
Σκόρπιες ειδήσεις, ολομόναχες ιστορίες
[…Στα ηχεία, η Melody Gardot και Our Love Is Easy. Και ας είναι ψέμα, και ας είναι ένα φρικτό ψέμα…]
Η μικρούλα πεθαμένη
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Τα παιδιά στάθηκαν ενώπιον του επισκόπου που ‘χε έρθει ακριβώς για αυτόν το σκοπό. Ρωτήθηκαν επανειλημμένως για να παραθέσουν τη σειρά των γεγονότων. Ο Τονίτο, μικρός και χλομός, ένα αυθεντικό παιδί του πολέμου με κάτι πελώρια μάτια, ανέλαβε να πει τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν.
Θα’ταν προτού ξημερώσει, νύχτα βαθιά άγιε επίσκοπε. Εμείς τριγυρνούσαμε στα καλντερίμια της πόλης, ψάχνοντας τίποτε να φάμε. Τρία παιδιά, άγιε επίσκοπε δεν έχουν καμιά δουλειά έξω τις νύχτες, εκτός και αν δεν διαθέτουν καμιά πιθανότητα να επιβιώσουν, εκτός και αν πρέπει να φροντίσουν μονάχα τους να βγάλουν πέρα τη δύσκολη ζωή. Τότε κάποιος έριξε την ιδέα να τραβήξουμε κατά το κοιμητήριο. Ίσως βρίσκαμε καθόλου σιτάρι μα και πάλι θα’χαμε την ευκαιρία να πλαγιάσουμε με την ησυχία μας πλάι σε κάποιο μνήμα. Δεν θα ενοχλούσαμε κάποιον, έτσι άγιε επίσκοπε;
Ένας νεαρός ιερωμένος κρύβει το πρόσωπο με τα χέρια του, ένας άλλος φωνάζει από τον άμβωνα, κρατώντας μια χοντρή λαμπάδα, βλάσφημα τέρατα, βλάσφημα τέρατα. Μα ο άγιος επίσκοπος δεν ταράζεται καθόλου και επιμένει. Πες μου Τονίτο, τι γίνηκε μετά;
Και ο νεαρός προχώρησε στο πιο αποφασιστικό μέρος της ιστορίας, το σημείο που θα ‘κρινε όλη την έκβαση της ανάκρισης.
Διαλέξαμε μερικά ολόφρεσκα μνήματα και ξαπλώσαμε πάνω στα άνθη. Αν εξαιρέσει κανείς την αποπνικτική μυρωδιά, όλα τα υπόλοιπα, ο άνεμος, το φεγγάρι, η παγωνιά μας κάνανε τη χάρη. Κάνανε τη χάρη σε τρία χαμίνια του δρόμου, άγιε επίσκοπε, ίσως να το ‘θελε ο Θεός που ‘ναι καλός, έτσι δεν είναι άγιε επίσκοπε;
Έτσι είναι φτωχό μου παιδί, είπε ο καθολικός και έγνεψε στον Τονίτο, με δίχως άλλη υπομονή, για να συνεχίσει.
Θα’χαμε αποκοιμηθεί, όταν κάτι ακούστηκε πέρα στα δέντρα. Ανασηκώθηκα από τη θέση μου, σκέφτηκα πως ίσως να’ναι ο φύλακας με τ’αγριόσκυλο του. Η καρδιά μου πάγωσε, οι άλλοι είχαν παραδοθεί στ’όνειρο, ένας νεαρός άγγελος τους είχε πάρει μακριά. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, μονάχα να το βάλω στα πόδια, άγιε μου επίσκοπε. Μα όλα είχαν παγώσει, το σώμα μου δεν με υπάκουγε κύριε, δεν μπορούσα μήτε να σαλέψω. Τρόμαξα, σκέφτηκα πως πάω χαμένος, στα δόντια εκείνου του τέρατος. Μα δεν ήταν καθόλου έτσι, δεν ήταν καθόλου έτσι, καθώς από τις συστάδες πέρα φάνηκε ένα μικρό κορίτσι με ολόλευκη νυχτικιά και κάτι κατάμαυρα μάτια, φορτωμένα καταιγίδες και πηχτό σκοτάδι. Με πλησίασε, σκούπισε το μέτωπό μου και χάθηκε προς την άλλη κατεύθυνση. Ξύπνησα αμέσως τους άλλους και κινήσαμε για την κακόφημη γειτονιά που διαθέτει μια ζωή άσχημη πολύ μα όλοι οι κίνδυνοι εκεί πέρα, μοιάζουν απολύτως πραγματικοί. Ένα μαχαίρι που αστράφτει μες στη νυχτιά, δυο ασημένια μάτια γεμάτα από μίσος, κάποιος κλέφτης που ξέρει να παίρνει ό,τι χρειάζεται.
Δηλαδή Τονίνο, πες μας τι ήταν ακριβώς εκείνο που ‘δες;
Είδα πίσω από τις ροδιές τη μικρούλα την πεθαμένη. Είχαν γράψει για αυτήν οι φυλλάδες και τ’όνομά της ήταν γραμμένο πάνω στο μνήμα. Αυτό είδα, τη μικρούλα, την πεθαμένη.
Το αμέσως επόμενο λεπτό ο Τονίνο σιδηροδέσμιος σερνόταν ανάμεσα στο πλήθος και ο άγιος επίσκοπος ακολουθούσε. Η ποινή δεν ήταν εξοντωτική, μα θα στερούσε τον Τονίνο από την παρέα του για κάμποσο καιρό. Θα’πρεπε λέει, ολημερίς να συντροφεύει τον άγιο στα καθήκοντά του τα επισκοπικά. Θα’ πρεπε να τον υπηρετεί, να του διαβάζει τις παραβολές, να του απαγγέλλει μερικά ποιήματα, να φροντίζει για τα θέματα τα πιο ταπεινά. Θα’πρεπε να κάθεται στα πόδια του και να υπομένει όλες εκείνες τις συμβουλές. Και τ’αγγίγματα, και αυτά.
Και έτσι έγινε. Και ο Τονίνο μεταμορφώθηκε σε ένα αγόρι του Χριστού. Μα στα όνειρά του συχνά πυκνά βλέπει τη μικρούλα , την πεθαμένη να εξέρχεται μέσα από τους κήπους, πρώτη και τελευταία ενός θανατερού χορού. Μέσα του βαθιά ξέρει πως είναι όλα πέρα για πέρα αλήθεια. Η μικρούλα , η πεθαμένη, οι φίλοι του, τα ορθάνοιχτα μάτια του τότε που χίμηξε στο ανοιχτό παράθυρο και έδωσε ένα τέλος σε αυτή τη ζωή.
Εκείνο το πλήθος
Μια ιστορία χρειάζεται πολλή προσπάθεια προτού φτάσει σε ένα κάποιο τέλος. Πρέπει να διανύσει ένα σορό στάδια, την αμφιβολία, το παρελθόν, τ’αδύνατο, ώσπου να περάσει στο μεγάλο της φινάλε. Θα πρέπει να παλέψει με πράγματα τερατώδη μέχρι να συναντήσει τον εαυτό της, να απαντήσει στο μεγάλο ζητούμενο του καιρού της, θα χρειαστεί καιρός, αληθινά πολύς καιρός ώσπου να ανταμώσει με την αλήθεια σε ένα ξέφωτο.
Την τελευταία Κυριακή του Γενάρη που πάλιωσε κιόλας, γράφτηκε άλλη μια χρυσή σελίδα σε μια απολύτως τραγική ιστορία. Και μένει να αναρωτηθεί κανείς, τι συμφέρον να’χαν όλοι αυτοί που ανάσαιναν με δυσκολία στην πλατεία, τι συμφέρον να ‘χαν όλοι αυτοί που έτσι βουβά, μόνον με την παρουσία τους, ζητούσαν για λογαριασμό άλλων, τα κλεμμένα χρόνια, το τέλος της αθωότητας και μια σειρά καθόλου εύκολων απαντήσεων. Άραγε γιατί να ‘ναι τα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων τόσο κόκκινα; Ίσως γιατί είναι τα μάτια των ζωντανών που συλλογίζονται με απόλυτη σοβαρότητα τον θάνατο.
Η Μέδουσα
Δεν έφτανε καμιά είδηση. Ο απόπλους είχε κρατήσει κιόλας πολλές μέρες, πολλές περισσότερες από όσο θ’απαιτούσε ένα ταξίδι ως το Πορ Λουί, το σενεγαλέζικο λιμάνι. Στα γραφεία του βασιλικού ναυτικού, ο καθένας απέφευγε να κοιτάζει στα μάτια τον άλλον, μήπως και διάβαζε κάπου εκεί , όσα τρομερά υπαινισσόταν αυτή η καθυστέρηση. Τα άλλα πλοία του μικρού στολίσκου βρήκαν την πορεία τους, όμως για τη Μέδουσα δεν ήξερε κανείς τάχα πού βρίσκεται , πού ταξιδεύει άραγε και αν κάποτε θα φτάσει στον προορισμό της.
Τα τρομερά νέα φθάσανε όταν το Άργκους, μια κορβέτα αντάμωσε όλως τυχαίως τη σχεδία να πλέει κάπου στα ανοιχτά. Εκείνοι που ‘στεκαν κρατημένοι από τα συντρίμμια της ήσαν ρακένδυτοι και τα πρόσωπά τους έφεραν τα τρομερά σημάδια της απόγνωσης. Το θέαμα υπήρξε φοβερό, δέκα μονάχα άνθρωποι σκιές περισσότερο, από τις εκατοντάδες που κίνησαν για το σενεγαλέζικο λιμάνι. Αυτοί οι άνθρωποι, όπως αποδείχτηκε αργότερα έφθασαν ως τ’ακρότατο όριο της ανθρωπιάς τους. Εξαρχής πολλοί πέσανε θύματα εξεγέρσεων, ενώ πολύ γρήγορα ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να σκαρώσει μια σχεδία για να μεταφέρει ανθρώπους που ‘χαν εκδηλώσει κάποια μορφή τρέλας. Μα τα σχοινιά της κόπηκαν και έτσι καμιά κατοσταριά άνθρωποι πέσαν χαμηλότερα από κάθε άλλη στάθμη και όλοι τους προέβησαν σε πράξεις που κανείς δεν μπορεί να ξεστομίσει.
Λίγο αργότερα προέκυψε ο πίνακας του Ζερικώ, του μεγάλου ζωγράφου. Που όσο λυρικός και αν μοιάζει, δεν στερείται καθόλου του ρεαλισμού που με τόση φρίκη επικράτησε ανάμεσα στους ναυαγούς εκείνης της σχεδίας. Ο πίνακας δεν άρεσε σε κανέναν ή μάλλον δημιουργούσε μια κάποια αμηχανία, όπως ακόμη προξενούν οι φοβερότερες ειδήσεις στους ανθρώπους.
Κοιτάζω τα σώματα που συστρέφονται γυρεύοντας κάτι από τον θεό, την απόγνωση, τους έκπτωτους Θεούς που ξεψυχούν κοιτάζω. Κοιτάζω τα σώματα, ασημένια από το θάνατο που φέγγει πάνω από τις άμοιρες ζωές τους και εκείνο τον άνδρα κοιτάζω με τη θλιμμένη του σοφία που στρέφει τα νώτα του σε κάθε προσπάθεια και με όλη την υπομονή του κόσμου κρατιέται από ένα νεκρό σώμα και ίσως από την πεποίθηση, τη βεβαιότητα πως κάπου εμπρός του στέκει το φάσμα του θανάτου.
Ώρα σου καλή Σίμωνα Καρά
Ελληνικοί Αντίλαλοι, τιτλοφορείτο η σπουδαία σειρά εκπομπών και καταγραφών που διεξήγαγε ο Σίμων Καράς με τη Χορωδία του Συλλόγου προς Διάδοσην των εγχώριων παραδόσεων. Ρυθμούς και μελωδίες διέσωσε ο Καράς και μας τις κληροδότησε. Μες στις φωνές και μες στις μουσικές θα βρεις τη ρίζα μας, έναν κόσμο ερειπωμένο, μια αμετάκλητη απώλεια που ωστόσο κατοικεί εντός μας, κατακτώντας τη συλλογική μας τη συνείδηση. Και είναι όλα όσα διασώζονται εικόνες σθεναρές και ακούσματα του ελληνισμού, απολύτως ταυτισμένα με το θυμικό μας που κάτι φορές έρχεται στις επιφάνειες. Και έχει εκείνος ο χρόνος, το πρόσωπο του Σίμωνα Καρά, καθώς διευθύνει τα χορωδιακά σύνολα γράφοντας στις μαγνητοταινίες του μέλλοντός μας, κανένα αργόσυρτο μωραϊτικο, από εκείνα τα άσματα, που σαν ραψωδίες ξυπνούν μες στις χαρές και μες στα μεγάλα δράματα της λαϊκής μας ζωής. Ολόκληρη η βαλκανική μουσική, τα πολυφωνικά, τα πνευστά και τα νταούλια και τα βιολιά, συναντιούνται μες στις μουσικές μας παραδόσεις. Και όπως ο μύθος δίνει μια και δένει με αόρατα σχοινιά τις μοίρες των λαών, έτσι και η μουσική υφαίνει το όνομά μας το εσώτερο.
Και αλλού πάλι, ρυθμοί τριημιτονίων και ξέφρενα σμυρναίικα και σγουροί βασιλικοί . Μες στις φυλλωσιές τους έχουμε κρύψει το κλειδί της ύπαρξής μας. Ολόκληρη η μουσική μας παράδοση, εκείνη που φθάνει ως τις μέρες μας, χρωστά στον Σίμωνα Καρά μια απέραντη οφειλή. Επειδή θεμελίωσε μες στην ψυχή μας, τ’ακουσμά της το πιο ενδόμυχο.
Ε, ρε Σκαρίμπας που σας χρειάζεται!
Όλοι ήσαν εκεί. Οι πνευματικοί ταγοί και οι άλλοι, το περίφημο κοινό που ‘χε κατακλύσει τον προμαχώνα του κάστρου. Νεαρά κορίτσια μοιράζανε το πρόγραμμα των εκδηλώσεων. Δεν θα πιστέψετε τι συνεννοήσεις, πόσες κουβέντες και συναντήσεις δεν μεσολάβησαν μέχρι να καθοριστεί η σειρά των ομιλητών. Εν πρώτοις, οι αξιότιμοι κύριοι καθηγητές και έπειτα οι ποιητές και ύστερα το κοινό, αν είχε το κέφι να κάνει μερικές ερωτήσεις στους φωστήρες που ‘χαν σκαρφαλώσει στην πρόχειρη εξέδρα και δεν έλεγαν να το κουνήσουν.
Και άστραφτε σαν σταματημένο πλοίο το κάστρο του Καραμπαμπά και εφύσαγε τ’αεράκι για να σαλεύουν σαν ζωντανά, τα φουστάνια των κυριών, να ανατριχιάζουν τα χέρια των και οι λαιμοί των. Μες σε αυτές τις ανοιξιάτικες, τις ευτυχείς συνθήκες και καθώς η εκδήλωση στο μέσον της είχε φθάσει, κάποιος φάνηκε. Ήταν μικρός το δέμας και διάλεξε στη γαλαρία να καθίσει. Και με πόση υπομονή δεν άκουσε τους επαϊόντες και με πόση σύνεση και συγκέντρωση δεν παρακολούθησε τα σχόλια, τις αναγνώσεις, τις ερωτήσεις του κοινού με πόση θερμότητα δεν αξιολόγησε ως εύστοχες και πετυχημένες.
Μα εφύλαγε αυτός ο άγνωστος την τελευταία την ερώτηση. Εκείνη που ‘μελε να ταράξει την ειρήνη απάνω στον προμαχώνα , την τρομερή ερώτηση που τεχνηέντως οι κριτικοί αποσιωπούσαν και οι ποιητές. Ο κύριος, ο μικρός στο δέμας σηκώθηκε από τη θέση του και έβγαλε το μπορ του. Ήταν ρόδινο το πρόσωπό του και είχε μια έκφραση περιπαιχτική. Αυτός ο άνθρωπος είπε τα εξής.
Να με συμπαθάτε, μα μήτε ένας δεν αξιώθηκε να καταπιαστεί με εκείνο το ποίημα που θαρρείς πως γράφτηκε για μας. Έπειτα απευθύνθηκε στην κυρία εμπρός του, με τον λαιμό της που αναριγούσε, με τη δροσιά στα μέλη και της χαμογέλασε, επιβάλλοντας μια σύντομη παύση. Που λέτε, ποιος θα μπορούσε δυο λόγια να μας πει για αυτό το “στ’ άνθισμα είμαι των παθών-τα αίσχη πλήθυνόν μου”.
Και τις δεν γίνηκε μετά. Να οι βρισιές, να οι ενοχλήσεις, οι κριτικοί αποχώρησαν, οι ποιητές έβαλαν τα κλάματα και το κοινό στο μάτι αυτόν τον προβοκάτορα. Που ‘θελε σώνει και καλά να επιβάλλει χαλασμό στην ωραία τη βραδιά, τότε, στο κάστρο του Καράμπαμπα. Στα 1976.
Α.Θ