Απόστολος Θηβαίος | Αγνοούμενη Νήσος

© Josef Sudek

[…Το αγόρι του χαμογέλασε ευγενικά. Εργαζόταν στο περίπτερο, το ‘χε ξαναδεί μα δίχως να υποψιαστεί πως ήταν καβαφικά τα μάτια του, πάει να πει σαπφείρινα, ναι, σαπφείρινα…]

 

Στάθηκε εμπρός από το μοναδικό, ανοιχτό περίπτερο. Οι φυλλάδες, τυπωμένες μερικές μέρες πίσω, περιέγραφαν γλαφυρά την επικαιρότητα. “Το ηφαίστειο βρυχάται”, “ώρα μηδέν για τη νήσο”, “η φύση έχει τον τελευταίο λόγο”, “οι γεωλόγοι διχάζονται” και άλλα τέτοια διακοσμημένα με την φημισμένη λήψη της Καλντέρας.

Άφησε τα νέα να παλιώνουν – μόνον τα ποιήματα μπορούν να αποτελέσουν ειδήσεις, για πάντα ενδιαφέρουσες – και κατηφόρισε προς το λιμάνι. Δεν είδε ψυχή όσο περπατούσε, μόνον τα απομεινάρια της ζωής. Στάθηκε στην προβλήτα, είδε το πλοίο να ξεμακραίνει, οι άνθρωποι στα ρέλια γαντζωμένοι έλεγαν με τον δικό τους τρόπο, καθένας, τ’αντίο. Τους φαντάστηκε πριν από λίγο να δίνουν ζωή σε πλάνα φιλιών που σκοτώνουν και μελαγχολικούς αποχαιρετισμούς. Οι άνθρωποι έφευγαν δεν γνώριζαν αν κάποτε θα επέστρεφαν σε εκείνο το μέρος που το ‘σβηνε ο ορίζοντας.

Αποφάσισε να περπατήσει κατά μήκος της προκυμαίας, δεν του’κανε κέφι να γυρίσει στο σπίτι. Στο βάθος του ορίζοντα όλα αρχίζανε και τελειώνανε μες σε δοξαστικό τεχνικολόρ. Θαρρείς πως και εκείνος μαζί με ολάκερο το έρημο νησί, ταξίδευε στ’άγνωστο. Μοιραζόταν λέει τη μοίρα αυτού εδώ του κόσμου που δίχως καμιά προειδοποίηση δίνει μια και χάνεται. Παντού τα χρώματα μεταβάλλονταν σε σπινθήρες και μόνον η ομορφιά ενός ποιήματος ή μιας γυναίκας, θα μπορούσε να συγκριθεί με την γοητεία του τοπίου.

Πέρασε λίγη ώρα ώσπου να νυχτώσει. Η μουσική του δειλινού ακουγόταν παντού τριγύρω, επάνω του έπεφτε και τον συγκλόνιζε. Κάποιος, πριν χρόνια, είπε πως η ομορφιά των ήχων φαντάζει σαν ένα μεγάλο “ναι”. Κανείς δεν τον θυμάται πια, μα ο άνθρωπος της ιστορίας μας, έγνεφε μέσα του με μια κατάφαση πρωτόγνωρη, μόνος, μες στην καρδιά της έρημου νήσου. Ένιωσε πως ο εαυτός του ήταν η μόνη ένδειξη ζωής για αυτόν τον τόπο.

Πήρε το δρόμο της επιστροφής, πάντα σκεπτικός και ίσως λυπημένος. Καθώς περπατούσε, κάθε ήχος, κάθε θόρυβος τον έκανε να κοιτάζει ικετευτικά το τοπίο, προσμένοντας μια ανθρώπινη παρουσία. Ήταν μάταιο, δεν υπήρχε κανείς έξω από εκείνον, μήτε παιδιά να παίζουν τα πιο παράξενα παιχνίδια, μα ούτε και οι γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας που στέκουν πάνσοφες, σαν σπάνια πετρώματα στα περβάζια των μικρών, αρχιτεκτονικών τους θαυμάτων, πάντα σε απόλυτο κοντράστ με το λευκό των τοίχων, με το γαλάζιο του ουρανού, που το δανείζονται τόσα και τόσα πράγματα σε εκείνο το μέρος, πόρτες, παραθυρόφυλλα, καρίνες και άλλα.

Θα’ταν μες στην καρδιά της νύχτας που ξύπνησε από έναν υπόκωφο θόρυβο. Άκουσε τα πιάτα μες στο ντουλάπι που τρέμανε, αφήνοντας ήχους γέλιων μες στο ολοσκότεινο σπίτι. Το φως εκτελούσε την κίνηση ενός εκκρεμούς και ο θόρυβος όλο και δυνάμωνε, τα δέντρα έξω θρόιζαν, κάποιος άνεμος είχε βάλει στο μάτι τη νύχτα, την ερημιά. Σηκώθηκε και πλησίασε προς το παράθυρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, η υπόθεση φάνταζε εντελώς απίστευτη. Το τοπίο τριγύρω έδειχνε πέρα για πέρα διαφορετικό, το νησί θύμιζε τώρα ένα πλοίο ακυβέρνητο που λάμνει στους ωκεανούς. Το χρώμα του νερού ήταν ξεθωριασμένο, ένα παιδί, όχι πάνω από δέκα χρονών, σαν το βαρκαρόπουλο με τα λαδιά τα μάτια, τ’ολομαυρισμένο σαν ψαλμός και σαν άσμα ασμάτων από κάποιον “καιρό του σιγάν” μάζευε τους κάβους. Είχε στην πλάτη του δυο πελώρια φτερά και ήταν όλο στάχτες τα μακριά του μαλλιά.

Ο άνθρωπος της ιστορίας μας είπε να ρωτήσει μα εκείνο το παιδί του ‘γνεψε με μια αδιαπραγμάτευτη ένδειξη σιωπής. Στο βάθος του καθρέφτη αντίκρισε φευγαλέα τον εαυτό του, όσο το νησί γλιστρούσε σαν τη χίμαιρα σ’άγνωστα νερά. Του φάνηκε πως όλοι μαζί τώρα ταξίδευαν λέει προς τα μέρη της αθωότητας που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Στο βάθος η οπτική των αντανακλάσεων άφηνε υπαινιγμούς για το θαύμα που εξελισσόταν.

Επέστρεψε στο παράθυρο, το αγόρι που ‘του γνεφε να κάνει σιωπή, πλησίασε, η σκιά του έπεσε πάνω στο σπίτι βαριά και ξένη. Πίσω από το τζάμι, με τη φωνή του αργή και δυνατή, είπε τα παρακάτω λόγια.

“Σε λίγο φτάνουμε. Θα είναι μια άλλη θάλασσα, ένα άλλο μέρος, θα δεις πως θα τ’αγαπήσεις. Το ίδιο το νησί ανέλαβε να γλιτώσει τον εαυτό του από τον βέβαιο χαμό. Τώρα αρμενίζει, δίχως επιβάτες σε άλλες θάλασσες, σε άλλους κόσμους. Και έχει πια γλιτώσει από τις επιβλητικές, ξενοδοχειακές μονάδες, από τ’άπειρα πλήθη που παρακολουθούν τον ήλιο να πνίγεται. Τώρα ετούτος ο κόσμος ετοιμάζεται κατάπληκτος να διαβεί την πύλη της αιωνιότητας. Αυτές οι στρατιές της σιωπής, τ’αποτυπώματα πάνω στις πέτρες, οι κλειδωμένες πόρτες, όλα μιλούν έναν κόσμο παλιό. Οι πόλεις και τα χωριά που εκπίπτουν, τα άνθη που μοιάζουν πέτρινα, οι ροζέτες μες στις καμάρες που στεφανώνουνε θεόκλειστα σπίτια, όλα κάνουν λόγο για έναν κόσμο παλιό”.

Τίποτε δεν είπε σε εκείνο το αγόρι. Ένιωθε πως είχε χάσει από χρόνια τη φωνή του. Πάνω από το κεφάλι του παλεύανε ο ήλιος και το φεγγάρι και οι θεοί κλώθανε τ’ανθρώπινα.

Τότε ήταν που ξύπνησα σαστισμένος. Το μεγάλο φορτηγό που ήθελε να μπει με την όπισθεν στο στενό χαλούσε τον κόσμο. Ο οδηγός είχε βγει έξω, βλαστήμαγε τον βοηθό του και έπειτα ξανάρχιζε τις μανούβρες μαρσάροντας , σηκώνοντας κατάμαυρες τολύπες καπνού. Γλίστρησα στην άλλη μεριά του στενού και μεμιάς βρέθηκα στη λεωφόρο που έσφυζε από ζωή.

Στα σχοινιά στεγνώνανε τα βραδινά φύλλα. Σήμερα οι εφημερίδες μου φαίνεται πως ενσαρκώνουν τις αλλοτινές γκραβούρες, τις γεμάτες από χαλκευμένες βιογραφίες και καημούς. Επιδόθηκα στην τέχνη της σιωπηρής ανάγνωσης. Θα δείτε πολλούς τέτοιους ανθρώπους, γνώστες της συγκεκριμένης τεχνικής, εμπρός από τα περίπτερα που ξενυχτάνε. Δεν τους πτοεί η παγωνιά, οι κίνδυνοι της νύχτας, δεν πιστεύουν τίποτε από αιωνιότητες και τα ρέστα και κάθε φορά ονειρεύονται πως ο κόσμος συντρίβεται από μια λάθος εκτίμηση.

Στον τίτλο το έγραφα καθαρά. “Η Σαντορίνη αγνοείται”. Και με μικρότερα γράμματα, σημείωνε. “Κουράστηκε με όλους αυτούς τους τουρίστες και είπε να τραβήξει για άλλη γη, για άλλα μέρη. Οι γεωγράφοι ανά τον κόσμο αναζητούν το νησί, πλοία πολεμικά και αεροπλάνα σαρώνουν τους ωκεανούς. Δεν θα’χει πάει μακριά, αυτό είναι βέβαιο. Μα ο κόσμος δεν είναι καθόλου μικρός, όπως νομίζαμε και η νήσος κρυμμένη μες στις συννεφιές και τις ομίχλες κρατάει δικά της όλα τα μυστικά”.

Θυμήθηκε το όνειρό του. Το αγόρι του χαμογέλασε ευγενικά. Εργαζόταν στο περίπτερο, το ‘χε ξαναδεί μα δίχως να υποψιαστεί πως ήταν καβαφικά τα μάτια του, πάει να πει σαπφείρινα, ναι, σαπφείρινα. Ας πούμε, λαδιά.

Τον είχε ξαναδεί μα τώρα του φάνηκαν οικείο το βλέμμα του, η σιωπή του, κάτι τ’αγγελικό και οι πληγές στο μέσα των χεριών του, σαν να ‘σερνε, λέει νύχτες ολόκληρες τίποτε παλιούς κάβους.

Απόστολος Θηβαίος