Απόστολος Θηβαίος | Εγώ κοιτούσα

© Raymond Depardon

Μια ιστορία που δεν τα κατάφερε

“Τριγύρω έπεφτε μια θανάσιμη σιωπή”. Μα πέρα από τούτη τη φράση που περίμενε μονάχη της πάνω στο λευκό χαρτί, δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο. Θαρρείς πως μόλις ακούγονταν αυτές ακριβώς οι λέξεις, ο νους του σκορπούσε και η ιστορία που ‘χε σκοπό να σκαρώσει πήγαινε περίπατο.

Στην αρχή έριξε όλο το φταίξιμο στη μονότονη ζωή του, την τόσο αδιάφορη και συνηθισμένη. Επρόκειτο για μια ζωή αυθεντικά στείρα, ανίκανη οποιασδήποτε εικόνας”. Έτσι όπως το ‘πε ο Σάμιουελ Μπέκετ σε κάποιο βιβλίο του.  Βάλθηκε να το γυρέψει στα πυκνοκατοικημένα ράφια της σαθρής βιβλιοθήκης. Στάθηκε άτυχος, ίσως το βιβλίο να βρισκόταν στις πίσω σειρές, εξαφανισμένο πίσω από τις φωτογραφίες με τις ντεμοντέ κορνίζες και τα πρόσωπα ενός άλλου καιρού. Ίσως να μην βρίσκεται καν εδώ και κάποτε να το δάνεισε σε έναν φίλο ή πάλι να το λησμόνησε σε κάποιο βαγόνι, χάνοντας για πάντα την επαφή. Να έχετε το νου σας, σε κάποια σταθερή τροχιά, κάπου στον κόσμο, ταξιδεύει ένα βιβλίο. 

Ένιωσε πως κουράζεται, έπειτα συλλογίστηκε αν το βιβλίο είχε να του προσφέρει κάτι. Βρήκε μονάχος του την απάντηση και η αναζήτηση πήρε τέλος. Τώρα, νιώθει πιο βέβαιος και ξαναρχίζει, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. “Τριγύρω έπεφτε μια θανάσιμη σιωπή”, μα και πάλι οι λέξεις σταματούν κάπου εκεί και η ιστορία που πίστευε πως είχε σκαρώσει ξοφλάει πριν καν γεννηθεί. Κοιτάζει από το παράθυρο του μικρού διαμερίσματος, οι διαβάτες που περνούν ανήκουν σε έναν ολόκληρο κόσμο που απόψε αγνοεί. Μοιάζουν πανομοιότυποι οι περίφημοι περαστικοί και κάθε τόσο τον δρόμο διασχίζει κάποιος που βαδίζει γρηγορότερα από κάθε άλλον, ολοφάνερα απασχολημένος με κάποιο μελλοντικό ραντεβού που δεν παίρνει πια καμιά απολύτως αναβολή. Ίσως κάποιος ή κάποια από όλους αυτούς που περνούνε να γνωρίζει με ποιον τρόπο ετούτη η ιστορία μπορεί να συνεχιστεί. Ίσως, μα κανείς δεν ανοίγεται πια σε τούτη την πόλη και μες στην ψυχή του καθενός υπάρχουν αποθέματα από τ’όνειρο και τις επιθυμίες. Κοιτάζει τον παγωμένο δρόμο, οι άνθρωποι φαντάζουν με πρώιμα, ανοιξιάτικα φαντάσματα. Κανείς δεν νοιάζεται για τα χνάρια που αφήνει εδώ και εκεί, χνάρια ανοιξιάτικα και αιώνια.

“Τριγύρω έπεφτε μια θανάσιμη σιωπή”, μα τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Μπορεί να πέθαναν απόψε μεμιάς όλες οι ιστορίες που έμελε να γραφτούν. Και τώρα καμιά δεν βρίσκει τη θέση της στον κόσμο. Παντού επιβάλλεται μια τρομερή ησυχία, παντού, σε δρόμους και υποστατικά μεγαλώνει, σαν χειμώνας μια ανεπανάληπτη πλήξη. Τώρα είναι σχεδόν βέβαιος πως δεν πρόκειται ποτέ του να βρει τη συνέχεια σε αυτήν την θανάσιμη πρόταση. Μάλλον μοιάζει μα απρόσεκτη επιθυμία κάποιου αγοριού η επιθυμία του να σκαρώσει μια ιστορία, από εκείνες που φιλοξενούνται στα μεγάλα βιβλία μα και στ’άλλα τα μικρότερα, εκείνα τα ελάσσονα που γράφουν σελίδα τη σελίδα, λέξη τη λέξη την τρομερή ιστορία του βίου και της εποχής του.

“Τριγύρω έπεφτε μια θανάσιμη σιωπή”, έγραφε σε ένα καινούριο φύλλο χαρτιού και οι βραδινές μυρωδιές, του καπνού, της παγωνιάς, του πετρελαίου και της ανθρωπιάς τρύπωσαν μες στα ρουθούνια του, διεγείροντας για τη καλά την αίσθηση. Πιέστηκε, είπε πως δεν θα τα εγκαταλείψει τούτη τη φορά, πως έφθασε στο χείλος που λένε, μια στιγμή όπου η έσχατη φρόνηση σε κρατάει μακριά από κάθε φόβο. Έβαλε μερικές λέξεις δίπλα σε εκείνη τη φράση, λέξεις που μιλούσαν για τον καιρό ή για κάτι άλλο εξίσου αδιάφορο και περιττό. Δεν πείστηκε στο ελάχιστο πως τάχα θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να κρυφακούσει αυτό το κάτι που πασχίζουν να μας το πουν οι λόφοι και τα διάσελα, τα δέντρα και οι ποταμοί σαν ησυχάζουν.

Δεν γινόταν τίποτε. Μες στο νου του δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο έξω από τα λείψανα μιας ή περισσότερων ιστοριών. Πράγματα ασύνδετα που δεν θα μπορούσε πια με κανένα τρόπο να ταιριάξει. Στοιχεία κάποιας υπόθεσης από εκείνες που εξελίσσονται ερήμην μας, Όλα έλεγαν πως δεν θα μπορούσε να βρει τις λέξεις , να φθάσει λίγο παραπέρα από εκείνη την πρώτη φάση της ιστορίας του , – τι φάση δηλαδή, μόνον μια φράση, ίσως υποβλητική είναι η αλήθεια μα την ίδια στιγμή ανίκανη να σταθεί σαν  την αφετηρία μιας ιστορίας. 

“Τριγύρω έπεφτε μια θανάσιμη σιωπή”. Και τότε χτύπησε η πόρτα του. Ήταν αργά, δεν περίμενε κανέναν, ενοχλήθηκε κάπως και απρόθυμα κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Ρώτησε μα δεν πήρε απάντηση. Αποφάσισε να ανοίξει αν και μεμιάς τον πλημμύρισε ο φόβος. Δεν ήταν κανείς, μόνο “μια θανάσιμη σιωπή”. Ένας ίσκιος που φάνηκε στο κλιμακοστάσιο θα είχε πολλά να πει για την ταυτότητα του άγνωστου επισκέπτη , μα αυτός είχε κιόλας απομακρυνθεί, παίρνοντας μαζί του κάθε εκδοχή της ιστορίας αυτής. 

Σκέφτηκε να ακολουθήσει τη σιλουέτα και έτσι έκανε, ώσπου να φτάσει έξω στο δρόμο που πάγωνε. Κοίταξε τους περαστικούς, ένα ανθρώπινο κοπάδι που τραβούσε για τ’άγνωστο. Η σκιά είχε ξεγλιστρήσει, ήταν μια χίμαιρα κάτω από ένα μικρό, πορτοκαλί φεγγάρι. Ο δρόμος άδειαζε και σε λίγο παντού, εκεί έξω, θα “τριγύριζε μια θανάσιμη σιωπή”. Στάθηκε σε μια γωνιά παρατηρώντας τους διαβάτες, τα πρόσωπα τους, του έκανε εντύπωση που ‘σαν όλοι τους βυθισμένοι σε ένα σορό σκέψεις. Η ιστορία προχώρησε μια στάλα, έπειτα σταμάτησε και πάλι στη μορφή εκείνου του άνδρα που έμοιαζε διαφορετικός και περνούσε από μπροστά του. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από παγωμένες χαρακιές, αυτό μόνο πρόλαβε να δει. Ώστε λοιπόν, εκεί, εμπρός του, είχε στη διάθεσή του όλες τις ιστορίες του κόσμου. Έριξε μια ματιά ψηλά, στο παράθυρο του μικρού του διαμερίσματος. Δεν βρήκε κανέναν πίσω από το τζάμι. Άνηκε και εκείνος πια στο κοπάδι που περνούσε βιαστικό, γεμάτο χίλιες, διαφορετικές έγνοιες.

Σε λίγο ο δρόμος είχε ερημώσει αισθητά. Και τώρα, για πρώτη φορά, εκεί έξω, “τριγύριζε μια θανάσιμη σιωπή”. Εγώ κοιτούσα από μια γωνιά την ιστορία που πάλευε να σταθεί όρθια. 

Απόστολος Θηβαίος