ξέρω ένα μέτρο της σοφής καρδιάς
σε ξέρω δεν σε ξέρω εσένα.
Θωμάς Γκόρπας
[…δίχως χρονολογίες
αφότου κέρδισε
την αθανασία…]
“Βλέπεις; Το λέει καθαρά. “Υπηρεσία Απαγγελίας ποιημάτων για ευαίσθητους και μοναχικούς ανθρώπους”.
Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. Έπειτα οι δυο τους κοιταχτήκανε με μια απορία δίχως να προσθέσουν τίποτε περισσότερο. “Μιλάμε για πρόοδο! Ξέρεις τι’ναι να νιώθεις μόνος και να ‘χεις ένα ποίημα για συντροφιά, μια φωνή, μια στάλα ανθρωπιά; Ξέρεις; Εμ, δεν ξέρεις”. Και τα πουλιά τιτιβίζανε και οι φυλλάδες κιτρινίζανε και τα παλιά φτιασιδωμένα, σαν νέα ξανάρχονταν. Εκείνοι οι ρηγάδες και οι βαλέδες και οι ντάμες στην εποχή της εικόνας που περνούν σκεφτικοί, έχουν βαλθεί να θυμηθούν πού ανταμώσανε με αυτόν εδώ τον θίασο. Θα θυμηθούν, πού θα πάει.
Ο άλλος έγνεψε καταφατικά, συμμεριζόμενος το σχόλιο του φίλου. Ύστερα οι δυο τους, με ήχους τροχοφόρων και τις χάντρες των κομπολογιών τους που χτυπάνε πήραν να ξεμακραίνουν. Θα φέρνανε ακόμη δυο τρεις γύρους μέχρι να δεχτούν το πολυπόθητο τηλεφώνημα. “Η φασολάδα έτοιμη, στοπ. Σπεύσατε. Στοπ”.
Στο μεταξύ στο εσωτερικό της τόσο μοντέρνας υπηρεσίας μια νεαρά, με τριάντα το πολύ ήλιους καρφωμένους στα μαλλιά της σε στυλ μεγάλων ποιητών, τακτοποιεί το γραφείο. Σε λίγο αρχινάει η βάρδια της και για έξι ολόκληρες ώρες θα απαγγέλλει ποιήματα σε πονεμένες ψυχές. Την λένε Καίτη, μα στο πέτο της φορά ένα καρτελάκι με τ’όνομα Καιτούλα, επειδή λέει κάπως την μικραίνει η ατμόσφαιρα που αποπνέει. Καθένας γυρεύει αλλού να’βρει ότι απέμεινε από τις αθωότητες.
Η Καιτούλα πιάνει τα μαλλιά της, συμβουλεύεται το ρολόι της, βγάζει τα σκουλαρίκια της και τ’ακουμπά στο πλάι, πάντα σε τάξη, όχι πατημένα στρας, όχι. Και ετοιμάζεται να πιάσει δουλειά. Στο μεταξύ εκείνοι οι δυο για να μην αφήνουμε εκκρεμότητες με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της αφήγησης, χωρίσανε, σφίγγοντας τα χέρια, σαν να μην επρόκειτο να συναντηθούν ποτέ ξανά. Είχαν απομακρυνθεί, όταν ο ένας σταμάτησε απότομα, στράφηκε στον άλλον που χανόταν κιόλας εις διαέριον φυγή και φώναξε, πολύ καθαρά. “Τ’απόγευμα στου Γιασεμάκη, ακούς ρε;” Ο άλλος ύψωσε το χέρι του όπως κάνουν οι ποδοσφαιριστές λίγο πριν εκτελέσουν με κομπίνα το κόρνερ και ήταν αυτή μια στάση απολύτως καταφατική.
Η Καιτούλα μόλις έλαβε την πρώτη κλήση. Κάποιος λέει θέλει να ακούσει τα καβαφικά “Κεριά”. Η ζωή του μεταστράφηκε απολύτως προς το χειρότερο μα είναι ο χρόνος που τον πληγώνει περισσότερο από όλα. Και η Καιτούλα με την αισθαντική της φωνή ανασύρει από τη λήθη τους ωραίους και αλληγορικούς στίχους. “Μπράβο δεσποινίς, ήδη νιώθω καλύτερα. Εύγε!” Τι περήφανη που ‘ναι η Καιτούλα έτσι όπως κρέμονται από τα χείλη της οι φωνές στην άλλη πλευρά. Και έπειτα πάλι το “ντριν” το χαρακτηριστικό. “Υπηρεσία Απαγγελίας, εδώ Καιτούλα, λέγεται παρακαλώ;” Η νεαρά συνέχιζε και όλο συνέχιζε να αραδιάζει στίχους, ποιήματα, κάποιος ζήτησε ένα έπος, η Καιτούλα τ’αρνήθηκε ευγενικά λαμβάνοντας υπόψη την χρονική έκταση της βάρδιας. Άλλος για τους στίχους του Γκόρπα, κάποιος για το Μονόγραμμα και άλλος για τον Χριστιανόπουλο. Η γκάμα ευρύτατη και η Καιτούλα πολυδιαβασμένη, ικανή να προσαρμόζει κατάλληλα το ύφος της στην αισθητική λειτουργία που υπηρετεί μια στροφή. Ένας θέλησε να ακούσει Αναγνωστάκη και ένας άλλος ζήτησε από την Καιτούλα κάτι του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, έστω τον χτύπο των μηχανών στα εκκοκιστήρια της Ελασσόνας. Σε κανέναν δεν αρνήθηκε το ποίημα του, ενώ καμιά φορά αν δεν είχε και άλλη γραμμή – την ειδοποιεί ένα κόκκινο φωτάκι στο καντράν της συσκευής , κάτι σαν συναγερμός – διάβαζε εκείνα τα δικά της, τα ωραία, σκόρπιες αναφορές και αποσπάσματα. Σολωμό και άλλα.
Πού να φανταστεί πως την ήρεμη βάρδιά της θα τη χαλούσε εκείνο το περίεργο τηλεφώνημα. Μάλιστα, περίεργο γιατί ένας Θεός ξέρει ποιος θα μπορούσε να έχει γούστα τόσο επικίνδυνα και πνεύμα καταιγίδας. “Καλησπέρα σας”, είπε μια φωνή διστακτικά. Η Καιτούλα ανταποκρίθηκε με το γνώριμο τυπικό της στυλ.
“Ξέρεις Καιτούλα, δεν πρέπει ποτέ να φανερώσεις κάποια συμπάθεια, φόβο ή τρυφερότητα, πάει να πει θα φέρεσαι σαν μια καλά προγραμματισμένη μηχανή που κάνει ακριβώς ότι της λένε. Απαγγέλλει δηλαδή ποιήματα”. Αυτή η οδηγία στάθηκε Ευαγγέλιο για την Καιτούλα που ‘χε ένα σορό χρέη και της ήταν αναγκαία αυτή η δουλειά. “Θα ήθελα”, σιωπή και έπειτα, “θα ήθελα να μου διαβάσετε ένα ποίημα”. Πάλι σιωπή, αυτή τη φορά παρατεταμένη. Η Καιτούλα θέλησε να κάνει το τηλεφώνημα κάπως πιο προσωπικό, επιστρατεύοντας συμπάθεια και μια ευχάριστη διάθεση. “Μα και βέβαια, ποιο θα θέλατε;” Η φωνή σώπασε, σαν τάχα εκείνη ακριβώς τη στιγμή να εξελισσόταν ένας τοκετός. Σε λίγο θα γεννηθεί η απάντηση. “Τον Τρελό Λαγό”. Η Καιτούλα συμβουλεύτηκε το εγχειρίδιο, το ποίημα δεν περιλαμβάνεται. Αχ, Θεέ μου, τι πρέπει να κάνει; Να φερθεί σαν τη μηχανή του εισηγητή ή να πάρει επάνω της την κατάσταση; Και άλλωστε, το ποίημα είναι ωραίο και θυελλώδες, έτσι που ο τρελός λαγός τριγυρίζει ανάμεσα στα σύρματα και τραυματίζεται και συνεχίζει και όλοι οι δρόμοι που σου ‘παν πως προσμένουν ανοιχτοί, φράζονται από εμπόδια απροσπέλαστα. Το ζύγισε και στα επαναλαμβανόμενα “εμπρός” της άλλης πλευράς αποκρίθηκε με την απαγγελία.
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός γύριζε στους δρόμους ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός έπεφτε στις λάσπες
Από την άλλη πλευρά ακούγονταν χειροκροτήματα, πότε αναφιλητά και ύστερα μια βαριά σιωπή δίχως ραγισματιά καμιά.
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός άνοιγε η νύχτα στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός έφεγγε ο κόσμος
Η Καιτούλα κόμπιασε μια στάλα, ο κόκκινος συναγερμός χτύπησε, το καντράν άναψε κόκκινο, φοβερό σημάδι. Ήταν ο εισηγητής που άκουγε όλες τις εκπομπές και είχε κιόλας επισημάνει την παραβίαση των κανόνων. “Συνεχίστε, παρακαλώ”, ζήτησε η φωνή και η Καιτούλα κατέβασε μεμιάς το ακουστικό αναποδογυρίζοντας τον κόσμο με τους σαχλούς κανόνες του, τους παλιούς και τους ξεφτισμένους, κάτι σαν σημαίες αυτοκρατορικές εμπρός στις οποίες δεν σκύβει πια κανείς το κεφάλι.
Τέλος πάντων, κάντε και εσείς κάτι, φτιάξτε, ας πούμε μια μεταφορά που να σας κάνει εν προκειμένω, γυρίστε τη σκηνή βαλμένη στο δικό σας μέτρο πια. Μα κάντε κάτι γιατί το ποίημα καλά κρατεί και τώρα,
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός πρήσκονταν η γλώσσα βόγκαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός θάνατος στο στόμα, συμπλήρωσε η Καιτούλα.
Καμιά φορά, άνοιξε η πόρτα βιαστικά, σαν να την σάρωνε ένας ξαφνικός και άγριος άνεμος. Ήταν ο εισηγητής, είχε αίματα, χαρακιές από σύρματα, τα μάτια του σκέτο χάραμα, κάτι σαν γλαυκός ουρανός. Στο πουκάμισό του, στη θέση της καρδιάς είχε μια στάμπα πορφυρή, το φεγγάρι του δολοφονικό, όπως ο επιθετικός προσδιορισμός των θαλασσίων κητών, όπως ο Λεβιάθαν και ο Μόμπι Ντικ.
Η Καιτούλα πίστεψε πως από στιγμή σε στιγμή θα την απολύσουν. Μα ο εισηγητής με δακρυσμένα τα μάτια, ψέλλιζε “ευχαριστώ Καιτούλα, σας ευχαριστώ” και στα χέρια του κρατούσε τ’ακουστικό. “Εσείς;” είπε το κορίτσι. Και ο εισηγητής με βουρκωμένα τα μάτια του, άρπαξε τα δυο της χέρια που ‘σαν δίχως δαχτυλίδια, εμπρός στα πόδια της έσκυψε και είπε τα παρακάτω λόγια, τα αινιγματικά. “Και με το ρούχο , ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα”.
Και έτσι απλά η μηχανή νικήθηκε και ο Σολωμός αντάμωσε με τον Σαχτούρη, χρόνια μετά το πέρασμά τους. Όσο για τους δυο φίλους που θα βρίσκονταν τ’απόγευμα, η τύχη δεν τους χαμογέλασε αφού τα φρένα του φορτηγού που στρίγγλιξαν μες στο μεσημέρι, οι σπασμένες χάντρες του κομπολογιού χάμω στο δρόμο, σφραγίσανε για πάντα τόσο αναπάντεχα, αυτήν την ιστορία. Η Καιτούλα απολύθηκε όπως ήταν φυσικό και η εταιρία έκλεισε. Πού καιρός για ποιήματα, χρωστάμε ο καθένας μας τόσα όνειρα ακόμη. Μετά από μέρες η νεαρά αρρώστησε βαριά. Χρειάστηκε αφεψήματα και κομπρέσες και ότι μπορεί να βάλει ο νους σου. Λίγο πριν ξεψυχήσει – από έρωτα πήγε, από έρωτα – καθώς η αδυναμία του σώματός της αποκάλυπτε τα σωθικά της τα ίδια, με ένα κάδρο εξοχικό στο φόντο του νεκροκρέβατου, ψιθύρισε σε στυλ Ρέμπραντ.
“Φυλαχτείτε, ο αέρας της ποιήσεως είναι ανθυγιεινός”.
Απόστολος Θηβαίος