Άννα Μπαλτατζή | Το νεύμα     

© Μονόκλ

 Την νύχτα που ο Κωνσταντής ετοιμαζόταν να πυρπολήσει την καπιτάνα*του Καρ-αλή έξω από το λιμάνι της Χίου, είχε μια αναπάντεχη συνάντηση.

Αν και δεν είχε φεγγάρι, πράγμα βολικό, αν και πηχτό σκοτάδι έκρυβε τη θάλασσα, κάποιος τον πήρε είδηση. Και παρά λίγο όλα να τιναχτούν στον αέρα. Όλα, εκτός από την καπιτάνα.

 Το κατάστρωμα του πλοίου ήταν κατάφωτο γιατί γιόρταζαν μπαϊράμι. Δαυλοί έκαιγαν και ψηλοί πυρσοί φώτιζαν σα μέρα, τόπους-τόπους. Πίναν και τραγούδαγαν αξιωματικοί και πληρώματα  και οι φρουρές χαλαρές. Η πιθανότητα να τους πάρουν είδηση μικρή. Bιαζόταν πολύ, με νευρικά νοήματα έδινε εντολές  στο τσούρμο του, έδεναν την πλώρη του πυρπολικού στη μπουκαπόρτα της φρεγάδας δουλεύοντας συντονισμένοι
Τράβαγαν τα σχοινιά, πέταγαν τους γάντζους, τους στερέωναν.  Είχε όμως αρχίσει να σηκώνει μπουρίνι.  Έγνεψε να πηδήσουν όλοι στη βάρκα και μόλις τον άφησαν μόνο του ν’ αποτελειώσει τη δουλειά, την είδε.

 Την είδε να τον κοιτάζει τρομαγμένη, ανάστατη, σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της. Από τα φανάρια της γιορτής  φέγγισε το νερό και τον είδε. Αλυσοδεμένη ήταν, δυσκολευόταν να κινηθεί κι έσκυβε μέχρι κάτω με κίνδυνο να της πέσει το μωρό από την αγκαλιά, για να δει πιο καθαρά. Χριστιανή ήταν, ξεχώρισε ο Κανάρης το ρούχο της. Το ήξερε πως είχε πολλούς Χιώτες η καπιτάνα. Γυναικόπαιδα προπάντων, οι άντρες ήταν σκοτωμένοι στο νησί. Πολύς κόσμος θα καιγόταν απόψε, αν τα κατάφερνε, μαζί με τους άπιστους και Χριστιανοί, αθώοι. Το συλλογιζόταν συνεχώς. Τον ταλαιπωρούσε αυτή η σκέψη. Δυο και τρεις φορές είπε να το παρατήσει. Πάνω από οχτακόσους νοματαίους Χριστιανούς το υπολόγιζε. Δυο χιλιάδες οι Αγαρηνοί και κοντά στους χίλιους οι Χιώτες.  Μεγάλη αμαρτία. Δεν το μιλήσαν μεταξύ τους τα πληρώματα, παρά μόνο με μισόλογα. Τους βάραινε όλους. Όμως δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν μεγάλο το κακό που κάναν οι Τούρκοι, χιλιάδες που σφάχτηκαν και χάνονταν κάθε ώρα που περνούσε. Μάταια στείλαν τα πλοία να τους μαζέψουν από τις ακτές, έτρεχε κι αυτός και άλλοι, δεν προλάβαν να σώσουν τον κόσμο, έβραζε που το σκεφτόταν. Ήρθε τώρα η ευκαιρία  να εκδικηθούν, άλλη δεν θα έβρισκαν καλύτερη. Είχε αγριέψει. Ήταν θυμωμένος και κρύος. Θα καιγόντουσαν και τα ορφανά, που ήταν στοιβαγμένα στα αμπάρια, εκατοντάδες, για πούλημα. Παιδιά, μωρά,  κορίτσια και γυναίκες και γριές. Το ήξερε  και προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, για να μην τρέμουν τα χέρια του.

Και τότε είδε τον κίνδυνο. Κατάλαβε πως η  Χιώτισσα κατάλαβε.  Μπουρλότο της έβαζε. Θα την έκαιγε ζωντανή κι αυτή και το μωρό της.

Τον είδε η Αγγελική. Σκιές είδε στην αρχή, νόμισε πως της φάνηκε κι όταν τα μάτια της εξασκήθηκαν στο σκοτάδι, ξεχώρισε την φιγούρα του, το πλεούμενο και τους γάντζους. Της ήρθε να ουρλιάξει, να φωνάξει «βοήθεια» στους ναύτες, να τον δείξει, να τον πιάσουν. Να σώσει το μωρό της. Ό,τι της απέμεινε.

Την κατάλαβε. Έπιασε ασυναίσθητα τη πιστόλα του, αλλά ήταν ψηλά, μπορεί ν αστοχούσε, μπορεί να ακουγόταν η φασαρία. Θα τον έπαιρναν είδηση. Συνέχισε ατάραχος με το βάρος από το βλέμμα της πάνω του να τον πιέζει, άναψε το μπαρούτι, μπρος και πίσω, έλυσε το πλεούμενο και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ακούσει τ ουρλιαχτό της. «Αν προλάβω πρόλαβα», σκέφτηκε, «αν προλάβει πρόλαβε». 

Τον κοίταζε αγριεμένη η Αγγελική, «ήρθε να μας κάψει», σκέφτηκε. Υπολόγισε την απόσταση, γύρισε πίσω να δει πού είχαν ξαπλώσει οι μεθυσμένοι ναύτες. Θα την άκουγαν;

Κόλλησε το μωρό στο στήθος της, γιατί συνειδητοποίησε πως την κοιτάζει ξένος άντρας, κι ήταν σκισμένο το μπούστο της. «Ανάθεμά σε  Κωνσταντή», σιχτίρισε. «Αυτός θα ναι» ,ήταν σίγουρη, αυτόν στέλναν για  τα δύσκολα: τον Ψαριανό.

Τον ήξερε τον Ψαριανό η Αγγελική, οι Ράλληδες του δίναν τους δύσκολους ναύλους . Πολλά- πολλά δεν είχε με τις επιχειρήσεις του πατέρα της, έτρεχε ο αδερφός της ο μεγάλος. Πηγαίναν πέρα δώθε με τις πραμάτειες τα ναυλωμένα πλοία .Βολευτήκαν στο πλούτο τους οι Ράλληδες, στα αρχοντικά ,στα εξοχικά, στις επιχειρήσεις  στην Ευρώπη, στα ταξίδια τους, Άμστερνταμ, Βιέννη, Βουκουρέστι, Ινδία. Πούλαγαν τα μεταξωτά τους και τίς τσόχες  σ όλη την οικουμένη. Οι Τούρκοι γλυκομίλητοι, παίρναν τους φόρους, άρμεγαν τα Μαστιχοχώρια, ποιος να πειράξει τους συνεταίρους τους, αστεία πράγματα, ποιος να τους πειράξει .

 Ήταν γλυκομίλητος ο Βαχίτ όταν ήρθε. Ο χειρότερος απ όλους. Τί τον πίστεψαν, αυτός τους ξεπάστρεψε. Όλοι καλόν τον βρίσκανε, κι ο πατέρας της πρώτος και καλύτερος. Χαιρόταν ο μεγαλέμπορος  που θα μπει η Χιός σε μια τάξη πάλι, φοβόταν τους ξωμερίτες και τους χωρικούς, που σκέφτονταν να πάρουν όπλα. Και νόμισε ότι θα τα κανονίσει μαζί του. Μέχρι πού εμφανίστηκαν οι σαμιώτες και έκαναν την περαντζάδα τους. Βαρέσανε κάτι κανονιές, κάτι τουφεκιές, κάναν και κάτι πλιάτσικα. Τους έκαψαν. Τους έκαψε ο Μπουρνιάς, τους έκαψε κι ο Λογοθέτης. Δεν ήταν να μυριστούν οι Τούρκοι απειλή. Ύστερα που μυρίστηκαν πως κάτι πάει να κουνηθεί, βγάλαν τα γιαταγάνια. Στείλαν και πλοία.  Και στα φιρμάνια που έστειλε η Αυλή, έγραφε την καταδίκη τους. 

Συλλάβανε κόσμο, τον έκλεισαν στα μοναστήρια, «προληπτικά» είπαν. Και μετά τους είπαν ότι θα γίνει «αμνηστία», και να βγουν από τις κρυψώνες τους . Πήγαν και παραδόθηκαν όλοι οι προύχοντες του νησιού, στον Βαχίτ  και τους κρέμασαν τρεις μέρες μετά. Παράδωσαν, κατά πως τους ζήτησαν,  μέχρι και τα σουγιαδάκια για το καπνό  και τα μαχαίρια της κουζίνας. Έμειναν άοπλοι σαν μωρά.

Είχαν βάλει και τον επίσκοπο να γράψει γράμμα από την φυλακή , πως έχουνε καλό σκοπό οι Τούρκοι .Να διαβεβαιώνει .Τους πίστεψε ακόμα κι ο  πατέρας της ,αυτός ο τετραπέρατος, σαν χαϊβάνι πιάστηκε.  Μέχρι το τέλος αναρωτιόταν αν είναι υπερβολή να αφήσουν το νησί. Κόσμος πολύς αναρωτιόταν, όσοι είχαν μεγάλη περιουσία, αρνιόντουσαν να δουν τι έρχεται. Είχαν αρχίσει οι συλλήψεις, οι τουφεκιές,  τα πλοία να κλείνουν το λιμάνι, κι αυτοί ακόμα αναρωτιόντουσαν.

Φύγαν άρον άρον οι επαναστάτες σαν εμφανίστηκε η αρμάδα του Σουλτάνου. Είχαν ανέβει σε ύψωμα με τον άντρα της και τα παιδιά και βλέπαν από ψηλά να εξαφανίζονται τα σαμιώτικα μπρίκια* στο μπουγάζι* και να πλησιάζουν οι φρεγάτες του πασά. Κάμποσες χιλιάδες στρατό κουβάλαγε η καπιτάνα, κι ύστερα πλακώσανε και βάρκες αμέτρητες με αγριεμένους Μογγόλους από απέναντι. Μόνους στο έλεος του Αλλάχ τους άφησαν οι επαναστάτες, άοπλους, απροετοίμαστους. Τους τα λέγανε οι δημογέροντες και τους παρακαλούσαν να φύγουν, ήταν πολύ κοντά η Χιός στην Τουρκιά, ήταν άοπλη, δεν ήξερε από πόλεμο, ούτε είχε πολεμικά πλοία,  είχαν οι περισσότεροι συγγενείς πολλούς στη Σμύρνη, στη Πόλη, θα τους πείραζαν. Να τους αφήσουν ζήταγαν, δεν ήταν έτοιμοι, να τους αφήσουν παρακάλαγαν, πριν αγριέψει ο Τούρκος. 

 Κι όταν άρχισε η σφαγή στέλναν τα καράβια να τους σώσουν, αλλά διάλεγαν όποιον είχε τα χρυσά να πληρώσει να μπει μέσα.

Στον Άγιο Μηνά αποφάσισαν να πάνε οι Ράλληδες, αλλά είδε η Αγγελική τον άντρα της να σκοτεινιάζει, και τον ακολούθησε στις σπηλιές. Ο Παντελής ο Κουράκος δεν είχε πολλά- πολλά με τη φαμίλια της. Ούτε σ’ αυτούς άρεσε, τον είχαν για παρακατιανό. Και χτήματα είχε ο Παντελής, και σπίτια, αλλά αυτοί θέλαν Πολίτη έμπορα για την θυγατέρα τους, ή έστω Χιώτη προύχοντα. Τους αποχαιρέτησε κλαίγοντας και άρχισαν να ανεβαίνουν.

 Πάταγαν πάνω σε νεκρούς στο δρόμο, πάνω σε ακέφαλα πτώματα, σε κεφάλια χωρίς αυτιά και χωρίς γλώσσα. Περπάταγαν δίπλα σε κρεμασμένους σε δέντρα που κουνιούνταν από τ αεράκι. Χωριά καμένα, πτώματα τυλιγμένα σε χαλιά, έξω στην αυλόπορτα. Έφτασαν. Στριμώχτηκαν δίπλα σε οκτώ νοματαίους. Πείναγαν κρυμμένοι στη σπηλιά για μέρες, αλλά τα καρβελάκια που έβαζαν οι τούρκοι μπροστά στις σπηλιές για δόλωμα δεν τ’ αγγίζαν, μην τους πάρουν είδηση και μπουκάρουν. Έγλυφαν κουκιά να ξεγελάσουν την πείνα τους, και μασουλούσαν χόρτα. Πέρναγαν κάθε πρωί από τα μονοπάτια οι Αγαρηνοί, κράδαιναν κομμάτια κρέας έξω από τις σπηλιές ,ανθρώπινο  κρέας , το διαλαλούσαν  στα ελληνικά, «κρέας, κρέας καλό» στους πεινασμένους ,για να τους κοροϊδέψουν και να τους ξετρυπώσουν .  Έκλαιγε το μωρό. Τού έφραζε το στόμα τρομαγμένη, παρά λίγο να το πνίξει

 Την παρακάλαγε ο  Παντελής, να το αφήσει έξω, μακριά από τη σπηλιά . Κάποιος μπορεί να το έβρισκε, και να σωθεί κι αυτό. Μην τους προδώσει το κλάμα, τους βρουν και χαθούν όλοι. Κι άλλες μάνες το ίδιο κάναν.  Να σωθεί τουλάχιστον  ο Δημητράκης. Δεν άντεξε να παρατήσει το μωρό. Τούς βρήκαν.

 «Γιατί βρε Δημητράκη ζητάς ψωμί από τον τούρκο ;». Έκλαψε το παιδί σαν είδε το ψωμί. Του πέταξε ένα ψίχουλο. Ήθελε κι άλλο, ξανάκλαψε. «Πεινάω, θέλω ψωμί» τσίριξε. Σήκωσε το σπαθί ο τούρκος και το έκοψε στα δυο μπροστά στα μάτια της.

Της Μυρσίνης, που την ξετρύπωσαν μετά, της κόψαν την κοιλιά, και βγάλαν το έμβρυο και το κάρφωσαν στο σπαθί. Μάζευε τ άντερά της από κάτω, αλλά η Αγγελική ούτε έσκυψε να  την βοηθήσει, μάζευε τα κομμάτια του παιδιού της από το χώμα. 

Έσυραν τον Παντελή μέχρι την πλατεία, εκεί που έκανε τις βόλτες του τα καλοκαίρια, κοιταχτήκανε μόνο, μια τελευταία φορά, της έκανε νόημα  να το βάλει στα πόδια. 

Όρμησε αγκαλιά με το μωρό στο πρώτο σπίτι, ανέβηκε στη σκεπή, και πηδώντας από στέγη σε στέγη, βγήκε από το χωριό. Ήταν κολλητά τα σπίτια, τα κατάφερε. Βρήκε κι άλλους και λιγωμένη κουτρουβάλησε μέχρι τη θάλασσα. Ερχόταν και ξαναρχόταν πλοία και βάρκες στο λιμάνι, και στις δίπλα ακτές, τους βοήθαγαν να μπούνε μέσα, μα πού να χωρέσουν τόσες χιλιάδες κόσμος. Αλαλιασμένοι έτρεχαν, έσπρωχναν, άλλοι ανέμιζαν πουγκιά στα χέρια, πως έχουνε να δώσουνε -ό,τι τούς απόμεινε απ’ τα πλιάτσικα- για να πληρώσουν την ανάποδη διαδρομή στον Αχέροντα. Από τις κορφές βλέπαν λεφούσι τα ταγκαλάκια* να κατρακυλάνε προς τη θάλασσα. Πάλευε κι η Αγγελική  με το μωρό της να βγει μπροστά στην ουρά και να πηδήξει στη πλώρη, μα έσπρωχναν με δύναμη, θα της το έλειωναν το παιδί, οπισθοδρομούσε, έχανε τη βάρκα. Στο παραλίγο δεν κατάφερνε να πηδήσει, έρχονταν κι έφευγαν τα πλοία κι οι βάρκες να τους σώσουν, να τους πάνε Σάμο, και Ψαρά, αλλά μάταια, δεν μπόρεσε να μπει. Ήταν και μερικοί καπετάνιοι, πρώτα θέλαν να δουν τις λίρες, τα χρυσαφικά. Έψαχναν τον κόρφο των γυναικών για να τις βάλουν μέσα  Εκείνη  δεν είχε.
Απόμεινε στην αμμουδιά, κι ύστερα την άρπαξαν οι Τούρκοι. 
Πέσαν πάνω της, έσκισαν τα ρούχα της. Κάποιος αξιωματικός την λυπήθηκε, την τράβηξε πιο πέρα. Την άφησε να τρέμει. Μεγάλες βάρκες πλεύρισαν την ακτή και μπήκαν οι αιχμάλωτοι. Τους ανέβασαν στην φρεγάδα του Καρ-αλή. Άλλους τους στοίβαξαν στ’ αμπάρια. Θα τους πήγαιναν στη Σμύρνη στο Μεγάλο παζάρι.

Δεν βγήκε η φωνή της.

Αγκάλιασε σφιχτά το παιδί.

Λαμπάδιασε το κατάστρωμα.
Ούρλιαζαν, φώναζαν, κάναν σινιάλα, μα ήταν αργά, άρπαξε η πίσσα , πήραν τα ξύλα φωτιά, και τα κατάρτια, έφτασε στα πανιά η φλόγα, και φούντωσε, έτρεχαν στις βάρκες, βούλιαζαν και τούμπαραν αυτές, πέφταν στην θάλασσα, οι περισσότεροι δεν ξέραν κολύμπι, άρπαξαν φωτιά τα κανόνια τους, βάραγαν μόνα τους και καταπάνω τους, κι ήταν μεθυσμένοι, είχαν φάει πολύ, ήταν μπαϊράμι. Έτρεχαν αναμμένοι , και σκάγαν τα μπαρούτια, και τους τίναζαν ψηλά και γίνονταν κομμάτια. Κομμάτια κρέας στον αέρα. Έβρεχε κρέας  και γέμιζε την θάλασσα.

 Η φωτιά ανέβηκε στο  μεγάλο κατάρτι. «Θα την βλέπουν από το νησί», σκέφτηκε η Αγγελική. Είχε βαρεθεί  τα σκοτάδια, τυφλώθηκε τόσες μέρες, μέσα στη σπηλιά. Χαιρόταν τα μάτια της τίς λάμψεις . Κατά πού ήταν το νησί της; Κοίταξε. Θα την  βλέπουν τώρα από στις σπηλιές. Κι από τους Βροντάδος . Κι από τα Μαστιχοχώρια. Κι ο Παντελής από το δέντρο της πλατείας. Άραγε θα τον έλυσαν; αναρωτήθηκε 

Κατάπιε το ουρλιαχτό της.

Το περίμενε ο Κωνσταντής από λεπτό σε λεπτό. Αλλά δεν ήρθε. Της έριξε μια τελευταία ματιά καθώς κωπηλατούσε με μανία να απομακρυνθεί .
Μπήκε στη λάμψη απότομα η Αγγελική, αγκαλιά με το παιδί. Ένας κρότος την τράνταξε και ένας σεισμός την τίναξε ψηλά. H νύχτα έγινε ήλιος, φώτισε πτώματα , στολές, καμένα κατάρτια και βουλιαγμένες βάρκες. Ο ήλιος ήρθε καταπάνω της , την ώρα που βούλιαζε. 

Πολλά γίναν μετά. Φριχτά αντίποινα των Τούρκων στο νησί, κάψαν και τα Μαστιχοχώρια, σφάξαν κι άλλες χιλιάδες κόσμο, μέχρι που δεν έμεινε κανείς, απόμεινε άδειο, ένα κουφάρι στη θάλασσα. Παρά την άγρια χαρά του για την εκδίκηση, πάντα τον στοίχειωνε τον  Κωνσταντή εκείνη η νύχτα. Για τους Ρωμιούς πού χάθηκαν καμένοι στην κοιλιά της φρεγάτας, που πνίγηκαν αβοήθητοι. Ούτε την Χιώτισσα ξέχασε. Ένα μόνο τον παρηγορούσε: Xωρίς να μπορεί να πάρει όρκο, του φάνηκε πως είδε να του κάνει ένα νεύμα. Κάτι σαν «ναι». Σαν να του έλεγε πως συμφωνούσε.

* * *

*Καπιτάνα = η ναυαρχίδα
*Μπρίκι = δικάταρτο ιστιοφόρο
*Μπουγάζι= (εδώ) στενό θαλάσσιο πέρασμα
*Ταγκαλάκια = άτακτος στρατός από Μικρασιατικά παράλια


 

Η Άννα Μπαλτατζή τέλειωσε Γερμανική φιλολογία και την σχολή ξεναγών. Δούλεψε κειμενογράφος στη διαφήμιση για 25 χρόνια. Πήρε 1ο βραβείο διηγήματος σε διαγωνισμό του ΕΛΒΕ και 1ο βραβείο μυθιστορήματος σε διαγωνισμό του Πετρίδειου ιδρύματος,στη Κύπρο. Ζει στην Αθήνα. Έχει έναν γιό.