Απόστολος Θηβαίος | Τζάκι, Χόλι, Κόντι

© Edward Henry Weston

Κορίτσια φεγγάρια
που τρεκλίζουν


Περπάτησε ως την βορεινή γωνιά. Τα τακούνια της, φθαρμένο λεοπάρ, βουλιάξανε στις λάσπες. Μα η Χόλι δεν το ‘βαλε κάτω, ψιθύρισε για τη φιλενάδα μου και μια, δυο, έφθασε εμπρός στο φρεσκοκτισμένο μνήμα. Στην αρχή σαν να δίστασε μα έπειτα ακούμπησε το ολομόναχο τριαντάφυλλο και στάθηκε μια στιγμή. Κάθισε στο πεζούλι που ‘χε απομείνει κατά μήκος του μαντρότοιχου και συνιστούσε δίχως αμφιβολία, το μόνο σκιερό μέρος. Έβγαλε τις γόβες της και χτύπησε τα τακούνια στο φθαρμένο τσιμέντο. Μεγάλα κομμάτια λάσπη μείνανε εκεί απάνω, η Χόλι έριξε μια ματιά τριγύρω. Κάτι γύρεψε στην τσάντα της – όσοι την γνωρίζουν έχουν να λένε πως κάθε τόσο ψάχνει απεγνωσμένα τα τσιγάρα της μες στην τσάντα, το πακέτο που συνήθως άθελά της εγκαταλείπει εδώ και εκεί, ολότελα αμέριμνη, κάπως απρόσεκτη μες στην καθημερινή της περιπέτεια. Φύσηξε τον καπνό της, για μια στιγμή σαν να κρύφτηκε από τον κόσμο. Μάρτυς μου ο Θεός, η Χόλι δεν ζει εδώ πέρα, δεν υπάρχει πουθενά, είναι ένας άνθρωπος λαθραίος. Γέλασε μονάχη της – τι παράξενο να βάζει κανείς δίχως αιτία, τα γέλια σε κάποιο κοιμητήρι. Έπειτα σουλούπωσε κάπως το μαλακό της πακέτο και επανέλαβε, λαθραίο. 

Έτσι ένιωθε και ο ήλιος εκείνη τη μέρα. Μια κρυβόταν και πάλι στερεωνόταν στη θέση του και πάλι ερχόταν ένα σύννεφο, κάτι ξαφνικό με το σχήμα ενός πουλιού, μιας μπάλας, ενός γέρου ναυτικού με ακούρευτα μαλλιά και άγρια γενειάδα, τάχα παραγεμισμένα με κλαριά, πουλιά, ένα σορό κόσμους παράδοξους και μυστικούς. Ωκεανούς.

 Εδώ λοιπόν ξέμεινες Τζάκι. Και έγινες ό,τι φοβόσουν, πάει να πει δυο χρονολογίες, κάτι στιγμές τόσο μελαγχολικές μες στο μεγάλο πέρασμα του χρόνου. Εσύ που σιχαινόσουν τις πρασινάδες, κατακλύστηκες πια από άνθη πλαστικά και σκοτωμένους από ανία πλατύφυλλους βασιλικούς. Ώστε εδώ κρύφτηκες Τζάκι. Και όλοι έχουν να ρωτάνε πού να χάθηκες και πώς κατόρθωσες να ξεφύγεις από εραστές και αγόρια και πιστωτές με ολόχρυσες αλυσίδες που δεν αρνούνται να λάβουν το αντίτιμο των υπηρεσιών τους, σε είδος. Ω, Τζάκι, ήταν τόσο ξαφνικό και μας πλήγωσε πολύ το γεγονός πως δεν είπες τίποτε. Τίποτε Τζάκι, μόνο γλίστρησες χιμαιρική, ανασηκώνοντας το παραβάν του κόσμου. Παντού σε γυρέψαμε, βάλαμε τα δυνατά μας να μάθουμε κάτι για σένα. Να δεις που αγαπήθηκε του λόγου της με κάποιο παιδί και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Μια στιγμή μόνο αρκεί για να σπάσει η καρδιά, σημείωνε κάποιος άλλος, κοιτάζοντας προς το κενό, μετρώντας την ώρα με τις χάντρες του κομπολογιού του. Πες κάτι Τζάκι, μια κουβέντα, κλότσα μια πέτρα, θύμωσε, πάλεψε. Μα εσύ δεν κάνεις το παραμικρό. Ήδη από το κρεβάτι του νοσοκομείου τα ‘χες παρατήσει Τζάκι, ζητούσες επίμονα να φύγουμε. Τώρα ξέρω πως όλα γίνηκαν για το γινάτι σου, πως ο αληθινός σκοπός ήταν να μείνεις μονάχη. Η μικρή φόρμα της Τζάκι μες στο περίφημο μυθιστόρημα του κόσμου. Αυτό δεν ήταν πάντα;

Τα καλά κορίτσια δεν κυκλοφορούν σε λασπότοπους. Τα τακούνια τους γερνάνε πάντα καινούρια σε πόζες ανοιξιάτικων μπουλανζερί μιας κάποιας εποχής. Μα η Χόλι δεν είναι καλό κορίτσι, πάνε χρόνια που’παψε να’ναι. Όλους τους αγαπάει μα και κανέναν. Εδώ και χρόνια, μήτε μια μέρα δεν πέρασε δίχως να κοιτάξει την ουλή στο στήθος της. Της θύμιζε τον καιρό που ο κόσμος της άνηκε. Μα ύστερα ήρθαν οι έρωτες, αγόρια από την επαρχία που δεν την πόνεσαν ποτέ. Τους θυμάται κάθε φορά να κουμπώνουν τα πουκαμισάκια τους τα καλοκαιρινά , να λένε, για αγόρι είσαι πρώτης τάξεως. Τελευταία σκηνή τα χρήματα πάνω στο σκρίνιο, πιο δικά της από οτιδήποτε, βιος κερδισμένος με προσωπική δαπάνη. Έπειτα κύλησε στα πιο κακόφημα στέκια της πολιτείας, έμαθε να βάφεται με θυελλώδη μακιγιάζ, να χορεύει κάτι από καν καν στα μπαρ του καλοκαιριού, να τα πίνει με αγόρια συμπλεγματικά, που μια ζωή διστάζανε. 

Και θα ‘χε χαθεί σε κάποια συμπλοκή ή από μια δόση υπερβολική θα’χε γίνει τ’άστρο που φοβόταν. Μα έφθασε η Τζάκι και αλλάξανε όλα. Της έμαθε λίγο αυτοσεβασμό και να φοράει λιγότερα κοσμήματα, να λέει όχι και να μην ντρέπεται να φοβηθεί. Έπειτα της έφερε βιβλία και της διάβασε όλα τα σπουδαία μυθιστορήματα της εποχής. Και η Χόλι γίνηκε μια άλλη, τόσο πολύ που θα μπορούσε να κερδίσει τη ζωή της στα θέατρα της λεωφόρου. Όπως και έγινε, οι δυο τους, η Χόλι και η Τζάκι, ένα ντουέτο να σου κόβει την ανάσα, δυο μοιραίες γυναίκες στη σκηνή, σε απόλυτη έκθεση. 

Είχανε η μια την άλλη και όταν τα πράγματα δεν πηγαίνανε καλά κλαίγανε παρέα και καμιά φορά με τα τακούνια τους να χτυπούν στο ρυθμό του συνθήματος, πανηγύριζαν τα γκολ της Σαν Λορέντζο, απολύτως μεθυσμένες. Η Χόλι τούτη τη στιγμή θυμάται κάτι απρσδιόριστο. Σαν να επιστρέφουν, λέει χαμογελαστές με τσακισμένα τα στρας των φουστανιών τους. Μα έτσι είναι η ζωή και τώρα το μάθανε καλά. 

Ήταν ανάγκη να χαθείς έτσι οριστικά και αμετάκλητα από τη ζωή μου; Θα μπορούσες να μου πεις μια κουβέντα, να μου εκμυστηρευτείς πού έκρυβες τα χρήματα, πώς μακραίνεις έτσι τις βλεφαρίδες και πώς διαλέγεις το κόκκινο των χειλιών σου; Ήταν ανάγκη να χαθείς; Και εγώ, πες μου Τζάκι της σιωπής, πες μου τώρα πώς θα αντέχω να ακούω τα τραγούδια της Λουίζ Κασάλ όταν πέφτουν σαν βροχή από τα ραδιόφωνα του κόσμου; 

“Μην επιμένεις, οι νεκροί δεν απαντούν!” 

Δεν την γελάνε τα μάτια της! Χορεύοντας – μα πού ακούστηκε μες στο κοιμητήρι να χορεύει κανείς – έρχεται η Κόντι. Δεν κάνει ούτε μια σταλιά για το θέατρο, μα έτσι που φθάνει από μακριά, μοιάζει με τον άγγελο – όχι τον θάνατο, μα τον άλλο, τον ευγενή – που το ‘χει βάλει σκοπό του να τη σώσει. Έπειτα από λίγο αγκαλιάζονται, η Χόλι κλαίει, κλαίει, κλαίει σαν λυπημένη κιθάρα, η Τζάκι σωπαίνει. Και η Κόντι σκαρφαλωμένη σε κάποιο μνήμα ζητάει χίλιες φορές συγνώμη και σταυροκοπιέται και μοιάζει κάποιον να περιμένει, κάποιον που θα τις σώσει. Στο μεταξύ τα χρόνια διαβαίνουν σαν τραίνα από μέσα τους. 

Και τι μ’αυτό; Στις αναμνήσεις ενός κάποιου καιρού, οι τρεις τους λένε ρυθμικά τα τραγουδάκια της κερκίδας της Σαν Λορέντζο και χαίρονται με την καρδιά τους άλλη μια νίκη. Και άσε τον κόσμο να καίγεται στις μοντέρνες πυρές των ματαιοτήτων. 

Στην πραγματικότητα με τα τακούνια στα χέρια περνούν μέσα από τις λάσπες. Και έχουν η μια την άλλη και ένα λεωφορείο που όλο φθάνει, άγνωστο για πού να τραβά. Δεν υπάρχει καμία λύση σε αυτήν εδώ την ιστορία.

Απόστολος Θηβαίος