Απόστολος Θηβαίος | Το Φρέαρ του Μεσολογγίου

© Debbie-Cuffery

η προσευχή της άνοιξης
σαν μπαίνει πρώτη φορά
στο Μεσολόγγι


Ο Μάρτης ανήκει για πάντα στο Μεσολόγγι. Επειδή, τέτοια άνοιξη δεν αντάμωσε αυτός εδώ ο τόπος. Μιλούν για εκείνη τα θεωρήματα της ψυχής μας, τα συλλογικά. Οι φυλλάδες και τα συγγράμματα για την αξία των ιδεών, θα δανειστούν λίγη από τη δόξα του καιρού. Και δεν θα υπάρχει πόλη, αυλή, συμβούλιο που οι φριχτές ειδήσεις για την πτώση του Μεσολογγιού, να μην αφήνουν την πικρότατη γεύση του πολιτισμού που καταρρέει. Ξένοι κατηφορίζουν στην Ιερή Πόλη, έχοντας πάρει την απόφαση να πέσουν στον αγώνα. Βγαίνουν οι αρχαίοι πρόγονοι μέσα από τη αιώνια σιωπή τους, σαλεύουν τα μνήματα και ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Διγενής και ο Παλαιολόγος του Ελύτη, όλοι κινούν μέσα από τις σελίδες της ιστορίας. Αξεχώριστη πια από το μύθο αυτή ‘ναι που αναθρέφει το θυμικό μας, που στερεώνει τη ρίζα μας, κάθε που τρέμουν και φοβούνται οι καιροί. 

Στο Μεσολόγγι θα γυρνάμε, μια νύχτα τ’Απρίλη. Θα’ναι στις πόρτες ο Γκόρπας και ο λόρδος Βύρων και ο Κίτσος ο Τζαβέλας, χαμένοι μες στους καπνούς. Θα λογάριαζαν , θα ‘λεγε κανείς τα κέρδη και τις ζημιές της Εξόδου. Όμως, όχι, όχι αυτοί. Στέκουν σιωπηλοί και ο καθένας από το δικό του μετερίζι πλάθει από την αρχή, μες στην καρδιά του το Μεσολόγγι. Πάνω από τα κεφάλια τους, η αναμμένη μαρκίζα της ιστορίας. “Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι” και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πλατύνεις τις όχθες της ζωής σου, παρά μόνον σαν χωρέσεις μέσα τους τον ίδιο σου τον αδελφό. 

Ο Μάρτης θα ανήκει για πάντα στο Μεσολόγγι, με τη λιμνοθάλασσα του, με τον κεντρικό του το δρόμο, με τους ωραία ζωγραφισμένους ήρωες του. Και με την ευσέβειά του πάνω από όλα, τούτη την πρωτόγονη και αρχαία του κλίση. Στο Μεσολόγγι θα μπαίνει πάντα πρώτα η άνοιξη. Θα πιάνει ένας άνεμος σαν αυτόν που ξαφνικά σηκώνει κουρνιαχτό λίγο πριν φέξει. Και θα μυρίσουν οι φρέζιες και άνθη λεμονιών θα πλανηθούν για μια στιγμή γύρω στον άνεμο. Από το Μεσολόγγι θα μπει πρώτα η άνοιξη, δίχως παράτες, δίχως παρελάσεις και αγήματα. Σιγανά θα μπει, έτσι, επειδή όπως το’πε ο Σεφέρης, το πρόσταξε ο Θεός της Ελλάδας. Και όλα θα ριγήσουν και από το Μεσολόγγι ως τη Ζάκυνθο θα ριγήσουν τα σπίτια και τα υποστατικά και μες στα όνειρα κάτι θα αλλάξει. 

Κορίτσι, όχι πάνω από δώδεκα χρονών, θα πατήσει πάνω στα ερείπια, πάνω στους σπασμένους κίονες, στις ρημαγμένες τις πόρτες, στους κήπους με τη θλίψη. Θα αφήνει το γέλιο του, λέει, κορίτσι πράμα η άνοιξη, θα αφήνει το γέλιο του, όχι το πρόστυχο μα τ’άλλο, που ‘ναι γεμάτο από τις αθωότητες του κόσμου. Και δεν θα πιάνεται, εκείνο το κορίτσι, με τη γυμνή του την καρδιά . Ρυθμός θα γίνει η άνοιξη, σαν αυτούς που στερεώσανε τα σωσμένα περιστύλια της νιότης μας. Ρυθμός και ποίημα ατομικό και απαλό ψυχορράγημα τότε και τώρα. 

Πρώτα θα μπει στο Μεσολόγγι η άνοιξη. Δεν θα την δει κανείς, θα πλανηθεί σαν σκιά ανάμεσα στα σπίτια. Μια φλέβα ομορφιάς που διατρέχει από τη μια μεριά ως την άλλη το Μεσολόγγι της ζωής μας. Από εκεί, μόνον από εκεί θα έρθει η άνοιξη, με τους στίχους του Σολωμού και με τον άγγελο τον αιώνιο του πνεύματός μας για συντροφιά. Θα απλώσει σαν το υφάδι μες στου τροχού τις ώρες, απαλό και ανόθευτο μετάξι θα ριχτεί με όλες τις δυνάμεις της για να κατακτήσει τον κόσμο, να δείξει το Μεσολόγγι παντού, με την ωραία, την αισθητική εικόνα του θανάτου του. Σε ρεματιές και σε άγριους τόπους, μες στης ξενυχτισμένης πορτοκαλιάς το ανείδωτο δράμα, σε αυλές και σε στοές και στους καθρέφτες των νερών. Και μόνον κάτι λίγοι – σας μίλησα για κάποιους εξ αυτών – μόνον κάτι λίγοι θα ξέρουν πως μια κάποια ώρα, όταν κανείς δεν το υποψιάζεται, η άνοιξη θα μπει στο Μεσολόγγι. Και ευθύς τόσος θάνατος θα σβήσει, ο ίδιος εκείνος θάνατος που ροβόλαγε τριγύρω τα ξεροπήγαδα, τους λάκκους, τις λαγόνες. Και ευθύς ολόκληρη η πόλη, θα δεις, πόσο λευκή θα αναδυθεί μέσα από το καμίνι των λουλουδιών και τα άλλα, τα μέσα τα μυστικά της πρώτης της φύσεως.

Θα ‘ρθει από το Μεσολόγγι η άνοιξη, ντυμένη τις φωνές των παιδιών και των γυναικών τις οιμωγές. Από εκεί θα έρθει πρώτα η άνοιξη, φορώντας τα φτερά του Σολωμού, ειρηνική όπως οι ελαιώνες των προαστίων. Σαν τα τροπάρια θα ακουστούν οι φωνές  και οι Μαρωθονομάχοι, παρέες ολόκληρες με μπροστάρηδες τους ποιητές και τους γενναίους θα σταθούν με τα πουκαμισάκια του καλοκαιριού πλάι στον ίσκιο. Επειδή και εκείνοι θα άκουσαν, δεν μπορεί, πως από το Μεσολόγγι μπαίνει πρώτα η άνοιξη, σαν φάσμα που απλώνει τριγύρω σε παραπήγματα και σε σταθμούς. Ώρα σας καλή βρε παιδιά, φωνάζουν οι νεκρές από καιρό ταξιαρχίες. Και όλες οι εκδοχές μας οι πιο ιστορικές από εδώ περνούν, μια στιγμή να δουν την άνοιξη που εισβάλλει ρημάζοντας χειμώνες και χειμώνες με ένα της και μόνο νεύμα. 

Όσοι λογαριάζουν πως το Μεσολόγγι συνιστά τ’αγκάθι στα πλευρά μας , διαπράττει ένα μεγάλο λάθος, ιστορικής που λένε, σημασίας. Όσοι πονούν και λυπημένοι ανακαλούν τον Βύρωνα και όλα τα πρόσωπα εκείνου του δράματος, πόσο λάθος κάνουν. Διότι, σαν μπαίνει η άνοιξη πρώτη φορά στο Μεσολόγγι, πάντα τούτη την εποχή, γελούν οι πρίγκιπες και σκορπάνε τα κρινάκια τους και δεν υπάρχει λύπη για να τους λυγίσει. Και τα γαλάζια τα πουλιά ανάμεσα στους βράχους, σαν τάχα να εκπυρσοκροτεί το ομοηθές μας και το ομόγλωσσο, τινάζονται κοπαδιαστά, στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία. Γρήγορα θα επιστρέψουν στο Μεσολόγγι, να ιδούν και αυτά τα έρμα, τι σόι πράγμα που ‘ναι αυτή η άνοιξη. Που έρχεται πρώτα στο Μεσολόγγι. Σαν Επιτάφιος και σαν θάνατος πορφυρέος περιφέρεται στα ρουμάνια, μοίρα κραταιή που μας μοιάζει. 

Η άνοιξη, τίποτε περισσότερο αυτό το ρεύμα το διαχρονικό που σαρώνει το Μεσολόγγι. Και αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε τον Γκόρπα και μνημονεύετε τον. Θα τον βρείτε στο επίκεντρο εκείνου του βραδινού κυκλώνα. Σε εκείνον μα και σε ολόκερο το Μεσολόγγι, τα χρόνια που περνούν, που αλλάζουν τα ονόματα, την τύχη και τα φερσίματα τίποτε δεν κάνανε. Ο θάνατος, λένε, το ικρίωμα σκαλίζει ετούτου εδώ του ντουνιά, τι τα θες; Μα τίποτε δεν κατορθώνει με τούτη την άνοιξη που ρίχνει τις λόγχες της πάνω στο Μεσολόγγι, το χαλκευμένο στις γκραβούρες του μνημονικού μας, του πιο συλλογικού. 

Λες να ‘ρθει μια μέρα που θα ξεχαστεί τούτο αλωνάκι, το μικρό, το μέγα; Ο Γκόρμπας τραβάει μια ρουφηξιά και  έτσι, με φόντο τη νεοελληνική ιστορία του καφενέ, βγάζει το χρησμό του που μοιάζει αναντίρρητος, κάτι σαν το νερό που σώπασε μια φορά και έναν καιρό. Και τώρα πάλι κελαρυστό περνάει από τις μυλόπετρες του καιρού. “Όσο ζει ο άνθρωπος του χθες μες σεκείνον του σήμερα, το Μεσολόγγι θα αντέχει και θα ζει,  μες στην αιωνιότητα καταξιωμένο ”.

Να ξέρεις, τούτη την ώρα που οι λέξεις στερεύουν, η άνοιξη μπαίνει πρώτα στο Μεσολόγγι, του χρόνου τα μάτια ξεσφαλίζει και όλοι οι ήρωες μεμιάς τινάζουν από πάνω τους τα χώματα. Εκείνο που θέλω να σας πω, είναι ότι το Μεσολόγγι που απέκτησε στο νου μου το παιδιάστικο διαστάσεις μυθικές , πάντα θα’ρχεται σαν μυθιστόρημα. Να ανοίξει, όπως μια άνοιξη, του Κάλβου τα παράθυρα. Για το Μεσολόγγι σου μιλώ και για τους μεγάλους δεόμενους. Για τη νιότη μου, για αυτή σου μιλώ.

Απόστολος Θηβαίος