
[..λάμψεις ψαριών και πίσω μια σειρά ροδακινιές.
Και εμείς στα υπερώα της θαλάσσης, λέει,
λυτρωτικά περνώντας τις μέρες
και τις νύχτες μας
μες στις φωτογραφίες…]
ι. Το πολύ καλοκαίρι
ήταν τόσο πολύ το καλοκαίρι. Σαν από ζωγραφιές, το λιγότερο άνθρωποι όλοι τριγύρω και το περισσότερο θεοί, φιγούρες της τέχνης να κλώθουν, λέει τη μοίρα και τη συμφορά μας, κρατώντας άπιαστη και για αυτό ωραία την ευτυχία μας. Ίσως η στιγμή να’ταν μεγάλη, ίσως να μην χωρούσε μες στο τίποτε, με τις σπασμένες λέξεις του. Αν προσπαθήσει ο κόσμος μπορεί να γίνει έρωτας κάτι μεγάλο και ένδοξο, κάτι παραπάνω από λέξεις.
Και το σπίτι, σαν απρόσεχτο σκίτσο, έστεκε στην απάνω γωνιά του, μόνο και τόσο μα τόσο αφαιρετικό, σχεδόν τα σπλάχνα του προβάλλονταν πιο πέρα από τον πίνακα. Ήθελε να μπορεί να μην επιστρέψει, μα κάθε τόσο άκουγε τις φωνές, εκείνος πάλευε να αντισταθεί βεβαίως μα ήταν μάταιο. Τώρα κυμαινόταν κάπου στην ενδοχώρα της σκηνής, μπορούσες μόνο να διακρίνεις την όψη του, εκεί στο βάθος, στην κόψη ακριβώς του κρεβατιού. Από εκεί και πέρα, ανοίγονται γκρεμοί, τα νερά παραμένουν αχαρτογράφητα, ο κίνδυνος συνιστά μια βέβαιη εκδοχή.
Και έπειτα είναι οι φωνές που του ζητάνε να επιστρέψει από τον παραλογισμό μιας μοναδικής ευτυχίας, μια έκκληση τόσο παράλογη, όσο και αμφίβολη και αδέξια. Μια απρέπεια του έρωτα, λένε τα κορίτσια από τα εξώφυλλα των περιοδικών, ποζάροντας με του Ελυάρ τον ήλιο και με το φεγγάρι. Ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για νοσοκόμους, αγγέλους που περνούν με τα φτερά τους ακουμπισμένα πάνω στα φορεία της εφημερίας, ξυπνώντας τον από τη νάρκωση. Με ένα χαμόγελο τους όλα τριγύρω γίνονται κλασικά. Και η μέρα στους τομογράφους του κόσμου που γυρεύει τις απαντήσεις.
ιι.
Βιτρίνα κρεοπωλείου
Έγραφε ακριβώς, λευκός μοσχαρίσιος λαιμός. Ή χοιρινός, κανείς δεν θυμάται ακριβώς. Τα παρακάτω περιλαμβάνονται στην κατάθεση του νεαρού από τον πάγκο του κρεοπωλείου της υπεραγοράς. Ράιν Φέδερ, αυτό ήταν το όνομά του.
Λοιπόν Ράιαν, άλλη μια φορά. Και ο Ράιαν τους εξηγεί με κάτι μάτια κόκκινα, σκέτο αίμα πώς έχουν τα πράγματα. Περίπου κατά τις πέντε το απόγευμα καβάλησε τη μοτοσικλέτα του και κατευθύνθηκε προς την υπεραγορά. Πάρκαρε όπως πάντα, ενοχλήθηκε από χίλια πράγματα όπως πάντα, περπάτησε όπως πάντα, κοίταξε όπως πάντα. Σε λίγο βρισκόταν μες στα φώτα του καταστήματος. Θα πρέπει να τον συγχωρέσουν, ο νους του σκορπίζει, υπάρχουν ακόμη σημεία σκοτεινά, πίσω από τα πέπλα. Το πλήθος κυκλοφορούσε στα καλύτερα του εκεί μέσα. Ολόκληροι τομείς από χιλιάδες προϊόντα κατέκλυζαν την τεράστια αποθήκη. Οι άνθρωποι χάνονται στους διαδρόμους, στρίβουν ξαφνικά και δεν τους ξαναβλέπεις ποτέ, ίσως κάποτε να περνούν από το πλάι σου και εσύ να έχεις μια αίσθηση, λέγοντας κάτι ξέρω για αυτό, κάτι ξέρω.
Στάθηκε με το νούμερο του, ένας πραγματικός κύριος. Η σειρά της αναμονής ήταν μεγάλη, ωστόσο οι υπάλληλοι του κρεοπωλείου ήσαν καλά εκπαιδευμένοι και μπορούσαν να προχωρήσουν τη δουλειά εκτελώντας κάθε τους εργασία με προσοχή και με πρόγραμμα. Σε λίγο θα ερχόταν η σειρά του. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη, έψαχνε απεγνωσμένα στη βιτρίνα, κάπου ανάμεσα σε εκείνο το αίμα, θα υπάρχει κάτι και για αυτόν. Ο υπάλληλος είχε διακρίνει τη νευρικότητά του και τα έκανε όλα χειρότερα καθώς ακόνιζε τακτικά το μαχαίρι του. Κάθε τόσο ακουγόταν ο ήχος της λάμας πάνω στο τρυφερό κομμάτι. Στη βιτρίνα διάβασε, λευκός, μοσχαρίσιος λαιμός. Ένα μακρόστενο φιλέτο κρέας πόζαρε μόνο για εκείνον στη βιτρίνα. Ο τύπος ακόνιζε το μαχαίρι του, κόσμος ερχόταν και έφευγε, ο λαιμός γινόταν πιο μοσχαρίσιος, πιο λευκός από ποτέ, σαν τόξο ουράνιο που αφήνει υπαινιγμούς στο βάθος του ορίζοντα.
Επανέλαβε δεκάδες φορές, λευκός, μοσχαρίσιος λαιμός και ξαφνικά κατέρρευσε δίχως προειδοποίηση. Το πλήθος παραμέρισε, ο υπάλληλος τύλιξε το λαιμό και τον έδωσε στην κυρία. Και από τότε ο Ράιν επαναλαμβάνει, ο Ράιαν Φέδερ, επαναλαμβάνει. Και κλαίει στα κρυφά, κρυμμένος σε κάποιο τραγούδι και προσποιείται πως δεν θυμάται τίποτε. Ενώ στην πραγματικότητα, από όλη αυτήν την ιστορία μένει το γεγονός πως το λευκό μοσχαρίσιο λαιμό θα κερδίζει εκείνη ή εκείνος που αντέχει περισσότερο από όλα,, δίχως να σπάσει, δίχως να παρασυρθεί όπως η φυλλωσιά.
Ιιι. Peach Trees
Όλο παίζει μαζί μου, κρυμμένη μες στις ροδακινιές, δανείζεται το φέρσιμο και το χρώμα της από τα δέντρα. Είχα διαβάσει για εκείνη μες στα παραμύθια, μα τότε δεν είχα δώσει σημασία. Και όμως απόψε, όλα επιστρέψανε ξαφνικά. Και εκεί μες στην βοή της πόλης, την είδα να τρεμοπαίζει σαν άστρο των πεζοδρομίων. Και είπα, πως επέστρεψαν τα πιο σκοτεινά μου χρόνια, η μικρούλα μου ζωή επέστρεφε. Τρόμαξα, έκανα πίσω, φοβήθηκα πως η πολιτεία θα σπαράξει όλα μου τα ίχνη, την είδα ξανά που αναβόσβηνε σαν καρδιά στο στερέωμα, αρκετά μέτρα πάνω από τις ζωές μας. Πέρασα τη λεωφόρο, είπα να την ακολουθήσω, δεν έκανα πίσω. Και όσο περπατούσα όλα γίνονταν λίγο πιο πεθαμένα και ο κόσμος ριχνόταν στα νερά για να πνιγεί ή να σωθεί, κανείς δεν ξέρει. Εμπρός μικρούλα, βάλε μου δύσκολα και εκείνη ξεγλιστρά ανάμεσα στα τροχοφόρα, σκαρφαλώνει στη νησίδα, κοιτάζει σαν να μετράει τον καιρό, μια τους δρόμους, μια εμένα. Και τότε χάνεται σαν ηχώ κάποιου υπερσυντέλικου ή ακόμη παλιότερου χρόνου. Και όλα το χρονικό και οι σταθμοί της ζωής σου, Αθήνα, Κόρινθος, η πιο τρομερή μοναξιά σου, όλα προβάλλονται στα φιλμ της νιότης σου.
Δεν την ξανάδα ποτέ. Τη μικρούλα δεν την είδα ποτέ ξανά. Μόνο σε κανένα ποίημα τη συναντώ, μα μόνο για λίγο, καθώς αμέσως την κερδίζουν μπλε, επικίνδυνα φώτα. Και εγώ πια έπαψα να’μαι παιδί. Καταλαβαίνετε, είμαι βέβαιος.
iv. Λάμψεις ψαριών
Χρειάστηκε να βάλει όλη του τη μαεστρία, να οπλιστεί με θάρρος, με κουράγιο. Ο καιρός τον είχε πάρει στο κατόπι, όλα κινδυνεύανε, ο κόσμος έτρεμε. Μήτε ο Χριστός δεν θα μπορούσε να βαδίσει πάνω σε τούτα τα νερά. Ταύροι και δράκαινες και άλλα αιώνια πλάσματα ορμούσαν στη βαρκούλα τη μικρή να την καταπιούν, να την χαλάσουν. Μα δεν το βαζε κάτω αυτή και όλο τραβούσε στ’απέναντι λιμάνι. Θα προλάβει, το χαλασμό θα τον προλάβει, θα το δεις. Όλη την ώρα κάνει σινιάλα με το φακό του, φοράει τη νιτσεράδα και μετράει το ρυθμό της θάλασσας μήπως καταφέρει να σωθεί. Τα ξύλα, αυτά μονάχα θα μπορούσαν να τον προδώσουν. Και μια και δυο η βαρκούλα του τσακίζεται, σαν τάχα όλη η άσχημη μοίρα του κόσμου να ακούμπησε πάνω στο σκαρί της. θαρραλέας, της πεισματάρας, της ποιητικής αυτής βαρκούλας.
Το πρωί τον βρήκαν οι άνθρωποι του λιμανιού. Έπεφτε μια μαύρη κηλίδα ανάμεσα στις λάμψεις των ψαριών. Και έτσι υπέθεσαν. Και είχαν δίκιο, είναι τόσο άσχημο. Μα είχαν. Είχε το σχήμα του ύπνου και τα μάτια του ήταν βρεγμένα.
Απόστολος Θηβαίος