
μυρωδιά πετρελαίου,
και
μικρό, πορτοκαλί
φεγγάρι
Δύσκολα μπορούσες να θυμηθείς μια νύχτα περισσότερο παγωμένη από τούτη εδώ. Μα ο Πέντζι δεν έκανε πίσω και δεν έλεγε να ακυρώσει την υπόσχεσή του. Αυτό λοιπόν πήγαινε πολύ, μπορεί να είναι η μυρωδιά της φτώχειας και του πετρελαίου, αλλά ειδικά ο Πέντζι διαθέτει μια αυθεντική καρδιά και μια ακόμη μεγαλύτερη αξιοπρέπεια. Αυτά μετρούν.
Ακριβώς, ο Πέντζι έχει το κούτελό του καθαρό, έτσι όπως το λένε. Και όταν βγαίνει στο δρόμο, είτε τραβά για τη φάμπρικα, είτε πάλι για την αγορά ή το καφενείο του παλιού λοστρόμου, ο κόσμος του μιλά και τον σέβεται. Και όλοι λένε, ο Πεντζι, ένας αξιοπρεπής εργάτης, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλός εργάτης που είναι κάτι σπουδαίο ετούτα τα χρόνια. Αν σκεφτεί κανείς πως τώρα πια τη διαφορά την κάνει η βρώμικη πράξη, ο Πέντζι ξεχωρίζει για τα πεντακάθαρα χέρια του.
Μα τώρα πρέπει να δώσει ένα τέλος. Λοιπόν, θα βγει μες στον χιονιά, – α, δεν τον νοιάζει τον Πέντζι, οι ώμοι του έχουν σηκώσει αρκετό χιόνι – όση προσπάθεια και αν χρειαστεί θα επιμείνει. Δεν θα κάνει πίσω ούτε μια στιγμή και εκεί κάτω από το βάρος του απαλού χιονιού, θα συλλογιστεί τα λόγια που θα τους πει.
“ Σκέφτηκα πως ο καιρός είναι παγωμένος και θα χρειαστείτε λίγο πετρέλαιο, θέλω να πω γνωρίζω τι παγωμένες είναι οι νύχτες στη Ρώμη. Έφερα ένα μπιτόνι, δεν είναι τίποτε μα μου κόστισε μια περιουσία. Πάρτε το και πάμε μέσα μια στάλα. Δεν θα κάτσω ούτε λεπτό. Μα για να αφήσω το μπιτόνι”.
Και όλα θα λυθούν μεμιάς και το γινάτι του, που τον κράτησε μακριά από την Μυρσίνη θα τελειώσει. Ο Τίτος είναι τίμιο παιδί, τα μάτια του Πέντζι βουρκώνουν, πώς μπόρεσε, μια τέτοια αδικία. Και αυτή η παλιονύχτα, σκέτη παγωνιά, μήτε τ’αδέσποτα δεν γυροφέρνουνε εκεί έξω. Κανείς δεν θα βρεθεί να μιλήσει για όσες αδικίες συμβούν, εκεί έξω.
Όμως, θες τα χρόνια, θες εκείνη η παιδιάστικη ανυπομονησία του να τη συναντήσει, λησμόνησε το μπιτόνι. Μόλις που τ’αντιλήφθηκε και γελάει μοναχός του. Του φάνηκε ελαφρότερη η ζωή απόψε, μα έκανε λάθος. Αν ήταν λιγότερο το φορτίο για αυτό ευθύνεται η αμεριμνησία του. Ίσως τα χρόνια να έχουν περάσει Πεντζι, λέει μονάχος του και παίρνει το δρόμο για το καλύβι. Ο άνεμος σφυρίζει, ένας στρόβιλος χιονιού του κρύβει το δρόμο, ο Πέντζι κρύβεται μες στα δέντρα.
Θυμάται εκείνον και την Μυρσίνη σε μια αρχαία εποχή, χρόνια πίσω. Του φαίνεται πως ακούει το χιόνι, σαν χνάρι ανάλαφρο να πέφτει. Παγωμένα τ’αστέρια που επιστρέφουν στον κόσμο σαν ευχές. Και η καρδιά του; Ω, μ’αυτή ραγισμένη και τώρα πια το φως να τρυπώνει από εκείνο το πέρασμα που κέρδισε με τόσο κόπο, μες σε τόσες δυσκολίες.
Χρειάστηκε καιρός Μυρσίνη, το ξέρω χρειάστηκε καιρός για να καταλάβω εκείνον που ‘πε πως όσο περισσότερο ακολουθούμε μια δική μας ιδέα, τόσο πιο έξω πέφτουμε. Τώρα πια, όλα φαντάζουν τόσο ξεκάθαρα, οι αναμνήσεις μας και ο ήχος του χιονιού και όλα μου τα λάθη Μυρσίνη.
Αν είχε χρόνο τώρα δα θα της σκάρωνε ένα γράμμα, κατάλληλο και επεξηγηματικό. Και τρυφερό τόσο.
Όμως έπρεπε να βιαστεί. Ο καιρός βούρκωνε ακόμη περισσότερο και Πέντζι, αν θέλεις να βγεις ζωντανός, κοίτα να προλάβεις πριν γυρίσει ο βοριάς.
Νιώθει βρεγμένος μα ήσυχος, λίγα πράγματα τον νοιάζουνε τώρα πια. Η Μυρσίνη έχει τον Τίτο, η νύχτα την ελπίδα της και εκείνος μια ανάμνηση. Κανείς δεν πρόκειται να ζητήσει περισσότερα, συλλογίζεται ο Πέντζι που κάπου ανάμεσα στα δέντρα πεθαίνει. Η παγωνιά φωτίζει τα σωθικά του. Λευκός σαν άγγελος, ο εργάτης Πέντζι που πολέμησε και βγάζει το ψωμί του με όλη την τιμιότητα του κόσμου.
Την ίδια ώρα, στα προάστια η Μυρσίνη ρίχνεται στην αγκαλιά του Τίτου. Είναι είκοσι χρονών οι δυο τους. Και ο έρωτας μόλις που ξεσφάλισε τα μάτια τους.
Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στις ιστορίες και τα παραμύθια, προτιμήστε ελεύθερα ώσπου να βρείτε έναν τρόπο για να αποχαιρετίσετε εκείνη την κρυφή νοσταλγία. Εκείνη
που σας αναγκάζει να γράφετε ιστορίες.
Απόστολος Θηβαίος