Απόστολος Θηβαίος | Commission Archeologique

 

© Flor Garduño

[…της έριξε μια ματιά όλο γοητεία. Και μες στην καρδιά της, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε κανείς να ερωτεύεται, μα δίχως τις βλαβερές συνέπειες της αγάπης. Το υπέδαφος εντός της έτρεμε, η γοητεία του υπήρξε σεισμική, ας πούμε. Μέσα της ήξερε καλά την απάντηση, ήξερε καλά…]

 

Πέρασαν λίγα λεπτά, μέχρι να κατακάτσει η σκόνη που σηκώθηκε. Ο κόσμος κράτησε για μια στιγμή την ανάσα του, μια μικρή παύση. Και όλα ξεκίνησαν και πάλι με μια υστερική κραυγή.

Θα πρέπει να ‘ταν η κυρία Ντι που έφερε μια κάποια ευαισθησία στα νεύρα της, η καημένη. Και έπειτα πήραν να ξεμυτίζουν από παντού όλα τα πρόσωπα του δράματος που ακολουθεί. Θα’ταν λίγο μετά τις έξι, το απόγευμα υπήρξε ευτυχισμένο και ο καιρός με μια ιδέα άνοιξης στις προθέσεις του, προμήνυε τις καλύτερες μέρες. Εκείνες που θα’ρχονταν μα τώρα πέρασαν για πάντα, σαν την ευκαιρία που δαπανήθηκε από μια αιτία ολότελα απρόσμενη.

Στην περίπτωσή μας αυτή δεν ήταν παρά ο τρομακτικός σεισμός που διέκοψε τις ζωές μας και έσπειρε τον πανικό τριγύρω. Σας έχω πει πως απέναντι ακριβώς από το στενό μου λειτουργεί ένα κατάστημα τηλεοράσεων. Ε, λοιπόν, όλες οι οθόνες γίνανε θρύψαλα, ο ιδιοκτήτης, πάντα με ακριβό, στενό κοστούμι και ανοιχτό στο στέρνο του πουκάμισο, έκλαιγε στην αγκαλιά των φίλων του. Φώναζε “καταστράφηκα, καταστράφηκα” ακούγοντας ελαφρολαϊκά με θέμα τους τον έρωτα και τη μοναξιά. Μα γρήγορα ξαναβρήκε τον εαυτό του όταν οι φίλοι του χτυπώντας τον στην πλάτη τραβήξανε βιαστικοί, όλο αγωνία για τα δικά τους σπίτια. Λίγο μετά τον άκουσα που μιλούσε με τον ασφαλιστή του και γελούσε τρανταχτά, σαν άκουσε το κέρδος που θα του απέφερε ετούτη η ιστορία.

Στο μεταξύ η περίσταση σήκωνε μπόλικο, ακόμη δράμα. Από παντού ακούγονταν τα τρανζιστοράκια που κεληδούσανε, καθένα σε άλλον σταθμό, μα όλα αποφασισμένα να προλάβουν πρώτα την είδηση. Το θέμα δεν ήταν άλλο παρά τα ρίχτερ. Τα νούμερα παίρνανε και δίνανε, “καλέ τι λέτε, πέντε και βάλε”, “το πολύ τέσσερα”, “α, το βάθος κρίνει την ένταση”, “σαν δεν ντρέπεστε, τέτοιες ώρες με τα σεξουαλικά σας τα υπονοούμενα”, “πέντε κόμμα δύο ήταν, το αναμετάδωσε το αστεροσκοπείο προ ολίγου, δεν τ’ακούσατε;”

Οι πρώτοι που επανήλθαν στην προτέρα κατάσταση υπήρξαν οι μεταφορείς. Το ένα μετά το άλλο αρχίσανε να περνούνε τα δίκυκλα. Σαν να’χαν παραγγείλει όλοι οι σεισμοπαθείς καφέδες μήπως και τονωθούν μια στάλα, από την τρομάρα που πήρανε. Έτσι λοιπόν δίνανε και παίρνανε οι πληρωμές και τα ρέστα και όλη η πόλη, πέραν των τρανζίστορ που είχαν αρχίσει να ξεμένουν από μπαταρία , θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από τον ήχο της αναρροφήσεως , μην τύχει και μείνει καμιά γουλιά καφέ απείραχτη.

Σε λίγο έπεσε η νύχτα. Τα νέα που φθάνανε μόνο διασκεδαστικά δεν ήσαν. Νεκροί δεν είχαν καταμετρηθεί, μα σε όλη την πόλη από τα ανατολικά ως τα δυτικά προάστια και από βορά ως νότο, τα συντρίμμια χαρακτήριζαν την σκηνογραφία. Κάτι ξεδοντιασμένα κτίσματα με προτεταμένα σίδερα, ξεθεμελιωμένα έμοιαζαν με μια φοβερά άσχημη αναπαράσταση. Κάποιος είπε πως όλη αυτή η ποικιλία στον τρόπο που είχαν γκρεμιστεί τα κτίρια, τι κτίρια, τετράγωνα ολόκληρα δηλαδή, προσέδιδε στην πόλη ένα προσαυξημένο ενδιαφέρον. Μα η ζημιά είχε γίνει εδώ τριγύρω όπως διαπιστώθηκε μετά και όπως αναμένεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα τηλεοπτικά πλάνα που έπαιζαν σε λούπα αφορούσαν τα παλιά. Και καθώς κανείς δεν μπορούσε να το γνωρίζει, ο πανικός γίνηκε χειρότερος. Τα πράγματα ηρέμησαν όταν τοποθετήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είχε μια κωμική διάσταση το όλο πράγμα, έτσι όπως στήθηκε στο βήμα με τις πιτζάμες, αγουροξυπνημένος και ατημέλητος. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά, δυο βαρείς γλυκοί, ένα τσιγάρο στα κρυφά για να μας πει ο εκπρόσωπος πως όλα βαίνουν καλώς. Και πως η πόλης δεν είχε γκρεμιστεί, μόνο μερικά παλαιά σπίτια. Ανακοινώθηκαν οι αποζημιώσεις στους πληγέντες και εκείνοι ευθύς αμέσως ανακοίνωσαν με τη σειρά τους τις σθεναρές αντιρρήσεις τους. Μάλιστα συμφωνήθηκε ένα προεδρείο, εξελέγη και ένας πρόεδρος, δυο αντιπρόεδροι, επτά γραμματείς και ένα υπερταμείο. Προγραμματίστηκε μια απεργία για δυο μέρες μετά και για την κάλυψη των εξόδων το προεδρείο έλαβε ένα δάνειο καταναλωτικό με μια υπέρογκη προσημείωση. Κοστίζει σήμερα ο συνδικαλισμός και ένας σεισμός μπορεί να τινάξει στον αέρα τον πληθωρισμό, απελευθερώνοντας πιέσεις που κανείς δεν φαντάστηκε.

Και καθώς όλα ετούτα καλά κρατούσαν, ένας μικρότερης έντασης σεισμός τάραξε διά παντός τα ευαίσθητα νεύρα της πολιτείας. Οι ένοικοι του νεοκλασικού που στεφανώνει το στενό με αετώματα και γρύπες, άρχισαν να εξέρχονται, ανήσυχοι και τρομαγμένοι. Πρώτη έκανε την εμφάνισή της η κυρία Τζούλια, ντυμένη στην τρίχα που λένε. Φορούσε όλα της τα κοσμήματα και έμοιαζε με καπλάνι γιομάτο από εκθέματα στο ύφος του χρυσού. Καθώς έβγαινε κοίταξε πίσω της, ανάσανε βαριά, μα μεμιάς τίναξε τα μαλλιά της με την αυτοπεποίθηση πενήντα και βάλε – μα ποιος ξέρει στα αλήθεια; – καλοκαιριών. Αμέσως μετά ξεπρόβαλε το ζευγαράκι του ισογείου, σκεπασμένοι με τα σεντόνια σε στυλ αρχαιοελληνικό του χρυσού αιώνα, τότε που όλα εξηγήθηκαν και ο κόσμος είχε όλο τον καιρό για έρωτες και μουσική και ατέλειωτα συμπόσια με αναπάντεχα πορίσματα. Οι δυο τους γελούσανε και κάθε τόσο εκείνος την έπαιρνε αγκαλιά με την ανταπόκρισή της ολοφάνερη. Κάτι υπήρχε στ’ανάμεσά τους που ‘χε απομείνει στη μέση, ξέρετε για τι πράγμα σας μιλώ.

Τη σύνθεση συμπλήρωσε η Ντίνα, η φοιτήτρια της φαρμακευτικής που βγήκε τρέχοντας εξαπολύοντας θρήνους εκφραστικότατους. Το τηλέφωνό της χτυπούσε διαρκώς και εκείνη επαναλάμβανε κάθε τόσο, “καλέστε με αργότερα, αργότερα παρακαλώ”. Το ηλικιωμένο ζευγάρι με κοντά βήματα στάθηκε για μια στιγμή στην είσοδο. Ο κύριος Φραν χτύπησε το ντουβάρι με το μπαστούνι του, ένα κομμάτι ασβέστης έπεσε χάμω. Αυτό ήταν αρκετό για να επιταχύνουν οι δυο τους, με την κυρία Φραν να διαβάζει φωναχτά μερικές προσευχές “εις περίπτωση Εγκέλαδου”.

Το ντεφιλέ ολοκληρώθηκε με τ’αστέρι του νεοκλασικού. Ο Πιερ, ο αρτίστας βγήκε με μια πιρουέτα, βαμμένος καθώς πάντα με ψιμύθιο και σπίρτο στο περίγραμμα των ματιών του. Δεν μιλούσε μόνον έκανε πως προσαρμόζεται στις συζητήσεις. Και άλλοτε έπαιρνε ύφος σοβαρό και επιστημονικό και άλλοτε αγκάλιαζε με μια κάποια προσποίηση, με πόζα ολοφάνερη δηλαδή τους συγκινημένους. Στην περίπτωση ενός παιδιού που τον κοίταζε αποσβολωμένο τρίβοντας τα ματάκια του διαρκώς, σαν τάχα να ‘βλεπε εμπρός του κάτι τ’απίστευτο και το αδιανόητο, ο κύριος Πιερ έκανε ένα κόλπο, ταχυδακτυλουργικής φύσεως. Από το μανίκι του έβγαλε μια σειρά μαντίλια και ο μικρός έβαλε τα γέλια. Και ευθύς όλα τα λησμόνησε, την τρομάρα του, τον ακατανόητο κόσμο, τα παιχνίδια του που ‘χαν αποκλειστεί στην κάμαρη, κάτω από σορούς ασβέστη. Δεν θα επιστρέψει ποτέ, μα πώς να του πεις ότι έρχεται μια ώρα και οι αθωότητες των πραγμάτων τελειώνουν για πάντα, πώς; Ίσως να τ’αντιληφθεί μονάχος του διαβάζοντας Καβάφη και άλλους, ποιος ξέρει.

Είχαν το λοιπόν μαζευτεί όλοι τους και κοιτούσαν το κτίριο. Αχ, οι ζωές τους οι παλιές που σκεπάστηκαν από τα μπετά και τις σιδεριές. Για δες, τι σου κάνει ένας έκπτωτος θεός, πώς στα παίρνει όλα η μοίρα μες σε μια στιγμή, συζητούσαν όλοι μαζί. Και είχε έρθει κοντά και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού με τις τηλεοράσεις, ήσυχος, βέβαιος πως θα βγει κερδισμένος, όπως κάνουν πάντα οι άνθρωποι που βρίσκονται μες στα πράγματα. Αυτοί που μες στην καταστροφή βγάζουν ένα κάποιο κέρδος. Και συζητούσαν όλοι και ο τύπος με τις τηλεοράσεις είχε πλευρίσει τη δεσποινιδούλα με το σεντόνι που είχε αφήσει μισή την απόλαυσή της και έμοιαζαν να ‘χουν κάνει κάποιου είδους χωριό, καθώς λένε. Να το κέρδος του, να το λοιπόν. Αλλιώς δεν εξηγείται που εκείνη αγγίζει με τα δάχτυλά της τον μεγάλο χρυσό σταυρό του μαγαζάτορα, νιώθοντας τον χτύπο της καρδιάς του.

Ο νεαρός την κοίταξε για μια στιγμή με θυμό, έριξε καλύτερα το σεντόνι απάνω του και σφύριξε καουμπόικα σε ένα ταξί. Φρένα, χαλασμός, η πόρτα που κλείνει, μια τούφα από άκαυτο πετρέλαιο και βουρ για το Μετς, “κύριε στο Μετς, ή καλύτερα μήπως τυγχάνει να γνωρίζετε κάποιο μπαρ για προδομένους;” Ο αυτοκινητιστής γυρνά, τον κοιτάζει με νόημα και στρίβει με κατεύθυνση τις ύποπτες συνοικίες της πόλης.

Είχε νυχτώσει για τα καλά πια. Οι πυροσβέστες στη γωνιά του δρόμου έλεγχαν τα κτίρια, μιλούσαν μεταξύ τους και κάπως νυσταγμένοι μοιράζονταν σε εισόδους πολυκατοικιών και πλατύσκαλα. Το πρωί θα τους δείρουν, πρέπει να ξεκουραστούν μια στάλα. Ε λοιπόν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα υπόκωφο βουητό πλημμύρισε την πόλη. Θαρρείς πως θ’άνοιγε η γης να βγουν οι αποθαμένοι. Να, κάπου εκεί μπορείς να ξεκρίνεις τον Κωνσταντή, με την άλυσσο και με την συναίσθηση της χρείας. Ο ήχος κόπασε μα έπειτα άναψε και πάλι. Και με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο το ετοιμόρροπο κτίριο έδωσε μια και σωριάστηκε μες σε ένα σύννεφο σκόνης και καπνού και θορύβους τρομερούς.
Και ο θίασος που στεκόταν αποσβολωμένος εμπρός στο κτίσμα, το πλέον κατεδαφισμένο, τελείως αδιάφορα απέτισε έναν τελευταίο φόρο τιμής στη ζωή που ‘χε μόλις γκρεμιστεί. Και έμοιαζαν όλοι τους, έμοιαζαν με μια αρχαιολογική επιτροπή που ερχόταν από το μέλλον για να εκτιμήσει εκείνη την κατάσταση.

Γίνανε και άλλοι μετασεισμοί, χαλασμός πραγματικός. Μα αυτοί μήτε που σάλεψαν από τη θέση τους, όπως θα ‘κανε μια οποιαδήποτε επιτροπή. Κυρίως αρχαιολογική, κυρίως αρχαιολογική.

Απόστολος Θηβαίος