
Κλασικό Ραδιόφωνο
Αλιείς Μαργαριταριών
Ζορζ Μπιζέ
Ήταν Οκτώβρης του 1873. Η όπερα του Παρισιού παραδίνεται στις φλόγες. Τ’άλλοτε φημισμένο μέγαρο καταρρέει κάτω από το βάρος της μεγάλης εκείνης φωτιάς.
Μα δεν είναι η όπερα και η ιστορική της καταστροφή, όπως διασώζεται σε σκίτσα και γκραβούρες του καιρού που στέκει αφορμή για αυτό εδώ το σημείωμα.
Είναι πρωτίστως που εκείνη η φωτιά σάρωσε τις καλύτερες στιγμές της τέχνης. Και πήρε μαζί της την Κάρμεν, με την αντάρτισσα καρδιά. Την Λεϊλά και τον εραστή της και τους θεούς όλους πάνω στις πέτρες που στόλιζαν μια φορά και έναν καιρό την θρυλική εκείνη όπερα. Όλα γίνανε στάχτες, μ’ακούς; Στάχτες.
Έτσι χαθήκαν και οι Αλιείς των Μαργαριταριών του ιδιοφυούς Ζορζ Μπιζέ. Απομείνανε μες στο λιμπρέτο τους, λέει, στην μαγική εκείνη αμμουδιά, αλιείς του τίποτε, πιασμένοι στ’αγκίστρι της αιωνιότητας.
Θα ‘ θελα να ‘χα τη θέληση του πιστού, την αφοσίωση του ερωτευμένου θα ‘θελα να’χα μες στην καρδιά μου, όπως εκείνοι. Μα δεν το κατόρθωσα και έτσι στράφηκα στη συγκίνηση της μουσικής, την αμεσότητα του αισθήματος της.
Το παίγνιον της ζωής του
Μίλτος Σαχτούρης
[…στα ηχεία, νοσταλγικό Passacaglia – F. Händel…]
Οι λέξεις αγριωπές στη γλώσσα του. Όχι, όχι, αυτός δεν έγραψε ποιήματα, μόνον του νερού το φράγμα γκρέμισε. Και μες στον κόσμο πρώτος εκείνος είδε πράγματα φοβερά και μαρτύρησε θύελλες του νου, σαν τάχα τη μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού του Πόρου και τους ανάποδους δείκτες των ρολογιών που γυρνάνε, όσο λευκαίνει ο καιρός τον τρελό λαγό του. Ώσπου να γίνει, λέει θεός από χιόνι, με πελώρια μάτια ή κάτι τ’απόκοσμο και το συγκινητικό από την πλευρά του ενστίκτου.
Και αυτό το λένε αξιοπρέπεια μες στης ζωής το παίγνιο. Τέρας η πολιτεία και ο Μίλτος Σαχτούρης το τρυφερό της τ’αντίθετο. Σαν σήμερα εκοιμήθη ο ποιητής και έκτοτε άψυχα λένε γινήκανε τα νερά.
Mille Ecchi
Ένιο Μορικόνε
Καμιά φορά νομίζω πως τα φιλμ γερνούν γρηγορότερα από τους ανθρώπους. Επειδή όταν προβάλλονται μετά από χρόνια, διαθέτουν μια στρώση, – κάτι το ανεπαίσθητο, μην φανταστείτε – μια πατίνα χρόνου. Ίσως είναι εποχή που θρηνεί φυλακισμένη μες στη μοναξιά της, ίσως είναι εκείνη, ίσως πάλι ο χρόνος που βρίσκει τρόπους να σημαδέψει τις ζωές μας. Ίσως.
Είναι όμως και κάποια φιλμ που περνούν στη σφαίρα του μύθου και επιβάλλονται στις προτιμήσεις μας. Υπεύθυνοι για αυτό οι πρωταγωνιστές ή το σενάριο, πάει να πει η ιστορία, πάντα ανθρώπινη και τραγικά σκληρή, όπως αρμόζει στην εποχή μας.
Βεβαίως κάποια διασώζονται εξαιτίας άλλων παραγόντων όπως η μουσική. Όπως εκείνη του Ένιο Μορικόνε από τη θρυλική σειρά La piovra. Η ιστορία της ιταλικής μαφίας, το οργανωμένο έγκλημα, η πιο σκληρή εκδοχή της Ιταλίας, ένα από τα πρόσωπά της που τώρα κοσμούν το μουσείο του τρόμου θα σταθεί το φόντο της θρυλικής σειράς που έμελε να αφήσει εποχή.
Ακούγοντας το Mille Ecchi του κορυφαίου συνθέτη, μπορεί κανείς δίχως προσπάθεια να συμφωνήσει με όσους λένε πως είναι εύκολη, τόσο εύκολη υπόθεση η καρδιά του ανθρώπου.
Theatre
Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου
27/3
[…στα ηχεία, Καινούρια Ζάλη. Τρύπες… Για να περνάει το φως.]
Λίγο πριν την έκρηξη το υγρό πάτωμα. Άνθρωποι, σαν ανοιξιάτικα φαντάσματα, να πνίγονται μες στην πιο μεγάλη αγάπη. Στην πόλη, στην καρδιά σου, στο παγωμένο Λονδίνο με το Βασιλικό του Θέατρο, στην Αθήνα, παντού, η ανεπανάληπτη πλήξη της βίας.
Μα κάπου, μόνο για λίγο, μόνο για λίγο ένα κορίτσι παίρνει τον κόσμο στα χέρια του. Σκαρώνει έργα που φθάνουν σαν τηλεγραφήματα. Μιλάνε για τόσα πολλά πράγματα, πέρα από τη διάσπαση του ατόμου. Δεν μιλούν για τον πόλεμο, δεν κάνουν λόγο ευθέως για την αγάπη, δεν μιλούν για μοναξιά. Μες στην καρδιά του κοριτσιού κάτι μοιραίοι αστερισμοί δείχνουν το δρόμο λίγο πριν γίνουν όλα παρανάλωμα.
Θα μείνει στραγγισμένο το φεγγάρι από το αίμα του, θα μείνει ο κόσμος απαθής, τα πράγματα και οι άνθρωποι θα αποκτήσουν μάτια για να μπει το φως, για να μπει το φως.
Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το κορίτσι. Είπαν πως αυτοκτόνησε, κάτω από το βάρος του εαυτού της. Εγώ πάλι λέω πως τη νίκησε η κούραση, η όμορφη. Εγώ λέω πως κλόνισε την ψυχή της το απαλό, το μαλακό θρόισμα του χορταριού, κάτι τόσο ανεπαίσθητο που θα παραμένει για πάντα μυστικό.
Και έκτοτε όποτε ακούω το όνομα Σάρα Κέην, σκέφτομαι πως εκεί έξω, κάποιος παλεύει για τη ζωή του. Και περιμένω από στιγμή σε στιγμή την έκρηξη στα ύφαλα.
Στις 27 Μαρτίου το θέατρο γιορτάζει και η Σάρα Κέην συνιστά ένα από τα αγαπημένα του παιδιά.
Αγαπητέ Πολ,
Πολ Βερλαίν
[…όλα τα λουλούδια γέρνουν πάνω σου, όπως ακριβώς όταν κοιτούν κατάματα τους ήλιους…]
Βρέχει μες στην καρδιά μου,
όπως ακριβώς πέφτουν οι σταγόνες στην έρμη την πολιτεία.
Μα τι ‘ναι εκείνο που μαστιγώνει την καρδιά μου, τι ‘ναι αυτό;
Ω, ανεπαίσθητε ήχε της βροχής
πάνω στο χώμα και πάνω στις στέγες,
στην καρδιά μου την πονεμένη επάνω,
ω, τραγούδι της βροχής!
Όλο να βρέχει, λέει μες στην καρδιά μου
που ‘ναι άρρωστη
Να’ναι άραγε η πίστη μου, η αψεγάδιαστη,
κανείς δεν ξέρει
και η θλίψη μου πέφτει τριγύρω δίχως αιτία.
Δεν υπάρχει πιο πικρή οδύνη,
όχι δεν υπάρχει όταν η καρδιά μου υποφέρει
δίχως χαρά ή λύπη.
Αγαπητέ Πολ, για αυτό σου το ποίημα, που αφήνει μια ραγισματιά στη νύχτα και παίζει με το τέλος της, για τους στίχους σου που μοιάζουν κεντημένοι μ’ασήμι, με μάτια και μαλλιά ενός ανθρώπου δαπανημένου, για τους στίχους σου που γεμίζουν το καρότσι των παραμυθιών μα και εκείνο των αισθήσεων, για το χιόνι μες στο βλέμμα σου, για τις τερατώδεις πολιτείες, για τα αγριωπά φιλιά σου και τη θάλασσα της αιωνιότητας, με όλη μου την καρδιά σε θυμάμαι. Και ξέρω πως κάποτε μες στο σορό του ηφαιστείου, πρόβαλαν για μια φορά μονάχα, κάτι σπάνια διαμάντια. Ίσως κάποτε Πολ, ίσως κάποτε να ανταμώσουμε σε εκείνο το πλοίο που δεν πιάνει ποτέ λιμάνι, ποτέ δεν πιάνει λιμάνι.
Το τσίρκο ήταν κατάμεστο. Τα παιδιά κάθονταν στις μπροστινές θέσεις και κοιτούσαν με κάτι μάτια πελώρια το θαύμα. Μόνον ο Σαγκάλ θα μπορούσε να εκτιμήσει στ’αληθινά την ομορφιά εκείνου του μέρους. Ο Σαγκάλ και τα παιδιά που λογαριάζουν τα πάντα γι’απίστευτα μα την ίδια στιγμή δυνατά, στέρεες πιθανότητες ενός κόσμου που τρέμει.
Ντόντζι
Μετά τ’άλογα και τις Αμαζόνες και τον γελωτοποιό που παρίστανε πως παλεύει να σταθεί όρθιος μες στην άγρια πολιτεία, τα παιδιά περίμεναν με αληθινή προσμονή το νούμερο του Ντόντζι. Αυτός ο τελευταίος δεν ήταν κανένα τρομερό λιοντάρι από την αφρικανική σαβάνα. Δεν ήταν τ’ ατίθασο φαρί που περνά σαν αερικό μέσα από κρίκους φωτιάς. Ο Ντόντζι δεν είναι παρά ένας πίθηκος, συμπαθής και μικροκαμωμένος, ίσως περισσότερο από τ’αδέλφια του. Αυτό του το προσόν τον έκανε να κερδίσει μια θέση στο τσίρκο που διαβαίνει χωριά και πόλεις, σαν καραβάνι που τραβά κόντρα στους καιρούς της λογικής. Γρήγορα έγινε διάσημος ο Ντόντζι. Όλο και περισσότεροι είχαν να λένε πως άκουσαν για αυτόν τον μικροκαμωμένο πίθηκο που μπορεί και γελάει σαν άνθρωπος, που τρώει σαν άνθρωπος και καθαρίζει τη φλούδα από το μήλο. Τον Ντόντζι που ποζάρει πάντα χαμογελαστός, δείχνοντας τα μπροστινά του δόντια, στις αγκαλιές των μικρών του φίλων. Τον Ντόντζι που κανείς δεν έμαθε πως τις νύχτες δακρύζει, σαν θυμάται τα αδέρφια του και τα ωραία δειλινά της μακρινής του πατρίδας. Δεν μπορεί να μας πει τίποτε για όλα αυτά, μόνο να ζωγραφίζει μπορεί και να τραντάζεται από επιθυμία όταν το καραβάνι διαβαίνει το δάσος με τις πυκνές φυλλωσιές και τ’αναρίθμητα είδη.
Απόψε, όλα πήγαν ρολόι. Ο Ντόντζι χαμογέλασε την ώρα που έπρεπε, έπειτα σκαρφάλωσε με ένα σάλτο στον ώμο του αφεντικού του, έφερε δυο βόλτες, τίναξε τα ασημένια φλουριά που του φορούν, πόζαρε δίχως πολλή όρεξη είναι η αλήθεια, στους φωτογράφους που φωνάζουν από κάθε γωνιά του θεάτρου, Ντόντζι εδώ, Ντόντζι παλιόφιλε ρίξε μας ένα βλέμμα, εδώ Ντόντζι, τι γλυκός που είσαι όταν γελάς Ντόντζι, θα μου γελάσεις μια στάλα;
Είχε απομείνει η έξοδος, σαν να λέμε το τελευταίο νούμερο του Ντόντζι. Υποτίθεται ότι φεύγει καπνίζοντας σκουπίζοντας με τη μικροσκοπική του μπέρτα τα άχυρα της σκηνής. Θα έδινε το παράγγελμα τ’αφεντικό του και ο Ντόντζι θα έφευγε σαν άνθρωπος νικημένος, ένας άνθρωπος που μυρίζει θλίψη και νοσταλγία. Θα στρεφόταν για λίγο προς το κοινό και έπειτα μες στα δαχτυλίδια του καπνού, θα χανόταν.
Μα ο Ντόντζι δεν θυμάται τίποτε. Τ’αφεντικό του δίνει το παράγγελμα, επαναλαμβάνει τις λέξεις αργά, ο Ντόντζι δεν σαλεύει, μοιάζει μ’άνθρωπο που ‘χει πια φθάσει σε ένα κάποιο τέλος ή που έπαψε μεμιάς να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Τ’αφεντικό τρελαίνεται, χτυπάει το ραβδί στο χώμα, πάνω στη ράχη του Ντόντζι, μα τίποτε δεν έχει αποτέλεσμα. Ο Ντόντζι θυμήθηκε τι σόι πράγμα είναι αυτή η αγάπη που δεν γνώρισε ποτέ του. Μόνο να μιλούν για αυτήν άκουσε κάποτε τους ανθρώπους. Και τώρα να που την βρίσκει στο πρόσωπο του παιδιού που κοιτάζει δακρυσμένος τον Ντόντζι και μοιάζει να του λέει, κουράγιο φίλε μου, αυτός εδώ ο κόσμος είναι σκληρός. Μην φοβάσαι Ντόντζι και ο χρόνος για εκείνο τ’αγόρι στην πρώτη σειρά του θεάτρου, έχει παγώσει. Και κανείς δεν ξέρει πως ο συμπαθής πίθηκος, η μεγάλη ατραξιόν του τσίρκου, πέτρωσε απ’αγάπη. Και γίνηκε πια, ένα φιλί τριανταφυλλένιο στον κόρφο εκείνου του παιδιού. Όλος ο κόσμος εκείνη τη νύχτα, όλα τα τραγούδια και όλοι οι μύθοι, τα πιο λυρικά τοπία και τ’όνειρο το ίδιο, υπάρχουν για τον Ντόντζι και για εκείνο το αγόρι με τα γκρίζα, τα μάτια, τα τόσο έξυπνα.
Α.Θ