Η Κορντίλια και άλλα

© Dorothea Lange

Ένας κόπτης ποιητής

[…για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που παραστάθηκε στα ποιήματα σε καιρούς δύσκολους και όμως. Στο φόντο η μουσική του Μάνου, το πιάνο της Ντόρας Μπακοπούλου και εγένετο ποίηση…]

Το φέρνω στο νου μου να διαβαίνει τους αρχαίους δρόμους της Θήβας. Έχει πέσει η νύχτα, εκείνη η ώρα που κρύβει τον κόσμο από τα μάτια των ανθρώπων σήμανε και πάει. Σε λίγο οι επιστάτες θα σβήσουν το λυχνάρι τους και αργά θα κινήσουν για τ’όνειρο.

Και μήτε που θα συλλογίζεται κανείς πως εκεί έξω, στους δρόμους της Θήβας θα  περνάει ο έμπορος πραματευτής, ένας κόπτης ποιητής που έζησε ταξιδεύοντας. Μοιάζει με επίγραμμα ο ίσκιος του έτσι που περνάει από τους έρημους τους δρόμους, τους αθεράπευτα στοχαστικούς. 

Εμπρός εκείνος και πίσω το γαϊδουράκι του, ρυθμικά και βαριεστημένα, με το γυρτό κεφάλι, με τα θλιμμένα μάτια του. Τι να συλλογίζεται άραγε, μην τάχα αναμετράει τη ζωή του για να την έβρει μονότονη και δυστυχισμένη; Ή πάλι μόνο προχωρεί, απολύτως φυσικά, δίχως καμία έγνοια. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ, μήτε και ο κόπτης ποιητής που περνάει σαν άνεμος μέσα από τις συνοικίες της αρχαίας Θήβας και το’χει συντροφιά του και γνωρίζει για εκείνο όσο κανείς τις συνήθειες και το φέρσιμό του.

Γιατί είναι δύσκολο , λέει, πολύ να διαβάσει κανείς το ένστικτο του κόσμου. Γιατί είναι όνειρο ετούτη εδώ η νύχτα που περνάει, με την μπάντα της να παιανίζει σε ντιβάνια και στέκια ύποπτα. 

Γιατί, αν τάχα ο κόπτης ποιητής από τις Θήβες έβρισκε τι τάχα να τριγυρίζει το νου του πιστού του συντρόφου, ευθύς θα εξηγούνταν όλα τα αινίγματα του κόσμου. Και όλες οι αξίες και τ’ανεξήγητο της άλλης της πλευράς, ο ρυθμός εντός μας, όλα θα πέθαιναν. Και οι νύμφες και ο Υδριάδες των επιγραμμάτων και ένα σύμπαν ακέραιο, τ’αοράτου.

Για αυτό, όταν οι δυο τους σταθούν για μια στιγμή στην άκρη του δρόμου, πλάι στη φωτιά , εκείνος  θα κοιτάξει τον στυγνό Ωρίωνα και απολύτως εσπερινός θα σκαρώσει δυο τρεις στίχους. Και την ύλη την ανυπόταχτη, την ομορφιά την μεγάλη, τη σοφία του ζώου του, όλα θα βρει τον τρόπο να τα βάλει μες στις λέξεις του. Προτού να φέξει, με το ρούχο του να σέρνεται στο χώμα, το δρόμο θα πάρει μαζί με το πιστό του ζώο.

Η μέρα τότε τρέμοντας θα έρθει με όλη της τη δόξα και με χρώματα. 

Και θα ‘ναι η ποίηση αυτό και μόνο.

Όσο για το γαϊδουράκι, για αυτό μην με ρωτάτε. Θα χαθεί στην προοπτική του δρόμου για να φανεί ξανά σε εκείνο το ωραίο τραγούδι με τους στίχους του Χριστιανόπουλου με το πυκνό το νόημα, με τ’απέριττο και με τη συγκίνηση του που μας λείπει. Με αυτή πρωτίστως.

Κιθάρες

Κώστας Καρυωτάκης

[…και η ποίησης το καταφύγιο που φθονούμε…]

Στάθηκε έξω από τη βιτρίνα του μαγαζιού. Η νύχτα περνούσε καμαρωτή, φορώντας τους γοφούς της πεταλούδας ή κάτι τόσο απόκοσμο και αμετάφραστο, σχεδόν ποιητικό. Οι καινούριες κιθάρες πόζαραν καλοκουρδισμένες, όλες τους βαλμένες με στυλ και φροντίδα για να διεγείρουν τις επιθυμίες των ανθρώπων. Ήταν ωραίες, γεμάτες τραγούδια και ακόρντα και παραμορφώσεις που δεν βάζει ο νους τ’ανθρώπου.

Μα περισσότερο από όλες του άρεσε μια κρεμασμένη στο μέσα τοίχο του μαγαζιού. Δεν την έλουζαν τα φώτα των προβολέων. Ήταν εκεί για λόγους διακοσμητικούς. Ίσως να ‘χε βρεθεί σε τίποτε σκουπίδια, στριμωγμένη ανάμεσα στα ληγμένα όνειρα που πετούν οι άνθρωποι τις νύχτες. Ίσως πάλι ο παλιός της ιδιοκτήτης να ‘χε πια χαθεί και κάποιος να την έφερε εδώ πέρα, δίχως πια καμιά επιθυμία να την κρατήσει.

Αυτή λοιπόν, η παλιά κιθάρα, η ξεχαρβαλωμένη της νεοελληνικής ποίησης, αυτή ίσως να’ταν η αιτία που περνούσε κάθε βράδυ από εδώ. Σαν να’χαν δεθεί οι δυο τους με έναν αόρατο δεσμό. Ή πάλι, σαν να νιωθε εκείνος το τέλος το μαρτυρικό της παλιάς κιθάρας, της κρεμασμένης. Τη φανταζόταν με ανθρώπινη υπόσταση, με νευρώνες και αισθήσεις και μέρες ατέλειωτες, μελαγχολικές, σαν τις δικές του. Την έπλαθε σαν την κοιμωμένη κάποιου πίνακα, που αν τάχα την άγγιζε κανείς ευθύς εκείνη θα τραγουδούσε όλες τις μελωδίες που ‘χε φυλαγμένες. Ένα φιλί ή ένα ακόρντο περίμενε και εκείνη για να ξυπνήσει και πάλι η χαμένη της ομορφιά, εκείνη που ‘παν πως είναι η μόνη του κόσμου δικαιοσύνη.

Και άλλωστε, εκείνη η κιθάρα του θύμιζε πολύ τον εαυτό του. Καρφωμένος πάνω στους τοίχους της ζωής του, ξένος για όλους, ένας άνθρωπος ανώνυμος και νικημένος σαν κάθε άλλον, έμοιαζε με νησί, μια λιτή γραμμή που ξέρει καλά τι θα πει αιωνιότητα. 

Μια μέρα θα την κάνει δική του. Και αν τάχα του τ’αρνηθούν, εκείνος θα περνάει από εδώ τις νύχτες, ο τελευταίος της γενιάς του ‘30. Για να θυμηθεί από την αρχή, πως τίποτε δεν είμαστε έξω από κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, κάτι απίστευτες αντένες.

Σχεδιάσματα της Ζωής μας

Έξοδος


XII

Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες

γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν

μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,

ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.

Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν

εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.

Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά

το ξεροκάλαμο περνά.

Τέτοιες μέρες πάλευε το Μεσολόγγι να σταθεί όρθιο. Ο λόρδος Βύρωνας, ο Μάγερ και οι άλλοι, σχεδίαζαν την τελική τους έξοδο, όσο η ζωή στην πόλη γινόταν μια υπόθεση δύσκολη και απάνθρωπη. Παντού σκιές θ’αντίκριζες, κορμιά λιπόσαρκα, καταποντισμένα μάτια μες στις κόχες τους. Είχε βρει ο θάνατος τον τόπο του και θέριζε και πλήθαινε τις στρατιές του. Και σαν γράφτηκαν οι πιο σκοτεινές σελίδες της Ιερής αυτής Πόλεως , όλοι σκύψανε το κεφάλι και όλοι συλλογιστήκανε το μαρτύριο, τις ώρες τις στερνές, τις εκατόμβες των νεκρών.

Μόνο ένας λογάριασε πως άξιζε όλου του κόσμου η δόξα για εκείνους που υπερασπίστηκαν το Μεσολόγγι. Για τις μητέρες, για τους ανδρείους, για τα παιδιά και για τους ξένους που δόθηκαν με πάθος στην τέχνη της επιβίωσης, στο αγώνισμα το πιο μεγαλειώδες. Με άλλα λόγια, σε μια γενναία προσπάθεια του ανθρώπου. Μόνο ένας έβαλε στο χαρτί τις τρομερές στιγμές, τις πληγές πάνω στις οποίες σφυρηλατήθηκε το εθνικό μας φρόνημα, μόνο ένας το κατάφερε. Και στάθηκε στη μέση του Αγώνα, εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.

Και η Έξοδος του Μεσολογγίου χαράκτηκε στο τέμπλο της ζωής μας, της τωρινής και κάθε άλλης. Να έρχεται μαύρο πλοίο με αναμμένα του όλα τα φανάρια, εκείνο το Μεσολόγγι, ένα πλεούμενο τσακισμένο, μια υπενθύμιση θάρρους και αντίστασης, της δοκιμασίας πάνω στο σταυρό της Ελευθερίας. Και παντού να παιανίζουν οι στίχοι του Ιερομόναχου, Διονυσίου Σολωμού, καθώς η ιστορία μες στις εκκωφαντικές αποστάσεις του χρόνου παραδίδεται στον μύθο. Σου μιλώ για το ροδάνι του κόσμου, τη μόνη βεβαιότητα. Δεν σου μιλώ για Σολωμό και ρεύματα ποιητικά, μα για την ανθρώπινη πλευρά της ποίησης μας, εκείνης που έβαλε στο χαρτί τη δόξα μα και την ανθρώπινη δυστυχία, ένα μέγεθος αντάξιο παραφροσύνης.

Απρεπή

Διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις Θεόν. Και διότι κατ’αναλογία το φρόνημα της ποιήσεως στέκει έχθρα εις τον καιρό της άφταστης λογικής, της επιστήμης, της εξήγησης. Και όμως κάτι πλανάται στον κόσμο, μια ατμόσφαιρα ανεξήγητη. Οι λαοί την είπαν μοίρα , πέσανε στα πόδια της, εκείνη περιφρόνησε τις ανθρωπότητες και παράδωσε τα πάντα στο παρανάλωμα. Εκεί στ’ανάμεσα της λογικής και του θαύματος ευδοκίμησε η ποίηση. Με τα φτερά της πέταξε σαν την πεταλούδα που στέλνει ένα σινιάλο στην άλλη πλευρά του κόσμου, κινώντας τους μηχανισμούς των άστρων. Ήταν η ποίηση, ο πρώτος και τελευταίος Φοίνικας όλων των αιώνων. Ντύθηκε λέξεις, ζωγραφιές, ρυθμούς, φόρεσε προσωπεία και υποκλίθηκε σε σκοτεινούς θεούς. Σήκωσε όλο το βάρος της ευθύνης μας, στην πορεία για τ’αγαθό και το χάρισμα της αλλοτινής δροσιάς που αναπτερώνει τα πάντα. Κανόνες δραματουργικούς υπηρέτησε, χάραξε κύκλους και μετεβλήθη σε φενάκη. Μα ήταν η ποίηση τ’αποκούμπι κάθε γενιάς. Εκεί μεγαλούργησε κάθε αμφισβήτηση και τέθηκαν τα θεμέλια της προσπάθειας που θα μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία. Η ποίηση, κυρίες και κύριοι, στην πρώτη γραμμή της άμυνας που υπερασπίζεται τον παραλογισμό, την αμφιβολία, την αδεξιότητα αλλά και την απρέπεια του έρωτα. Η Μαλβίνα το είπε. Και απόψε ποιητικώς αυθαιρετώντας, όλα τα μεταφράζω κατά το θυμικό μου και θέτω ευθύς όλους τους μηχανισμούς της τέχνης στ’αδέξιο ταλέντο μου. Και όλο κοιτώ μα τίποτε δεν βλέπω, όμως αισθάνομαι και έπειτα παρηγοριέμαι πως κάπου μες στο δωμάτιο, αν το θέλει, φτερουγίζει κάποτε μια πιθανότητα, το θαύμα, το πάντα εφικτό. Η ποίηση. 

Κορντίλια

Σκηνικό γιορτινού δρόμου. Κάποια απ’αυτές τις γυναίκες είναι ίσως η Κορντίλια. Καμιά δεν θα’θελε να είναι η αλήθεια και όμως κάποια από αυτές είναι εκείνη. Με την τρομερή της μοίρα που θα συγκινούσε και τον πιο σοφό ιερέα. Για να της δώσει άφεση αμαρτιών, για να της συγχωρέσει όλες τις πράξεις τις φριχτές, το τρομερό που την καταδιώκει.  

Μα τι συμβαίνει στ’αλήθεια με την Κορντίλια; Κάτι θα ξέρετε, κάτι θα ξέρετε. Και δεν το λέτε, επειδή είστε ένας στυγνός κλέφτης ψυχών, ναι, αυτό είστε. Απομνημονεύστε το , να μην το ξεχάσετε, ίσως θα πρέπει να προστεθεί στην επαγγελματική σας κάρτα. Κάτι τέτοια καθάρματα, τ’αξίζουν το ρόλο τους. 

Έπειτα ακούστηκαν δυο απότομοι ήχοι. Σαν να χτυπά κανείς μια σιδερένια πόρτα. Ίσως ακούστηκε κάπου εκεί ανάμεσα και μια κραυγή, μα κανείς δεν είναι βέβαιος. Μήτε το κάθαρμα που παίρνει καταθέσεις εδώ και τρεις μέρες και πίνει μπύρες στο υπαίθριο μπαρ. Δεν έχει καν την ικανότητα να προσέξει τον αδελφό ποιος ξέρει τίνος τάγματος, που ξημεροβραδιάζεται, τάχα δοσμένος στην προσευχή του. Όλοι τον έχουν προσέξει, όπως και το ότι διαρκώς ρωτά αν βρέθηκε ο φονιάς και πως προσεύχεται ολημερίς για αυτό το σκοπό και σφίγγει το σχοινί στη μέση του, όπως ακριβώς παρασέρνει το θύμα του στην ψεύτικη καλοσύνη του, την όλο τεχνάσματα και ευγένειες προσποιητές. 

Η Κορντίλια έπεσε νεκρή. Με δυο πιστολιές σαν ήχους σιδερένιας πόρτας, ήχοι  ανθρώπου που σπάει τα δεσμά του. Ήταν μοιραίο το τέλος της, είπαν για εκείνη στη συνοικία. Και έπειτα ήρθε το καλοκαίρι και το θέμα ξεχάστηκε ώσπου βρέθηκε ακόμη μια νεαρή νεκρή, πιθανότατα από τον ίδιο εκείνο φονιά. Και τότε βγήκαν οι κάτοικοι που κάτι τέτοιες ώρες παίρνουν το νόμο στα χέρια τους. Και μες στη θύελλα, πολλοί καταδίκασαν εκ του προχείρου όσους μισούσαν για λόγους προσωπικούς και δεν ήσαν λίγα τα δράματα. Αι τρομεραί συνέπεια της λαοκρατίας, έγραψε την άλλη μέρα μια φυλλάδα και στο χρηματιστήριο οι μετοχές κατρακύλησαν. Ο φονιάς δεν βρέθηκε ποτέ.

Όπως και να’χει όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε για το σκηνικό εκείνου του γιορτινού δρόμου. 

Α.Θ