Αταίριαστα με μια σκηνή θεατρική

© André Kertész

Η Μάνα του Στρατιώτη
Καλλιόπη Λίνγκα
1889 – 1982

[…Στα ηχεία η Σονάτα του Σεληνόφωτος, σονάτα υπ’αριθμόν 14 του Μπετόβεν…]

Αφανείς ήρωες, ξεχασμένοι στη λήθη του χρόνου. Έρχονται καμιά φορά να μας υπενθυμίσουν τους μεγάλους αγώνες, την ανθρωπιά μας έρχονται να αναδείξουν την ακρωτηριασμένη. Άραγε θα υπάρχουν ξανά τέτοια πρόσωπα, τέτοιοι μυθικοί χαρακτήρες που παλεύουν κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, στερεώνοντας την ελπίδα με τα πενιχρά τους μέσα; Οι καιροί καμιά φορά ζητάνε όλη μας την ψυχή και τότε ξεχωρίζουν εκείνοι που ‘χουν τ’απόθεμα, το αναγκαίο εφόδιο για να παραδειγματίσουν τους πολλούς, να τους καταδείξουν το χρέος, αυτό που τρέφει αργότερα ποιήματα, τραγούδια και μαρτυρίες.

Μια τέτοια ηρωίδα ήταν και η Καλλιόπη Λίγκα. Γεννημένη στα Γιάννενα, κόρη πλούσιας οικογένειας με σπουδαίο, φιλανθρωπικό έργο στάθηκε στο πλευρό των τραυματισμένων μας στρατιωτών. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι Ιταλοί εισβάλλουν μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων. Το αδάμαστο, ελληνικό πνεύμα θα σταθεί εμπόδιο στις ορέξεις του Μουσολίνι. Μάχες κάτω από αντίξοες συνθήκες, η έννοια της προσφοράς πάνδημη, ανόθευτη, πελώρια και αποφασιστική.

Χιλιάδες νεκροί και τραυματίες. Αυτοί οι δεύτεροι θα χρειαστεί να αναρρώσουν σε υπαίθριους, νοσοκομειακούς σταθμούς, σε σπίτια πατριωτών που συνδράμουν με ότι έχουν και δεν έχουν στην προστασία της ανθρώπινης ζωής. Η Καλλιόπη Λίγκα στέκεται στο ύψος του Αγώνα. Θα διαθέσει όλη την την περιουσία στην περίθαλψη των τραυματιών, θα σταθεί μια μάνα για όλα εκείνα τα παιδιά που δίχως να το συλλογιστούν, πέρα από κινδύνους και δυσκολίες δεν θα διστάσουν να ορμήσουν από την πρώτη γραμμή του μετώπου. Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, μάχονται και πεθαίνουν για κάτι μεγαλύτερο, για ένα ιδανικό που ένας Θεός γνωρίζει αν παραμένει ακόμη ζητούμενο αυτού εδώ του λαού.

Θα γίνει η “Μάνα του Στρατιώτη”, η αγκαλιά για εκείνους που παλεύουν με τον άγγελο, τους ακρωτηριασμένους, τους μαχητές του μεγάλου μας Έπους. Αργυρόκαστρο, Πρεμετή, Λάμποβο και όπου αλλού απαιτείται, η Καλλιόπη Λίνγκα θα δώσει το παρόν. Συνοδεύει τους τραυματίες, μεριμνά για τους ήρωες εκείνων των ημερών. Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Β’ θα της αποδώσει τον χαρακτηρισμό που μέχρι σήμερα τη συνοδεύει. Και εκείνη, με τούτη την κληρονομιά θα πορευτεί σε όλη τη διάρκεια του βίου της, κρατώντας ψηλά τη σημαία της ανθρωπιάς και της προσφοράς.

Μια μέρα σαν σήμερα, στην αρχή της ένατης δεκαετίας της θα περάσει στην άλλη πλευρά για να λάβει όσα οι καιροί μας δεν μπόρεσαν να της αποδώσουν. Τιμές και μια θέση στους μάρτυρες της νεοελληνικής ιστορίας, εκείνους που κέρδισαν την αθανασία, δίνοντας το υστέρημα του εαυτού τους σε έναν σκοπό μεγαλύτερο, υψηλότερο. Ο κουρνιαχτός της ιστορίας που καλύπτει τα πάντα, τίποτε δεν κάνει στην Καλλιόπη Λίγκα, τη μεγάλη Ελληνίδα. Από εκείνες τις προσωπικότητες που λατρεύουμε να θαυμάζουμε, επειδή λέει κάνουν τόση διαφορά σε σύγκριση με τούτο εδώ τον άρρωστο καιρό.

Το θέατρο
Κάρολος Κουν
1908 – 1987

[…στα ηχεία ο Γιάννης Χρήστου στη μουσική που συνέθεσε στα 1965 για τους Πέρσες του Αισχύλου…]

Τους ξένισε το ταπεινό θεατράκι. Είχε χαμηλό το φωτισμό του και από το ταβάνι τόπους τόπους θαρρείς και θα γκρεμιζόταν αυτούσια η υγρασία. Μα υπήρχε κάτι το μαγικό και το αιώνιο σε εκείνη τη σκηνή.

Οι θεατές επιδίδοντας στα συνηθισμένα. Γελούσαν, κοιτούσαν τριγύρω, οι κυρίες τακτοποιούσαν τα φουρό τους και οι άνδρες περιεργάζονταν βλοσυροί και όλο απορία το χώρο του θεάτρου. Ένας ψίθυρος είχε κυριεύσει τη μικρή αίθουσα με την κυκλική σκηνή. Μα όλα σώπασαν σαν φάνηκαν οι ηθοποιοί. Ήσαν ντυμένοι με παλιά ενδύματα και με μια κίνηση απολύτως συγχρονισμένη, σαν κάποιο παράγγελμα να δόθηκε φόρεσαν όλοι ευθύς τις μάσκες τους. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν το χορό. Ακροβολίστηκαν στη σκηνή και στάθηκαν πλάι στα κεριά που έκαιγαν τριγύρω. Και έτσι όπως έφεγγαν τα πρόσωπά τους, έμοιαζαν με τις αγιογραφίες του Κόντογλου, πάντοτε άγιοι και πάντοτε λαϊκοί, άνθρωποι των εγκοσμίων που θαρρείς και χάνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους, για να φανερωθεί διάφανη η ψυχή τους.

Οι θεατές συγκλονίστηκαν διότι παρά την ένδεια των μοντέρνων μέσων, παρατήρησαν το γεγονός πως ο τρόπος που φωτίζονταν οι μορφές ταίριαζε μοναδικά στην υποβλητικότητα της παραστάσεως.

Κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό για εκείνη την παράσταση. Και αφήστε δε, που αποδίδεται με μια δόση φαντασίας σε τούτο το σημείωμα. Φαντασία που έπλασε ο Κάρολος Κουν, ο μεγάλος θεατράνθρωπος, σμίγοντας τις τέχνες μεταξύ τους, έτσι που να πείθεται κανείς πως η ώρα του πνεύματος είχε σημάνει. Και πως εκείνη η πινακοθήκη των μοντέρνων αγίων, δεν αποτελούνταν παρά από μορφές προικισμένες με χάρη και τρυφερότητα και με κάτι απόκοσμο, πλασμένοι από τις Μούσες και τις Ώρες, με ρόδα και φίλτρα, άγιοι μοναχικών, λέει ημερών, να κομίζουν το νέο και τ’αδοκίμαστο.

Ο Γιάννης Τσαρούχης που μαζί με τον Κουν έδωσαν υπόσταση στο Θέατρο Τέχνης γράφει πως σκοπός του καλλιτέχνη δεν είναι να βρει την ελληνικότητα. Στόχος του είναι να φανερώσει κάτι βαθύτερο, τη ρίζα και την ανθρωπιά μας που σε κάθε καιρό, μας χαρίζουν την πρωτοτυπία της σύνθεσης υπακούοντας στο μέτρο και τη στάθμη, σε μια ανθρώπινη ουσιαστικότητα που λίγη σχέση έχει με ότι έχουμε γνωρίσει.

Ο Κάρολος Κουν, αφορμή για αυτό εδώ το σημείωμα, γεννήθηκε το 1908 και πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου του 1987, την ώρα που ξεκινούσε η παράσταση “Ο Ήχος του Όπλου” της Λούλας Αναγνωστάκη που ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες του προσφορές στο ελληνικό θέατρο, πρόλαβε να σκηνοθετήσει.

Μαύρη Βαλεντίνη

[…Our love is easy, στα ηχεία τη στιγμή που η σκηνή χρειάζεται τη μουσική περισσότερο από ποτέ. Melody Gardot…]

(Κατάστημα με εποχιακά. Κάτι φοβερές κούκλες ντυμένες αστροναύτες, άραβες, νοσοκόμες, σέξι παρακαλώ, σαν να λέμε απαγορευμένες , αστυνόμοι, ινδιάνοι, ιατροί, νοσηλευτές, βαμπίρ, μια ανεξάντλητη ποικιλία για την ακρίβεια. Στο εσωτερικό επικρατεί μια μυρωδιά πλαστικού και υπάρχουν ακόμη μερικοί πελάτες. Μια κυρία μπαίνει, κοιτάζει τις στολές, βγάζει και βάζει τα γυαλιά του ηλίου, μοιάζει μπερδεμένη, χρειάζεται επειγόντως τον νεαρό που εξυπηρετεί τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις. Στο μεταξύ το μαγαζί αδειάζει σχεδόν, τώρα είναι οι δυο τους και οι θόρυβοι του δρόμου χάνονται. Στα ηχεία ακούγεται μια τζαζ μελωδία, κάτι διακριτικό και συγκλονιστικό μαζί. Τα φώτα βρίσκονται εκεί, στους δυο τους στο μέσον του μαγαζιού.)

Κυρία: (με μια κάποια συστολή) Καλησπέρα σας, για μια στολή θα πω σε σας;

Υπάλληλος: Καλησπέρα σας, μα και βέβαια, ότι θέλετε θα μου πείτε. (με τρόπο)

Κυρία: Α, μην μου λέτε τέτοια γιατί θα σας βάλω κάτω, – καλέ τι λέω!- να με συγχωρείτε. Μια στολή, θέλω, όχι κάτι συγκεκριμένο. Λόγω των ημερών, είναι ένα πάρτι, ξέρετε…(σωπαίνει)

Υπάλληλος: (με ύφος πονηρό) Για δύο;

Κυρία: Παρακαλώ!

Υπάλληλος : Λέω, πάρτι για δύο;

Κυρία: Δεν επιτρέπω. Ίσως, ναι, μα τι σχέση έχει αυτό με τη στολή; Δείξτε μου παρακαλώ (φοράει τα γυαλιά της από ντροπή, κοιτάζει γύρω)

Υπάλληλος: Αυτή εδώ είναι ότι πρέπει. Νοσηλεύτρια, σέξι νοσηλεύτρια. Κόλαση!

Κυρία: Να πάτε νεαρέ! Όχι, όχι νοσοκόμα, περάσαμε τόσα, κοντέψαμε να τον χάσουμε, θέλω να πω με τις πανδημίες μας χάλασε και η φαντασίωση, δηλαδή, θα φοβηθεί, δεν θέλω. Άλλη, άλλη!

Υπάλληλος: Μ’αρέσουν τα δύσκολα κορίτσια!

Κυρία: Δεν σας επιτρέπω! Δεν είμαι δύσκολο κορίτσι, θέλω να πω δύσκολη είμαι, καταλαβαίνετε, παρακαλώ νεαρέ, εξακολουθείτε να με συγχύζετε. Και δεν θέλω και πολύ…

Υπάλληλος: Ξέρω, ξέρω, έχετε να σώσετε έναν γάμο, σωστά κυρία;

Κυρία: Τώρα, πώς να μην σας επιτρέψω; Δείξτε μου και έχω διπλοπαρκάρει να χαρείτε.

Υπάλληλος: Σωφρονιστική υπάλληλος! Κόλαση!

Κυρία: Τι λέτε καλέ; Αυτός δεν σωφρονίζεται, είναι περίπτωσης ανεπίδεκτη. Προσπάθησα δηλαδή, μα δεν παίρνει από λόγια του λόγου του. Μόνο προσευχές, μόνο

(σκεπτική, σαν να μεγαλώνει από μέσα της μια αβάσταχτη λύπη)

Υπάλληλος: Λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για δύσκολη περίπτωση. Οπότε, πάμε για τα μεγάλα μέσα. (αινιγματικά, κλειδώνει το μαγαζί, χαμηλώνει τα φώτα, την βάζει να καθίσει σε μια θέση, εκείνος φέρνει μερικές στολές) Βαμπίρ!

Κυρία: Όχι, όχι παιδί μου, ας πάμε με το δρόμο του Θεού, τι τα θες αυτά τα πράγματα; Θέλει και μακιγιάζ και άλλα ραντεβού και εγώ πρέπει να σιδερώσω, να τακτοποιήσω, να σοβατίσω το μπάνιο και να παραλάβω τους βαθμούς του μικρού, να του κάτσω και να του μαγειρέψω, να γίνω καλή και σέξι αιλουροειδές, άμα το ζητήσει εκείνος. Μα δεν θα το κάνει (χαμηλόφωνα, επανέρχεται) Κάτι άλλο;

Υπάλληλος: Ινδιάνα, εννοώ πιο αρχετυπική. Δηλαδή, τι ινδιάνα, καλύτερα να φανταστείτε, μια γυμνή θεά.

Κυρία: Α, όχι Ινδιάνα, είχαμε μια συζήτηση προχθές με αφορμή ένα καουμπόικο – του αρέσουν πολύ, ξέρετε, έπειτα μου κρύβεται στην εσοχή της κουζίνας και με πυροβολεί παιχνιδιάρικα, σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει, σαν τίποτε να μην έχει συμβεί και εκείνος να…

Υπάλληλος: Σαλώμη! Το βρήκα! Και έχω και τα πέπλα χώρια, δηλαδή μπορείτε να πάρετε τρία και τι με αυτό; Λέτε να είχε επτά η Σαλώμη; Εγώ λέω ότι είχε τρία, ή δύο, μπορεί κανείς να με αμφισβητήσει; Είδε κάποιος τη σκηνή; Άμα την είδε, να μου το πει και θα το αποδεχτώ. Μα μέχρι τότε, μπορείτε να πάρετε όσα πέπλα θέλετε και να κάνετε τη δουλειά σας.

Κυρία: Ναι, αυτό είναι. Σαλώμη. Αχ, τι καλός που είσθε! Θα πάρω τρία πέπλα, έχετε δίκιο, μου φτάνουν και μου περισσεύουν. Ου, θα κάνω τη δουλειά μου μια χαρά. Μα τι καλός που είστε! Θα πάτε μπροστά εσείς , και είστε νέος επιχειρηματίας μάλιστα, μα εσείς θα είστε περιζήτητος, σαν να λέμε!

Υπάλληλος: (ντροπαλός) Αφήστε τα τώρα αυτά, εγώ χαίρομαι που το πετύχαμε. Τρία πέπλα λοιπόν και είμαστε οκ. Δεν σας κόβω απόδειξη, και σας χαρίζω και το είκοσι τοις εκατό. Διότι έχετε να σώσετε έναν γάμο και είστε να πούμε, πολύ καθώς πρέπει κυρία.

Κυρία: Να’σαι καλά αγόρι μου.

(Η γυναίκα αγοράζει τα πέπλα, κατευθύνεται προς τ’αυτοκίνητο. Ψάχνει τα κλειδιά της μα βρίσκει μια φωτογραφία, βαλμένη σε μεταλλική, πένθιμη κορνίζα. Είναι οι δυο τους, πριν από χρόνια. Βγάζει τα γυαλιά της και κοιτάζει με ένα ύφος παράξενο εκείνη τη φωτογραφία. Και στέκει εκεί ώσπου να σβήσουν οι φωτισμοί και οι θόρυβοι της πόλης – θυμάσαι που σου ‘χα πει πως είχαν χαθεί; Ήταν ψέμα.

Μένει εκεί με τα πέπλα της, μια Σαλώμη ή μια σπασμένη καρδιά, τι σημασία έχει αν δεν νιώθεις τις ιστορίες μες στο αίμα σου, αν δεν είναι δικό σου το λάθος, αν δεν συμμερίστηκες ποτέ το πάθος που αποδυναμώνει τον εαυτό σου. Αν δεν ένιωσες τελείως μόνος μες στην πόλη που πνίγεται από τις αναθυμιάσεις του Κουμανταρέα από τη “μέρα και τη νύχτα” του.

Εδώ και ώρα σκοτάδι στη σκηνή και τίποτε. Ότι σας γράφω, ότι σας λέω θα πρέπει να’χει κιόλας συμβεί σαν συλλογισμός και σαν αίσθημα στις καρδιές των θεατών, αν αυτή η σκηνή θέλει να τα καταφέρει. Καμιά φορά, δεν υπάρχουν περιθώρια.)

Α.Θ