινωθέν. Σφίχτηκε η καρδιά του. Και ήταν η ώρα η πιο μεστή του, η ώρα η τραγικότερη εκείνη. Θυμήθηκε την Αλίκη, τ’όχι του το πιο πικρό, μετάνιωσε για εκείνη την απόφασή του. Ξεχύθηκε από την κάμαρα, βγήκε στους δρόμους, έτρεξε στο σπίτι της. Πάει καιρός που ‘χε πάρει εκείνο το δρόμο, η καρδιά χρωμάτιζε με ένα χρώμα ροδακινί το πουκάμισό του. Την είδε που ερχόταν να τον βρει. Και εκεί, ανάμεσα στα πλήθη της πολιτείας που τρέμει, βρήκαν το κουράγιο να πουν όσα δεν είχαν πει ποτέ. Και ήταν εκείνη ο ίσκιος και ο καθρέφτης του. Και ήταν σαν πάντα τα μεγάλα φώτα της ψυχής του που ανάψανε εκείνη τη στιγμή. Τι και αν ξυπνούσε το φοβερό τέρας του πολέμου, τι και αν η ζωή κρεμόταν πια από μια κλωστή. Εκείνοι κατάφεραν και χώρεσαν μες στην αγκαλιά τους όλη την ευτυχία του κόσμου. “Τι και αν τελειώνει ο παλιός κόσμος Αλίκη, έχουμε ακόμη μια αγάπη και έναν εαυτό παιδικό, γεμάτο τρύπες μα ακόμη ζωντανό”. Αυτό της είπε μόνο και την αγκάλιασε να μην δει τούτο τον κόσμο, ένα μέρος έρημο και τρομερό πια.
Κύλησε το ροδάνι του καιρού. Οι δυο τους στέκουν τώρα εμπρός στα μνημεία του χθες. Δεν λυπούνται, επειδή αυτή ήταν η ζωή που τους χαρίστηκε. Τα χρόνια όλα τα σάρωσαν, νικητές και ηττημένους. Μα οι δυο τους μέσα από την ζωγραφιά του καιρού τους βρήκαν τον τρόπο να δραπετεύσουν. Το επιβεβαιώνει ο μουσαμάς στην παλιά, κλειδωμένη κάμαρη, με τ’απλωμένα χρώματα και τις αχνές μορφές. “Τότε ήταν που σ’αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τότε, τον Απρίλη του ‘41 Αλίκη, μια φορά και έναν καιρό”. Και ήταν πάλι μια άνοιξη, σαν τότε. Και είχαν βρει τον τρόπο να διαφύγουν της προσοχής αυτού του σκληρού κόσμου, πράγματα μυθώδη, όπως τα φιλιά και οι πικροδάφνες. Και η αγάπη, πρωτίστως αυτή.
Α.Θ