
[πίσω από το κόκκινο μπερντεδάκι, ο κόσμος προσμένει βουτηγμένος στην πορφύρα. Πες μου, άραγε τι χρώμα να ‘χει ο κόσμος πίσω από τα μάτια της Μάτσης;]
Κάποιος προσμένει εκεί έξω το καλοκαίρι. Ελπίζει πως θα’ρθεί, με κάθε βεβαιότητα θα ‘ρθεί. Θα φορά τις ξαφνικές του ζέστες, στον κόρφο των ανθρώπων θα λέει το μυστικό του, ιδρώτας και αλμύρα. Θα’ρθεί πρώτα με μια θεαματική άνοδο της θερμοκρασίας, με κάτι νοτιάδες επίμονους που κουβαλάνε τη μυρωδιά κάποιας θάλασσας. Δεν έχει σημασία για ποια σας μιλώ, αφού όλα τα νερά διαθέτουν το ίδιο χρώμα, Μάτση.
Κάποιος ανοίγει την κλειστή πόρτα του εξοχικού σπιτιού. Έτσι βαλμένος, μες στην αρχαιολογία της ζωής του νιώθει πως η νοσταλγία του κορυφώνεται. Ένα κάδρο, μια παλιά φωτογραφία από τις Πασχαλιές που αλόγιστα δαπανηθήκανε – ας ξέραμε Θεέ μου, όσα σήμερα κατέχουμε – τα παιχνίδια που γίνανε κομμάτια, τα σερβίτσια που ποτέ δεν θα σερβίρουν ξανά, το κλειστό, μεταλλικό τραπεζάκι με τα σημάδια των δικών του ανθρώπων. Να, εδώ, θα δεις το σημάδι του ποτηριού που σου σερβίρισαν κάποιο δειλινό, μαζί με τ’ολόδροσο γλυκό του κουταλιού. Και εκεί, να εκεί, κάτω από τη λίγη σκουριά, θα δεις το ποίημα που παρέμεινε μισογραμμένο, κάτι αρχικά, κάτι καλλιγραφίες τόσο αξεχώριστες πια.
Και εκεί, μες στη νοσταλγία όσων περάσανε για πάντα, θα δεις να σου χαμογελάει η Μάτση. Κορίτσι τότε, είκοσι μόλις θερισμών, να συνιστά το τιμαλφές σου, το πιο ακριβό σου απόκτημα. Να τη, πάντα νέα και αθώα, ένα κορίτσι που στέκει σήμερα πλάι στ’απροσδόκητο. Που παίζει και γελά, βάφοντας ροζ ολόκληρο το κάδρο του καιρού. Κοίταξέ την, δες την πώς ανοίγει τα φτερά της σαν την καρδερίνα, πώς φτερουγίζει Θεέ μου, μες στην αποθήκη. Και είναι τ’άπιαστο η Μάτση, ένα κορίτσι καμωμένο από στίχους και νιάτα, τίποτε λιγότερο, τίποτε. Τώρα ποζάρει κάτω από τον ήλιο, φορά τις ψάθες των ρεμβασμών μας και βάζει τα γέλια εμπρός στη λυπημένη έκφραση που τρέμει και κινδυνεύει να χαθεί αν τάχα η Μάτση πάψει μια μέρα να τραγουδά.
Μα αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Γιατί η Μάτση, μια φορά και έναν καιρό υπερεαλιστικό, πολύ αγαπήθηκε και ακόμη περισσότερο πόνεσε. Στάθηκε κάτι τ’απόμακρο, ένα σινιάλο μοναδικό μες στη λογοτεχνία μας, κάτι το παράφορο και το θεαματικό. Γύρω της πέταξαν για μια φορά και ποτέ ξανά, ως ναυάγια οι λέξεις. Μες στα νησιά πλανήθηκε, σαν τη βροχή στάλαξε πάνω στους πρωινούς πόθους των κοριτσιών, η αστρόσκονη γίνηκε της ανεμισμένης αμυγδαλιάς, βρίσκοντας τον τρόπο να υποδυθεί τον χαρακτήρα της που λιώνει μες στα ποιήματα, μες στα ποιήματα.
Εκείνο το κορίτσι βρήκε τον τρόπο μες στο λιγοστό της χρόνο να εφεύρει καθάριο τον ορισμό της ποίησης. Είπε γελώντας, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η ποίηση και κύλησε στην ανυπαρξία ή πάλι γίνηκε τ’αρνητικό του χρόνου, το καμένο του το φιλμ. Έπαιξε και γέλασε και βράχηκε στην ακροθαλασσιά, φωνάζοντας, για να το μάθει όλος ο κόσμος, πως τη μυρωδιά του ήλιου τη χύνει σα σφαγμένο πεπόνι πάντα η ποίηση. Ας είναι Μάτση, τέτοια όνειρα κρατάνε μια ολόκληρη ζωή, να το θυμάσαι. Και εκείνη πλανάται σαν χάδι εδώ και εκεί και έτσι γελώντας, κάτω από τις άστεγες τις μέρες μας, μ’αγκαλιάζει. Και κάθε της κίνηση σημαίνει εκείνο το ποίηση μας είναι η ζωή.
Τώρα τα χρόνια περάσανε, η Μάτση γίνηκε μια ανάμνηση, στο βάθος δυο όγκοι φαιοί και τίποτε. Πέρα τα καράβια που έρχονται και φεύγουν και είναι τ’άγνωστο η ρότα τους. Να’ξερες Μάτση πόσο πολύ κλόνισε το νου μου η ομορφιά αυτού εδώ του κόσμου. Τόσο πολύ, που απόψε ζητάω συγχώρεση από τα ποιήματά σου, μα δίχως αντίκρισμα. Γιατί, εντός μου, βαθιά μέσα μου, θέλω την ποίηση να στέκει με το μέρος μου, θέλω το φως να μπαίνει μες στα σκοτεινά θαλάμια, θέλω να φωτίζει τα πράγματα τα γεμάτα με μάτια, τα πράγματα τα δικά μας, εκείνα που λησμονήσαμε μα και τα άλλα, τα πολύ ιδεώδη. Άκουσε Μάτση, εύκολη, πολύ εύκολη να ξέρεις θα’ναι για πάντα η καρδιά τ’ανθρώπου. Έτσι που σαν θα βρίσκεται εις τους αιώνες, εμπρός στην αυθεντική, την ποίηση την πιο αχαλίνωτη , ολότελα αφοπλισμένη θα είναι, για τώρα και για πάντα.
Μην με ρωτάς γιατί ‘ναι στραγγισμένο το φεγγάρι Μάτση, Θα σκαρώσεις εσύ μια πινελιά σπάνιας ώχρας και ευθύς η ζωή μας θα αποκτήσει κίνηση και δεν θα ‘χει καμιά πια σημασία η κάθε σου απορία. Κανένα τριαντάφυλλο από την Πιερία ποτέ δεν θα φτάσει την τόση σου ομορφιά, Μάτση.
Έπειτα έκλεισε πίσω του την πόρτα. Άκουσε την Μάτση που αποκοιμιόταν πάνω στις φυλλωσιές, την άκουσε που αλαργινή γινόταν, αλαφροπατώντας του χορταριού του μαλακό το άνθισμα. Δεν ξέρω Μάτση αν θα σε ξαναδώ, μα ως τότε, όποτε θα αντικρίζω έναν μικρό ναό, όταν θα βρίσκομαι σε κάποιο πάρκο ανάμεσα στα θηρία και όταν, Μάτση θα ακολουθώ ένα μικρό πλεύσιμο κανάλι , θα σε θυμάμαι να μορφάζεις σαν το μικρό παιδί και να παίρνεις πόζες πειραγμένης γυναίκας, λέγοντας δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου”. Και θα ‘ναι τ’αδύνατο μαζί σου μια στέρεη πιθανότητα Μάτση. Αντίο γι’απόψε Μάτση.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου του Κλέωνα και της Βιργινίας γεννήθηκε στα 1914. Έζησε στο Παρίσι, την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, παντρεύτηκε και αγάπησε παράφορα τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Κάτι λιγοστά ποιήματα που έγραψε αφήσανε ανεξίτηλο το σημάδι τους στην λογοτεχνία μας. Και όλο επανέρχεται σήμερα, έχοντας κερδίσει μια ζωή δίχως ηλικία. Απ’όπου περνά ξυπνά η συνωμοσία των γυμνών σωμάτων του Σωτήρη Κακίση, αφού τέτοια ήταν πάντα η ποίησή της. Αθεράπευτα σωματική, αυτό μόνο.
Για την Μάτση, ρουτίνα υπήρξαν όλα τα είδη της αγάπης. Με τα σβησμένα της τα μάτια, με τους θυελλώδεις της στίχους, αυτό θέλησε να πει, αυτό μόνο, Τραγουδώντας ακούραστα, τον Μάη, τον Ιούνη, κάποιον Νοέμβρη. Μέσα της κύλησε ο ήλιος και μια απέραντη αγάπη. Είπαν τη γραφή της αυτοματική, εγώ λέω πως χάρισε παντού άυλα φιλιά και μια πικροδάφνη, να ακουμπά η ελληνική ποίηση και να θυμάται μια από τις πιο υπέροχες στιγμές της.
Απόστολος Θηβαίος