Η Μαργαρίτα σε χαμηλό γράφτηκε, πρωτίστως, για μένα. Ήταν τόσο όμορφο που έγραφα ξανά, που μπορούσα να γράψω και να περνάω καλά με αυτό. Καθαρή, ανόθευτη διασκέδαση, χωρίς αστερίσκους. Όταν τελείωσε, υπήρχε μόνο χαρά και ένα συνωμοτικό γέλιο. Είχα κάνει τη σκανταλιά μου.
Πέραν της ψυχαγωγίας μου, για τι άλλο γράφτηκε η Μαργαρίτα; Για να δούμε… λοιπόν, σίγουρα, γράφτηκε για τις γυναίκες που νικάνε, για τα αγόρια που χάνουνε(,) τα δερμάτινα τζάκετ, τους φίλους καρικατούρες, τον Ταραντίνο, τη νύχτα, το κρύο, το ποτό, τις ροκιές, τα πάρτι, τα χανγκόβερς, την καύλα, τα άδοξα φλερτ, τις μυρωδιές, το εφήμερο, τη νύχτα, το κρύο…
Με ύφος ωμό, καυστικό, ειρωνικό, κυνικό, βιτριολικό, αυτοσαρκαστικό, γυμνό, «πουτάνα όλα», ενδεχομένως, καθαρτικό, η Μαργαρίτα πραγματεύεται το αλλού που ζηλεύουμε νομίζοντας πως πάντα υπερέχει του (μίζερου) εδώ. Εν προκειμένω, μιλάει για τις σειρήνες της Δύσης, τη Ντίσνεϊλαντ ενηλίκων, το Big Apple, τη μεγάλη φωτεινή Αμερική. Την ξενιτιά που αγοράζει συνειδήσεις, εκείνον τον Ελληνισμό που ανακουφισμένος, ολοχαρής, χολωμένος, ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του και φτύνει στον κόρφο του, όχι, ποτέ ξανά, εδώ, Ελλάδα, απαγορευμένη λέξη. Το φρέσκο που έκοψε λάσπη, τη νέα γενιά που το ζει και το γλεντάει κάπου αλλού, μακριά από την χώρα της, χωρίς καν να ανήκει σε χώρες, διεθνής πια, κοσμοπολίτισσα, αλωμένη, αξιακά κολοβή, αλλά και ποιος να την κατηγορήσει, έτσι όπως τα κάναν σκατά οι εδώ ταγοί; Εν τέλει, η Μαργαρίτα καταπιάνεται με έναν νέο (;) τύπο Έλληνα μετανάστη, αυτόν που απεχθάνεται τη λέξη, μετανάστης, δε θεωρεί καν τον εαυτό του μετανάστη, αλλά πολίτη του κόσμου, αλήθεια, πόσο γελασμένος είναι…
Από την άλλη, ας πούμε για ποια πράγματα δεν γράφτηκε το βιβλίο αυτό. Σα μορφή, σαν σχήμα, σημειολογικά, μια Μαργαρίτα σε χαμηλό ποτήρι σαφώς μισεί το κολονάτο, το «και καλά», το δήθεν, το στιλιζάρισμα, τους ινφλουένσερς, τα φτιασίδια, τη σοβαροφάνεια και τη στρωμένη γραφή. Εχθρεύεται το στρογγύλεμα των γωνιών, τις βαθυστόχαστες προτάσεις, τα επίθετα, τα μεγαλεπήβολα σχέδια, την «άποψη», το «ξεχωριστό», το ψευδεπίγραφο, την υποτονική πλοκή, την απουσία διαλόγων, το αράδιασμα σκέψεων και αισθημάτων, το στιλ για το στιλ, τους «φτασμένους» συγγραφείς και εκείνους τους εκδότες που ζουν από όλους τους υπόλοιπους, από το χόμπι τους, άλλωστε η αγορά είναι μικρή και τα βιβλία χιλιάδες, ποιος διαβάζει πλέον σήμερα;! Στην τελική, η Μαργαρίτα τοποθετείται μακριά από την πολιτική ορθότητα, το κοινώς αποδεκτό και την καθιερωμένη αστική ευγένεια στο γράψιμο, ενώ τάσσεται κατά των σαξές στόρις. Είναι άλλωστε ξεκάθαρο, τα γκόλντεν μπόις πρέπει να ηττηθούν.