
[…στα ηχεία, Birds of a Feather και “ποτέ μου, ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα, πως είμαι καλύτερα μόνος, πως θα τα κατάφερνα καλύτερα, δίχως εσένα”…]
Οι Χαιρετισμοί
ή αλλιώς
Οι νύχτες της Μαίρης
[…χαῖρε ἡδύπνοον, κρίνον Δέσποινα, πιστοὺς
εὐωδιάζον· θυμίαμα εὔοσμον, μύρον πολύτιμον…]
Ψαλμός, Α’χαιρετισμοί
Πάει καιρός που ταξιδεύει. Μπορεί επισήμως ο καθένας πια να ισχυριστεί πως, η Μαίρη δεν διαθέτει καμιά πατρίδα. Πάει καιρός που έχει να λάβει κάποιο γράμμα ή ένα τσεκ ταξιδιωτικό, μια μαρτυρία πως κάπου προχωρεί η παλιά της ζωή. Θα νιωθε τέτοια λύπη, αν έπρεπε να φορτωθεί και αυτές τις τύψεις. Της φτάνουν τα ατέλειωτα μερόνυχτα , δεν χρειάζεται να κουβαλά την ευθύνη για ακόμη έναν θάνατο.
Μένει σε ένα παράπηγμα λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Τίποτε σπουδαίο, μόνο κάτι χαρτονένιοι τοίχοι και μια πόρτα που αρκεί ένα σπρώξιμο για να ανοίξει σε όλο της το μεγαλείο. Μα είναι ότι έχει, ένα μέρος για να επιστρέφει. Και ας είναι ανίκητη η παγωνιά και ας περνάει ο αέρας από τα χάσματα του υλικού, η Μαίρη έχει ένα μέρος για να επιστρέφει. Και όταν κανείς ζει στο δρόμο, τέτοια πράγματα έχουν σημασία.
Απόψε η βραδιά μοιάζει γλυκιά. Σαν να μύρισε η άνοιξη τριγύρω, συνωμοτικά όλοι το λένε μα κανένας δεν τ’ομολογεί. Μα η άνοιξη, Μαίρη, να την , φθάνει έρχεται, κοίταξέ την. Διψάει γι’άστρα απόψε η Μαίρη και αφήνει μισάνοιχτη την ετοιμόρροπη πόρτα. Απ’έξω έρχεται μια μυρωδιά γιασεμί και το βαρύ νοιάξιμο του νυχτολούλουδου. Λίγο πιο πέρα από τις αερογέφυρες που σκίζουν τον ορίζοντα, αρχίζει η πόλη. Όλες οι ευκαιρίες και όλοι οι κίνδυνοι παραμένουν πιθανότητες ανοιχτές, σαν χριστουγεννιάτικα στερεώματα. Όμως, όχι εδώ, όχι εδώ.
Την διέκοψε μια ανεμοσυρμή. Την άκουσε που περνούσε χαμηλά από το χώμα, έλεγαν για αυτήν κάτι παλιόχαρτα που επιδόθηκαν σε ένα τρελό βαλσάκι. Τότε ήταν που έπεσε μια σκιά πάνω από την πόρτα, η Μαίρη κουλουριάστηκε στο ντιβάνι, ένας άνδρας , περισσότερο μια μεγαλόσωμη σκιά με εντυπωσιακά μεγάλα χέρια στάθηκε στο κατώφλι. Η Μαίρη είχε ακούσει για άγριες δολοφονίες και έτσι πίστεψε πως κάπου εδώ τελειώνουν τα ψέμματα.
Και αν δεν ήταν η ομορφιά του, η τόσο μαγνητική, θα το ‘χε βάλει στα πόδια. Ο άνδρας εκείνος, φερμένος από τον κόσμο των αοράτων αφού τέτοια ομορφιά δεν θα αντέχαμε ποτέ, γονάτισε εμπρός της. Κοίταξε μια φέτα ουρανό που φαινόταν πίσω από την ανοιχτή πόρτα και της φάνηκε πως χορεύανε τ’άστρα και πως το φεγγάρι δεν είχε πια τη θέση του, παρά κυλούσε εδώ και εκεί. Αυτό θα εννοούσαν Μαίρη, σαν τραγουδούσαν οι ποιητές τα μεγάλα φεγγάρια της μοναξιάς μας. Ο άγγελος της ψιθύρισε δυο λόγια, κέδρος και κανέλλα, αυτό θυμάται από εκείνη τη στιγμή. Σαν κίνησε να φύγει από όπου περνούσε θυμάται πως όλ’ανθίζαν και ήταν απερίγραπτη η ειρήνη στον κόσμο.
Και η Μαίρη μονάχη της, φύλλο από κάποιο ποίημα του Ουνγκαρέτι, σαν να γέλασε. Πρώτη φορά εδώ και καιρό μπορούσε να χαμογελάσει. Ακούμπησε χαμηλά την κοιλιά της, ένιωσε που γεννιόταν μέσα της, κάτι βαθύτερο απ’άνθρωπο, μια καρδιά ίδια ωκεανός. Κάθε τόσο συλλογιζόταν πως όλα ήσαν μια τρέλα, μα ύστερα θυμόταν τη μυρωδιά του αγγέλου, τα λόγια του, τ’απόκοσμο της μορφής του. Και ήξερε πως έπρεπε αδιαπραγμάτευτα, να πιστέψει, σαν λογάριαζε όλη εκείνη την αγάπη που έβαλε ανάμεσά τους ο άγγελος πριν μιλήσει. Το παραμύθι αρχινούσε, και η δροσιά του δρόμου που βγάζει στ’αγαθό, έπεφτε πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα.
Και τώρα που ο πόλεμος τελειώνει, τι θα κάνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε με όλες αυτές τις αναμνήσεις; Όλα θα ξεχαστούν και οι καινούριες μας πόλεις θα σβήσουν τα ίχνη. Τίποτε να μην αποκαλυφθεί για όσα συνέβησαν, για κάτι βραδινά τροχιοδεικτικά που χάθηκαν στο στερέωμα, τώρα και για πάντα. Θα έρθουν δύσκολα χρόνια, όλα θα μας ξεχάσουν και οι φίλοι μας θα ξεγλιστρήσουν σαν τα τραγούδια σε ένα ράφι κάπου βαθιά μες στις καρδιές μας. Θα έχουμε γίνει άλλοι ως τότε.
Ο καιρός θα περάσει, η πραγματικότητα θα βρει τον τρόπο. Ότι θυμόμαστε θα διασώζει όσα χάσαμε από έναν δεύτερο θάνατο, είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Και δεν θα ξεχωρίζει ο θύτης από το θύμα, μόνο το νόημα που θα περισσεύει, μόνο αυτό θα ξέρει να μας πει την αλήθεια.
Μα όταν θα θέλεις να θυμηθείς, πώς ήταν να χορεύεις μες στα συντρίμμια , πώς έμοιαζε η νύχτα με χαμηλά φώτα και δίχως προοπτική και όταν θα θέλεις να θυμηθείς τις σιωπές των καταφυγίων κάνε μια βόλτα ανάμεσα στις πόλεις που καταποντίζονται. Και μην την τρομάξεις εκείνη τη νεαρή χορεύτρια που εκτελεί παράτολμες ασκήσεις πάνω στις πέτρες. Είναι η ζωή μας που επιμένει κόντρα σε όλες τις καταστροφές. Δεν ήταν ποτέ μονάχα μια χορεύτρια του κλασσικού πολέμου, εκείνου που εκτυλίσσεται με αίμα και παγωμένα πρόσωπα. Και αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να σας πει ο Μπάνκσι.
Παγκόσμια Ημέρα κατά της Σχολικής Εφηβείας
6/3
Στις 6 του Μάρτη τα ημερολόγια γράφανε με ψιλά γράμματα, παγκόσμια ημέρα κατά της σχολικής βίας. Μα ο γιος μου στο σχολείο του δεν πληροφορήθηκε το παραμικρό, μήτε που του μιλήσανε οι δάσκαλοι. Και συλλογίζομαι πως είτε η βία τέλειωσε σε αυτόν τον κόσμο και τώρα πια οι άνθρωποι μάθανε να λύνουν ειρηνικά τις διαφορές τους. Ή πάλι πως πάψαμε να μιλούμε για όλα αυτά και περνάμε πια στην εποχή της πρόστυχης πράξης. Ή πάλι τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη και η μέρα ξεχάστηκε κάτω από σορούς θεωρημάτων και της ιστορίας που συνοψίζεται πανηγυρικά, κάθε χρονιά και περισσότερο στα φριχτά βιβλία.
Άλλωστε φροντίσαμε να διδάξουμε στα παιδιά μας πριν από μια εβδομάδα τον τρόπο με τον οποίο παίζεται το παιχνίδι. Και τους δείξαμε με αναλυτικά πλάνα, τι σόι πράγμα που είναι αυτή η βία και πώς ξέρει να επιβάλλεται στις κοινωνίες, γκρεμίζοντας τον κόσμο από μέσα. Σαν να πρόκειται για μια προδοσία, ακριβώς αυτό.
Θα μου πείτε, τι καταπιάστηκες με όλα αυτά, τι μπορεί να καταφέρει μια και μόνη μέρα, περνιέσαι τάχα για ευαίσθητος; Πόσο δίκιο έχετε όλοι εσείς που το πιστεύετε αυτό. Να ξέρετε πως έχω από καιρό πάψει να κρύβω την ευαισθησία μου, όπως ο καθένας που κινδυνεύει εκεί έξω, να κατηγορηθεί για αδυναμία. Μα εγώ τάσσομαι στο πλευρό του γλυκύτατου Σνούπυ που βρίσκει τη μαγική συνταγή – ας ήταν έτσι, μόνο ας ήταν έτσι Θεέ μου – στη δύναμη του φιλιού σε κάποια παλιά λεζάντα.
Ανάξιος
σχεδίασμα
Ο κύριος Χέιν βγαίνει τις νύχτες. Δεν μπορεί να αντέξει τον εαυτό του. Πάει καιρός που ‘χει πειστεί για το ανύπαρκτο ταλέντο του. Για την αδυναμία του να ολοκληρώσει εκείνο το μεγάλο μυθιστόρημα που στάθηκε ο μεγαλύτερος αγώνας της ζωής του. Και έτσι όταν δεν τον χωρούν οι τοίχοι του γραφείου του – αγαπητή μου Σίλβια, δεν πετούν πάντα οι λέξεις σαν περιστέρια μες στην κακοφωτισμένη κάμαρη, όλα ήταν ψέμματα – παίρνει τους δρόμους. Μα δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο σε όλο αυτό. Ο κύριος Χέιν τραβά για το μπαρ “Κλεψύδρα” κάπου στο κέντρο της πόλης. Για εκείνους που φοβούνται τον εαυτό τους, για όσους τρεκλίζουν σαν φεγγάρια εκεί έξω, ένα μπαρ που διανυκτερεύει, μοιάζει με ένα μοναδικό καταφύγιο.
-Εμπρός Τζέικ, βάλε μου να πιω.
-Πίστεψα πως απόψε θα τα κατάφερνες.
-Όχι, όχι Τζέικ, ήταν και αυτή μια βραδιά σαν κάθε άλλη.
-Καμία βραδιά δεν μοιάζει με την άλλη.
-Κάθε κανόνας διαθέτει μια εξαίρεση.
-Κάπου το έχω ακούσει αυτό κύριε Χέιν.
-Σίγουρα, πολλοί σοφοί περνούν από τούτα τα μέρη.
-Έχετε δίκιο κύριε Χέιν.
-Πάντα έχω δίκιο. Πες μου, πόσο κρατάει ακόμη η κλεψύδρα σου κύριος;
-Ω, κύριε Χέιν, έχει τελειώσει από καιρό.
-Είμαι ανάξιος, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;
-Απλά κύριε Χέιν, δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα.
Η πόρτα κουδουνίζει, μια ψηλόλιγνη φιγούρα στέκει στην πόρτα του μαγαζιού. Πλησιάζει μα το βάδισμά του δεν μοιάζει με τίποτε. Δεν ακούγεται το παραμικρό. Το ντύσιμό του είναι αψεγάδιαστο και διαθέτει τρόπους, είναι ολοφάνερο. Φθάνει κοντά στον κύριο Χέιν, οι δυο τους χαμογελούν με νόημα. Ο μπάρμαν τους σερβίρει δυο σκέτα ποτά. Βάζει ένα στον εαυτό του και οι τρεις τους πίνουν σιωπηλοί. Ένας ήχος, σαν σπασμένη κλεψύδρα ακούγεται, ο κύριος Χέιν φοράει το καπέλο του.
-Είναι ώρα Τζέικ. Έτσι κάπως γίνεται.
Και ο κύριος Χέιν σημειώνει σε τρεις αράδες ένα πρόχειρο σχεδίασμα του βιβλίου που πάντοτε ονειρεύτηκε πως γράφει, εκείνος μόνο, κάτι ανεπανάληπτο. Χρόνια μετά, ο Τζέικ, έλεγε αυτήν την ιστορία μα κανείς δεν τον πίστευε. Και όλοι θεωρούσαν πως κάτι τέτοιες ιστορίες μπορούν να τις σκαρώσουν μονάχα οι καρδιές των πιο μεγάλων συγγραφέων.
Α.Θ