[…σε φόντο βυθού και να καταστρέφονται, λέει τα περιγράμματα…]
Τραυματισμένες, αθώες,
νευρικές, ανήσυχες και
πληγωμένες,
εκείνες οι μέρες
που θα ’ρθούν
Έβρεχε από το πρωί. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει, πώς να σταθεί κανείς έξω σε τέτοιο χαλασμό. Μόνον τους ανθρώπους με τις απαραβίαστες υποχρεώσεις μπορούσες να δεις εκεί έξω. Μόνον αυτούς θα συναντούσες όλη τη μέρα στους δρόμους της πόλης. Πού οι όμορφες μέρες, με τις φωνές των παιδιών, με τις παρέες και τα υπαίθρια καφενεδάκια που σημαίνουν ότι η ζωή εκεί έξω, αντέχει ακόμη. Πού πήγατε;
Ω, αυτές οι μέρες θ’αργούσαν να έρθουν ξανά. Μα θα τις περιμένανε, η ελπίδα συνιστά τον μόνο τρόπο να ζει κανείς, μια αβέβαια μέθοδος, μα ό,τι έχουμε στα χέρια μας, τίποτε άλλο.
Στην κεντρική λεωφόρο που βγάζει ως την έξοδο του οικισμού το νερό κατέβαζε ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Μα κυρίως πέτρες, κυρίως αυτές θαρρείς και τα βουνά τριγύρω θέλησαν να ελαφρύνουν τους ώμους από έναν εαυτό ακατέργαστο και αιώνιο. Μολύβι ο ουρανός και το απόγευμα τι γρήγορα που πνίγηκε. Έπειτα έμεινε μόνο η μαρτυρία της βροχής που έπεφτε ακατάπαυστα εμπρός από τα φώτα, κάποιος διαβάτης που περνούσε σαν τη μεγαλύτερη έκπληξη και μπόλικη ησυχία, από εκείνη που γίνεται δυσβάσταχτη. Είμαι βέβαιος πως ξέρετε καλά για ποιο πράγμα σας μιλώ.
Δεν θα μπορούσε να κάνει τους συνηθισμένους περιπάτους του. Το τερέν ήταν βυθισμένο στις λάσπες και κάθε σκέψη για μια βόλτα έμοιαζε απαγορευτική. Κοίταξε πίσω από τις γρίλιες, δεν ήταν κανείς. Ένιωσε την ανάγκη να ακούσει μια ανθρώπινη φωνή και ίσως για αυτό δυνάμωσε την ένταση στο παλιό τρανζίστορ. Έπαιζε κάτι χαριτωμένα λαϊκά, αφιερωμένα σε κάποιον άδοξο έρωτα, στον ήρωα που δαπανήθηκε για μια αγάπη και άλλα τέτοια. Του άρεσε να ακούει το συγκεκριμένο σταθμό, ίσως επειδή οι διακοπές για τις ειδήσεις ή για καμιά διαφήμιση, υπήρξαν σπάνιες. Και όταν έπεφταν, πάντα πριν το σήμα του σταθμού, εκτυλίσσονταν γοργά και μεμιάς ο σταθμός εξέπεμπε και πάλι τα χαριτωμένα λαϊκά τραγουδάκια, αυτά που νομίζω πως αν μας συγκινούν καθόλου ανόητα δεν είναι.
Καλύτερα να μην σκεφτείς κάτι, αν δεν θέλεις να σου συμβεί, γράφει στο μεγάλο βιβλίο των παροιμιών. Αν υπάρχει ένα τέτοιο κάπου στον κόσμο, σίγουρα θα πρέπει να φροντίσει για τη συγκεκριμένη προσθήκη. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έπεφτε το ρεφραίν, το πρόγραμμα διακόπηκε. Και ακούστηκαν επιγραμματικά μερικές ειδήσεις, σαν κάποιος να προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανό το δεσμό αυτής εδώ της πολιτείας με τον μεγάλο κόσμο. “Οι αρχές φοβούνται πως όσοι κατέφυγαν στα ορεινά θα κινδυνεύσουν. Τα φαινόμενα και οι όγκοι του νερού που αναμένονται, καθιστούν επίφοβη την ασφάλεια των ανθρώπων αυτών. Οι αρχές αναμένεται να λάβουν στοχευμένες δράσεις για την ασφάλειά τους. Γυναίκες και παιδιά θα μεταφερθούν στο κλειστό γυμναστήριο”, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Σχέδια επί σχεδίων για “αυτούς τους ανθρώπους”, συλλογίστηκε με τη γεύση στο στόμα κάπως πικρή.
“Αυτοί οι άνθρωποι”, λοιπόν, ήταν κάτι ταλαιπωρημένες καρδιές που ‘χαν γλιτώσει από τον βέβαιο πνιγμό. Δεν ζήτησαν τίποτε, μόνο να τους υποδείξουν το πιο ανεπιθύμητο σημείο του νησιού. Και ύστερα φορτώθηκαν ότι τους είχε απομείνει, επιβεβαίωσαν με ένα νεύμα το μονοπάτι και ένας μετά τον άλλον, πήραν τον ανήφορο. Τι παράξενο θέαμα να τους βλέπεις να ξεμακραίνουν, διαλέγοντας θαρρείς μονάχοι τους την εξορία. Πώς να φανταστεί κανείς ότι εκείνος που γνώρισε την πιο άσχημη πλευρά της ζωής, καμιά φορά προτιμά τη μοναξιά, τ’ακίνητα πράγματα, την αποκλεισμένη τους ζωή. Το μόνο που μαρτυρούσε πως κάποτε αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν, δεν είναι άλλο από τη λίστα των αρχών. Μερικές δεκάδες ονόματα, που αν αθροιστούν στους αριθμούς των αυτοσχέδιων κοιμητηρίων πλάι στο κύμα, συνθέτουν τη μεγάλη τάξη των πνιγμένων ανθρώπων. Τους φαντάζομαι με μια ράχη γυαλιστερή και κάτι μάτια ορθάνοιχτα να διαβαίνουν από τους βυθούς, ξυπνώντας όστρακα, σηκώνοντας μια χούφτα άμμο στο πέρασμά τους. Τώρα δεν μιλούν ανθρώπινα, μήτε που έχουν τίποτε όνειρα ζωντανά. Η μόνη τους περιουσία είναι η λήθη και εκείνα τα ταξιδιωτικά έγγραφα που μιλούσαν κάποτε για αυτούς. Δεν υπήρχε Θεός για αυτούς και ήταν η μοίρα τους σκέτη εγκατάλειψη. Όμως οι άνθρωποι αυτοί που όλο και ξεμακραίνουν από την ιστορία, κάπου στο περιθώριο της πραγματικότητας μας, διάλεξαν την τρυφερότητα των ακίνητων, των σιωπηλών πραγμάτων. Δανείστηκαν τα φτερά τους που άλλοτε τσακίστηκαν από ένα όνειρο δαπανημένο και γίνανε άγγελοι δίχως Θεό. Άραγε, συλλογίστηκε, πώς να λέγεται στη γλώσσα αυτών των ανθρώπων η ελπίδα, πώς; Μπορεί να την διέγραψαν αυτή τη λέξη, τόσο που τους στοίχισε. Γιατί στην άλλη πλευρά τους περίμενε ένας κόσμος κάπως σκληρός και όσο και αν έλεγαν, κρατημένοι σφιχτά από το τίποτε, “χαίρε θάλασσα, φίλη”, δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως τίποτε το λυρικό δεν έχει αυτή η ζωή. Τώρα γνωρίζουν πως έχει την όψη της ανάγκης, τίποτε άλλο.
Η πόρτα χτύπησε δυνατά. Σάστισε, δεν φανταζόταν πως εκεί έξω υπήρχε κάποιος που τον χρειαζόταν. Τα χτυπήματα επαναλαμβάνονταν, υπόκωφα, σταθερά, χτυπήματα απελπισμένα. Όταν άνοιξε είδε έναν από “εκείνους τους ανθρώπους”. Τα μαλλιά και τα γένια ήσαν πυκνά και απεριποίητα, το πρόσωπό του οστεώδες, σημαδεμένα τα χέρια του. Τα ρούχα του, ρετάλια που δεν θα του κάνανε τίποτε μες στην παγωνιά. Τον ρώτησε τι ήθελε μα ήταν φανερό πως ανάμεσά τους δεν έστεκε τίποτε κοινό. Έπρεπε να βρουν έναν άλλο κώδικα, έπρεπε να ανακαλύψουν με ποιον τρόπο φθάνει κάποιος κοντά στον άλλο. Ο ξένος άρχισε να κάνει κάτι σαν παντομίμα. Φούσκωνε την κοιλιά του, τα μάγουλά του, έκανε πως κρατούσε τη μέση του και έφερνε βόλτες στο ιατρείο. Καθόταν στην καρέκλα, έκανε πως δυσφορούσε και έπειτα με μια γλύκα που δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά , προσποιούνταν ότι κρατούσε στα χέρια του ένα μωρό παιδί.
Και ύστερα σκοτείνιασε και τα μάτια του γινήκανε δυο μαύρες λίμνες. Τι σου συμβαίνει, ξαναρώτησε ο νεαρός ιατρός μα ο ξένος είχε κιόλας σηκωθεί και στεκόταν, πάντα κουρελής και πάντ’αγγελος διωγμένος με το μικρό του, τ’αδύναμο φανάρι μοναδική του περιουσία. Είχε μισανοίξει την πόρτα της αυλής και έγνεφε στον ιατρό να ακολουθήσει. Στο φόντο εκείνης της νύχτας, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ο ιατρός του έκανε νόημα να περιμένει και έπειτα βγήκαν οι δυο τους την ώρα που δυνάμωνε η βροχή και η πολιτεία είχε πια υιοθετήσει ένα πνεύμα, καθώς λένε, καταιγίδας. Ο ξένος του έδειξε το σκοτεινό το μονοπάτι και οι δυο τους σβηστήκανε κάτω από τους χίλιους τόνους του βαθιού πράσινου χρώματος που εκείνη την ώρα λίγη σημασία είχαν για αυτήν εδώ την ιστορία.
Και το μικρό φανίο – άραγε να’ναι ίδιο με του Πολύστρατου την τόσο επιγραμματική φωταγωγία, ποιος το ξέρει – έκανε κάθε τόσο πως θα σβήσει με η φλόγα του στερεωνόταν όλο και καλύτερα. Και όσο μακραίναν από το κέντρο της πολιτείας, όλοι οι θόρυβοι έξω απ’εκείνον της βροχής έπαυαν. Και ήταν μόνον η ανάσα τους καθώς έκαναν ότι μπορούσαν για να ανέβουν τον κακοτράχαλο δρόμο. Εμπρός εκείνος ο άγγελος και πίσω ένας νεαρός ιατρός. Και στο βάθος η θάλασσα, πάντα σε κατάσταση έρωτος με το καινούριο φεγγάρι. Τα χέρια τους κόβονταν πάνω στις αιχμές των βράχων όμως οι δυο τους δεν έχαναν το ρυθμό ή το κουράγιο τους. Κάτι σοβαρό συνέβαινε επειδή εκείνος ο ξένος διάλεγε τα πιο απότομα περάσματα προκειμένου να σκαρφαλώσουν γρηγορότερα.
Όταν φθάσανε στο πλάτωμα το μικρό φανάρι πάλευε να βρει την ανάσα του. Δεν τα κατάφερε και η βροχή δυνάμωνε και όλα μοιάζανε τόσο καινούρια και τόσο αβέβαια. Φθάσανε εμπρός το παράπηγμα. Είχε τοίχους χαρτονένιους με μια πρόχειρη επένδυση νάϋλον. Χρέη πόρτας εκτελούσε ένα κομμάτι λαμαρίνα, φαγωμένη ως το κόκκαλο από τη σκουριά. Που ανεβαίνει με τη μορφή φυσαλίδων Γιάννη Βαρβέρη. Ο νεαρός ιατρός κοίταξε από το παράθυρο της καλύβας και είδε μια γυναίκα, τόσο χλομή, σαν την αυγή σχεδόν. Ξάπλωνε ασάλευτη και είχε στην αγκαλιά της ένα νεογέννητο. Τότε κατάλαβε, ο ξένος του έκανε νόημα να περάσει. Τώρα μιλούσαν πια την ίδια γλώσσα. Η ατμόσφαιρα μες στο καλύβι ήταν παγωμένη, το βρέφος σιγόκλαιγε όσο η μητέρα καιγόταν στον πυρετό. Έπρεπε να κάνει κάτι. Ζήτησε από τον ξένο νερό και μερικά υφάσματα. Έπειτα του έδειξε εκείνο τ’ανθάκι που θεραπεύει καθώς λένε από τα συμπτώματα κάθε αρρώστιας. Ο ξένος απομακρύνθηκε μερικά μέτρα και άρχισε να συλλέγει τ’άνθος. Ο ιατρός ζέστανε το νερό έξω στη φωτιά που ‘καιγε κάτι τενεκεδένια κουτιά, ένα φαρδύ κούτσουρο και μπόλικα κλαδιά. Έπειτα πλησίασε το βρέφος, το σκούπισε και το σκέπασε με ένα καθαρό ρούχο. Σαν να ησύχασε εκείνο μόλις ακούμπησε στον κόρφο της γυναίκας που τώρα συνερχόταν. Ο ιατρός της σκούπιζε απαλά το μέτωπο και της χαμογελούσε, βέβαιος πως για όλα ευθυνόταν η αγωνία του τοκετού. Η γυναίκα, ένα κορίτσι, όχι πάνω από είκοσι χρονών, – ο Φεντερικό Γκαρσία Λόρκα θα ‘λεγε “με είκοσι ήλιους καρφωμένους στα μαλλιά της” – κράτησε το χέρι του νεαρού και αποκοιμήθηκε. Ο ξένος πλησίασε και έγειρε πλάι στη γυναίκα. Ο ιατρός τους άφησε και φρόντισε τη φωτιά. Τα ρούχα του ήταν βρεγμένα και είχε στα χέρια του αίμα και αγκάθια. Μα ένιωθε καλά, ένιωθε καλύτερα από ποτέ όταν κοιτούσε από το παράθυρο του καλυβιού και αντίκριζε την αγάπη, εμπρός στα μάτια του, να κρατιέται από εκείνο το λίγο που’ναι στα αλήθεια περισσότερο από κάθε γνωστή ποσότητα.
Το πρωί τους βρήκε χαμογελαστούς μες στο καλύβι. Η μητέρα θήλαζε και ο ξένος μάζευε τ’άνθος που του ‘χε υποδείξει ο ιατρός. Του επισήμανε πως δεν χρειαζόταν πια μα μόλις στα χέρια του ξένου σχηματίστηκε ένα μάτσο από αυτά τα ανθάκια, ήρθε και με μια μεγάλη υπόκλιση, ίσως δακρυσμένος τα προσέφερε στον νεαρό ιατρό. Δεν έμεινε περισσότερο. Είχε γίνει κιόλας καλύτερος άνθρωπος. Ακολούθησε το μονοπάτι και έφθασε μεσημέρι στην πολιτεία. Κάποιος τον συνάντησε στον δρόμο, τον είδε ταλαιπωρημένο και άυπνο και τον ρώτησε τι του συνέβαινε. Πριν μιλήσουν κοιτάξανε οι δυο τους μήπως είχε κρυφτεί κάπου εκείνη η χθεσινή η καταιγίδα. Δεν είδαν τίποτε. Ο νεαρός του εξήγησε και έπειτα, μόλις που είχε απομακρυνθεί, πρόσθεσε. “Πείτε στη διοίκηση πως αυτοί οι άνθρωποι δεν μας χρειάζονται. Θέλουν να τους ξεχάσουμε για πάντα. Και όταν λυπούνται και όταν χαίρονται και όταν φοβούνται μπορείτε να δείτε την πελώρια ανθρωπιά τους που φέγγει σαν κάποιο περίφημο, θρησκευτικό αστέρι. Μην ξεχάσετε να πείτε στη διοίκηση να μην ανησυχεί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μας αξίζουν , αυτοί οι άνθρωποι δεν μας χρειάζονται”.
Άνοιξε τα παραθυρόφυλλα στο ιατρείο. Μια υποψία ήλιου φάνηκε στο πάτωμα μα χάθηκε γρήγορα. Ας είναι, εκείνες οι μέρες θα ξανάρθουν, θυμάστε; Βρήκε κάτι που έμοιαζε με βάζο και έβαλε το ματσάκι στο νερό. Χρόνια αργότερα τ’ανθάκια εξακολουθούν να ανθίζουν μες στο χειμώνα, αφήνοντας έκπληκτους τους ανθρώπους που θυμούνται ότι όπως η τέχνη έτσι και η αγάπη, πλανιέται στον κόσμο και δίνει μάχες και φτιάχνει ετοιμόρροπα παράθυρα για να μην ξεχάσει ποτέ τη θέα της άλλης πλευράς. Να μην ξεχαστεί όταν τα χρόνια θα μας έχουν προσπεράσει. Αυτό είναι όλο.
Απόστολος Θηβαίος