Ένα ανοιξιάτικο βράδυ δυο τραίνα έπιασαν φωτιά κι έγιναν στάχτη. Οι μηχανές διαλύθηκαν, χίλια κομμάτια κύλησαν βαθιά μέχρι το δάσος. Πολλοί πέθαναν. Πιο πολλοί τραυματίστηκαν. Κάποιοι έσωσαν όσους μπόρεσαν, ενώ τα τηλέφωνα χτυπούσαν. Οι γονείς έκλαιγαν. Οι φίλοι έκλαιγαν. Οι διασώστες έψαχναν. Οι πολίτες έδιναν αίμα, οι πολιτικοί παράσταση και τα κανάλια μοίραζαν άφεση ή καταδίκες. Οι εργάτες των τραίνων έλεγαν «τα λέγαμε». Ο κόσμος ούρλιαζε στους δρόμους κ οι μπάτσοι έριχναν χημικά. Τα δάκρυα από τα χημικά ανακατεύονταν με τα άλλα δάκρυα, τα πρώτα. Η σκόνη δεν έλεγε να κατακαθίσει.
Κι ύστερα, όλα ησύχασαν. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στ’ αλήθεια. Αλλά το τραύμα έβραζε και έσκαβε, έσκαβε, και μπορεί τα παιδιά που δε θα μεγάλωναν πια να ξεχάστηκαν απ’ τους πολλούς, μα αυτά που θα γεννιούνταν αργότερα κάτι σπασμένο θα είχαν μέσα τους, πριν ακόμα απ’ το πρώτο τους κλάμα, μες στην κοιλιά της μάνας τους, κάτι σα στάχτη θα τους έκαιγε τα ρουθούνια με κάθε ανάσα. Κι ύστερα, κάποτε θα πέθαιναν κι αυτά.
(Καπ U’alu, 1991) Ζει στην Αθήνα και είναι λίγο φλου.