Μικρό αφιέρωμα με τρεις ιστορίες σε ρυθμούς Country 

© Abelardo Morell

[…και στο τέλος, ο μοναχικός καουμπόι που στρίβει τον καπνό του και δεν του καίγεται καρφί για την ακουαμαρίνα των οριζόντων. Εκείνο που έχει σημασία για αυτόν, δεν είναι παρά όλοι αυτοί οι δρόμοι που ανοίγονται….]

Ένας νεκρός στο νότο
[…στα ηχεία οι Dead South…]

 

Έριξε μια ματιά τριγύρω του. Μπερδεμένα τα πρόσωπα, κάποια γνωστά μα τα περισσότερα διάφανα και περαστικά, σαν ποτέ να μην υπήρξαν. Το μπαρ ήταν κατάμεστο από τέτοιους τύπους, θέλω να πω από παράξενα, διάφανα πρόσωπα. Ένιωσε που διψούσε και έτσι πλησίασε ως την μπάρα, παραμέρισε κάποιους που ‘χαν αποκοιμηθεί και έγνεψε στον μπάρμαν. 

Ήταν ένας άνδρας απροσδιόριστης ηλικίας. Έμοιαζε να’ρχεται από την πλευρά του νότου, οι κινήσεις του εκτελούνταν αργά, μακρόσυρτα, σαν τίποτε στον κόσμο να μην μπορεί να τον κάνει να βιαστεί.

Ζήτησε ένα μπέρμπον, κάτι φτηνό. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο παλιό, ξύλινο ρολόι. Οι δείκτες είχαν αφαιρεθεί και έτσι μόνον με κάποιον μυστικό τρόπο, θα μπορούσε κανείς να καταλάβει τι ώρα ήταν. Πώς να φανταστεί ότι ο χρόνος από τούτο εδώ το μέρος λείπει για πάντα. Πώς να φανταστεί πως ο χρόνος νικήθηκε ή πως βρίσκεται κιόλας στην άλλη πλευρά;

Θα έπρεπε να ρίξει μια ματιά στα ρούχα του, στα παπούτσια του που ‘ταν λασπωμένα και επίσημα πολύ. Τότε με σιγουριά θα αντιλαμβανόταν πως φθάνει από μακριά και πως τίποτε κοινό δεν έχει με τούτο τον κόσμο. Ο κάπελας του προώθησε το χαμηλό ποτήρι με το φτηνό μπέρμπον. Εκείνο διέγραψε μια σταθερή τροχιά και ήρθε να συναντήσει το χέρι του. Ο μπάρμαν χαμογέλασε και ένας σκελετωμένος πιανίστας, έπιασε εκείνες τις γνώριμες μελωδίες του νότου που κάνουν θραύση σε τούτα εδώ τα μαγαζιά, τα απόμερα, τα ύποπτα.

Ήπιε μονορούφι το μπέρμπον και πλατάγισε τα χείλη του. Έγνεψε στον μπάρμαν για άλλο ένα και εκείνος δεν τ’αρνήθηκε. Λίγο μετά, ο γέρο  πιανίστας, πήρε να τραγουδά μασώντας τις λέξεις με στυλ. Φορούσε τριμμένη ρεντικότα και έμοιαζε να είναι τουλάχιστον διακοσίων ετών.  Ίσως πάλι να ήταν συνέπεια του φωτισμού  μα και το πιάνο του, ακόμη και αυτό έδειχνε παλιό και έτριζε κάθε τόσο το ξύλο πάνω στη φθαρμένη επιφάνεια, προσθέτοντας κάτι ξένο στη γνώριμη μελωδία. Ο τύπος αυτοσχεδίαζε δένοντας μεταξύ τους πολλούς γνωστούς ρυθμούς. 

Άλλο ένα. Μα ο μπάρμαν του ‘γνεψε “όχι”. Μα τι τον έπιασε, συλλογίστηκε; Εκείνος είναι ο πελάτης και θέλει τώρα να πιει ένα ακόμη ποτό. Μα ο μπάρμαν τον πλησίασε και του’πε εμπιστευτικά.

“Δυο είναι αρκετά. Τώρα πρέπει να κινήσεις. Ξέρεις ακριβώς πού πηγαίνεις. Τον βλέπεις τον πιανίστα; Εκείνος είναι ο σύνδεσμος που θα σε περάσει μέσα από τα βουνά. Δεν χρειάζεται να ‘σαι ολότελα μεθυσμένος. Ο θάνατος, φίλε μου, συνιστά μια πολύ σοβαρή περίσταση”. 

Και τότε τα θυμήθηκε όλα, τον πυροβολισμό, τον ύπνο που ‘πεσε επάνω του με ένα τόσο δα φτερούγισμα. Ώστε ήταν νεκρός σε κάποιο μπαρ του πεθαμένου νότου. Και τώρα αρχινούσε το στερνό του το ταξίδι. “Μάλιστα”, μονολόγησε και ένιωσε την καρδιά του μπαίνει στη θέση της. Μα μόνο σαν παρομοίωση, αφού ποιος νεκρός διαθέτει καρδιά; Σας ρωτώ, ποιος;

Σιδηρόβεργες

[…στα ηχεία, The Gamblers από τον εμβληματικό Kenny Rogers…]

“Τι δουλειά κάνεις;”, τον ρώτησε, όσο το βαγόνι τρέμοντας περνούσε μέσα από την ερημιά.

Εκείνος δεν αποκρίθηκε, μόνο παρήγγειλε ένα ποτό στο παιδί που τριγύριζε στις πρώτες θέσεις, γυρεύοντας κάπως να απαλύνει το πολύωρο ταξίδι. Βλέπετε, το παιδί ήταν μια λύση, αφού δεν ρωτούσε τι και πώς και εκτελούσε πάντα πρόθυμα τη θέληση του πελάτη. 

“Στοιχηματίζω”, αυτό κάνω. 

Και ο άλλος συλλογίστηκε πως αυτό ήταν ένα επάγγελμα που δεν γνώριζε καθόλου. 

“Στοιχηματίζω όταν οι άλλοι τρέμουν να το κάνουν”, πρόσθεσε. “Και αν χάσω τα πάντα, καλή ώρα, παίρνω ευθύς το πρώτο τραίνο που περνά από την μικρή μου πολιτεία και πηγαίνω προς το νότο ή όπου με βγάλει”.

Το όλο πράγμα φάνταζε μια πέρα για πέρα σοβαρή ασχολία.

Στη διπλανή κουκέτα κάποιοι πιάσανε ένα παλιό τραγουδάκι.

“Και για πού το ‘βαλες τώρα;”, τον ρώτησε.

Εκείνος, στοιχημάτισε πως μπορούσε να αδειάσει το ποτήρι του. Ήπιε μια γενναία γουλιά και είπε την πικρή του αλήθεια. 

“Μου φαίνεται πως στέρεψε η τύχη μου. Τραβώ κατά το νότο, εκεί που φτιάχνουν το σιδηρόδρομο. Μου φαίνεται πως στέρεψε η τύχη μου και δεν μπορώ να εξασφαλίσω ένα ικανοποιητικό κέρδος. Μα αυτοί στο σιδηρόδρομο, πληρώνουν καλά, πάντα στην ώρα τους και έχουν φαί καθημερινά για να μην λείψει τίποτε από τα πληρώματά τους”.

Και έμεινα μόνο το τραγούδι της διπλανής κουκέτας και ο ρυθμικός ήχος του βαγονιού που γλιστρά πάνω στις σιδηρόβεργες.

Ιπτάμενες καρέκλες

[…στο φόντο Fun In a Bottle, σε στυλ ragtime του  Florian Paul Ebner. Να ακούγεται στο φόντο όσο κρατάει ο καυγάς…]

Κοιτάχτηκαν με νόημα. Είχε καιρό να φανεί κανένας καινούριος στο σαλούν του Μο. Και αυτός εδώ παραήταν ξένος και τα μούτρα του δεν τους πήγαιναν καθόλου. Είχαν ακόμη να θυμούνται τον γέρο Ντέρι που τους έλεγε πως οι ξένοι φέρνουν τρομερά προβλήματα. 

Ο ξένος ζήτησε ένα ποτό. Ο κάπελας αρνήθηκε. Κάποιος του ζήτησε ευγενικά να τους αδειάσει τη γωνιά. “Το ουίσκι δεν φτάνει για τους ξένους εδώ πέρα, ξέρεις. Για αυτό καλύτερα στρίβε”.

Αυτή ήταν και η τελευταία κουβέντα που ακούστηκε. Κάποιος έγνεψε στον πιανίστα και αυτός κατάλαβε πού πήγαινε το πράγμα. Αμέσως μετά μια καρέκλα πέρασε ιπτάμενη πάνω από τις τσόχες και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ξένου. Αυτός δεν σάστισε καθόλου και με μια σπασμένη μποτίλια βάλθηκε να παλεύει με όλους. 

Και ο πιανίστας έπαιζε και κάθε τόσο κάποιος πετιόταν έξω από το μαγαζί με ανοιγμένο το κεφάλι του. Και άλλοτε πάλι ακούγονταν να σπάνε καθρέφτες και υαλικά και τρομερές βλαστήμιες. Ο σερίφης που όλα τα ‘βλεπε από το παράθυρό του, ετοιμάστηκε αργά. Ο βοηθός του έλεγε, “βιάσου λοιπόν” μα εκείνος του αποκρίθηκε πως “δεν έχει νόημα όσο κρατά ο καυγάς, σε λίγο που θα κουραστούν τα καλόπαιδα ο νόμος θα επέμβει” και όλο γυάλιζε τ’αστέρι του.

Εν τω μεταξύ, στο σαλούν του Μο δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο, έξω από το πιάνο και τον ατρόμητο πιανίστα που έπαιζε και έπαιζε, όσο τα αγόρια ανταλλάσανε γροθιές και καρέκλες και ποτήρια και κουρτινόξυλα και άχρηστα μαδέρια από πράγματα κατεστραμμένα. Τον ξένο τον είχαν όλοι πια λησμονήσει και καυγάδιζαν μονάχα για το κέφι τους.

Κάποια στιγμή ο σερίφης έγνεψε στον βοηθό και οι δυο τους άνοιξαν δρόμο μες στο πλήθος που ‘χε συγκεντρωθεί και έκανε χάζι με τον άγριο καυγά. Ο σερίφης τους είπε να διαλυθούν και έκανε ένα βήμα, μπαίνοντας μες στο σαλούν.

Από μπροστά του πέρασε μια καρέκλα και ακούστηκε κάποιος να πονά. Ο σερίφης, ο νόμος δηλαδή, φώναξε. “Ουίσκι για όλους, αρκετά παιδιά” και μες σε πέντε λεπτά, όλοι έσφιγγαν τα χέρια και ζητούσαν συγνώμη και μεθούσαν, όπως ξέρουν να κάνουν τα παιδιά στο σαλούν του Μο.

“Κατάλαβες τώρα, τι σημαίνει νόμος, παλικάρι μου;”, ρώτησε ο σερίφης και ο άλλος μισομεθυσμένος έγνεψε καταφατικά προτού σωριαστεί παραζαλισμένος χάμω στα σανίδια του σαλούν που φάνταζε καλύτερα με πεδίο μάχης.

Α.Θ