Ναπολέων Λαπαθιώτης,
σε ηλεκτρικό γαλάζιο
φόντο
Τι άσχημα που ‘ναι εκείνα τα πανιά. Ντύνουν λέει, τα σπίτια που ‘χουν τεθεί κάτω από αναπαλαιώσεις απροσδιόριστες. Μαδέρια, σκαλωσιές, βροχές που κυλάνε πάνω στα σίδερα, υλικά που κανείς δεν χρειάζεται. Και σπίτια που κρατιούνται όρθια, τι θλιβερά, σαν τους πολύ ηλικιωμένους ανθρώπους που τους δόθηκε μια αδειανή υπόσχεση. Ποτέ δεν θα φτιαχτούν και αν πάλι το θέλει ο Θεός και σταθούν στα πόδια τους, τίποτε δεν θα θυμίζουν από τις προηγούμενες ζωές τους.
Μα τι μ’έπιασε και φέρομαι έτσι μελαγχολικά. Ίσως ετούτες εδώ οι μέρες που περνούν αργόσυρτα, ίσως τα λαμπιόνια που’ναι θλιβερά και φέγγουν μοναχά τη μοναξιά της πολιτείας μου, ίσως όλα αυτά να φταίνε ή πάλι μια διάθεση σκοτεινή, σαν τη νύχτα, σαν τη νύχτα. Δεν ξέρω, φοβάμαι πως για όλα τρέφω αυταπάτες.
Όσο για εκείνον που διαβαίνει κάθε νύχτα την πολιτεία, όσο για αυτόν δεν γνωρίζω τίποτε. Μόνο τη φιγούρα του καταφέρνω να ξεχωρίσω, σαν σέρνεται εκεί έξω, κάτω από ένα μεγάλο πράσινο φεγγάρι. Και όσο και αν θέλω να τον ρωτήσω, όσο και αν θέλω να μάθω γιατί λυπάται τόσο πολύ και γιατί ακόμη το πρόσωπό του παραμένει ατόφια ομίχλη, εκείνος δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία. Ίσως επειδή είναι από καιρό νεκρός και ότι απομένει απ’εκείνον είναι μια φωνή που ακούγεται καμιά φορά, σαν στίχος αδέσποτος που ποτέ δεν βρήκε ποίημα να τον αντέξει.
Με το βλέμμα μου τον ακολουθώ. Είναι ψηλός και αδύνατος με κάτι μάτια στρογγυλά σαν μάτια φεγγαρένια καρφιτσωμένα στη ζωγραφιά ενός εκστατικού πουλιού. Θέλω να πω, πως τα μάτια του δεν μοιάζουν με τίποτε άλλο γνώριμο, μόνο σιωπές σταλάζουν και χρόνια και είναι σαπφείρινα, μια κάποια ώρα. Σαν μεγάλα, πράσινα φεγγάρια στο βάθος ενός πηγαδιού.
Τι κάνει τις νύχτες, τι γυρεύει μες σε εκείνα τα άχρηστα τα υλικά; Τις πέτρες, τα γυαλιά, τα σίδερα; Θα ήταν πέρα για πέρα λογικό, αν τάχα γύρευε να σταθεί για μια στιγμή μες στην άνοιξη ή αν καμιά φορά έπιανε μονάχος του την κουβέντα, σαν τις ευαίσθητες ψυχές. Μα αυτός, τι νωχελικά που σκύβει πάνω από τις πέτρες, πώς τις αγγίζει, σιγανά, με τ’ακροδάχτυλα του, σχεδόν ευλαβικά. Ποια τελετή, τι πένθος πρωτόγνωρο να τον φέρνει ίσαμε εδώ, κανείς δεν το ξέρει. Στις πέτρες, τα γυαλιά, στα σίδερα, άραγε τι ζητάει, τι ψάχνει.
Μια μέρα, θα τον πλησιάσω. Πατώντας ανάλαφρα, σαν βήματα πάνω σε φύλλα φθινοπώρου, τόσο λίγο θα ακουστώ. Όχι σαν τις φωνές που από κάπου ξυπνάνε, γεμάτες γέλια, γεμάτες πίκρα και ανασεμιά. Και θα του πιάσω την κουβέντα, έτσι φυσικά καθώς κάνουν δυο φίλοι στου ποτοπωλείου τον σκιερό τον κόσμο. Και δεν θα γυρέψω απαντήσεις, μόνον μια ανώφελη κουβέντα θα του κάνω για τα υπέροχα μωσαϊκά που περιγράφουν ιστορίες έρωτος στο εσωτερικό του αιωνίως αναπαλαιωμένου αρχοντικού. Μόνο για τα κακόφημα τα στέκια τα λαϊκά θα του πω, που ‘ναι γεμάτα από ανθρώπους ραγισμένους, απ’ανθρώπους με πάθη και φλόγες. Ίσως, όπως εκείνος.
Ξέρω πως τίποτε δεν θα μου πει γιατί ‘ναι από καιρό πια νεκρός. Ο άνθρωπος αυτός, διάφανος, σαν ρούχο αστεριού, τρομαγμένος τόσο από την παρουσία μου, ακίνητος θα σταθεί. Για να δω τα ζοφερά του μάτια, κατακόκκινα από τον καημό, πλημμυρισμένα από τ’αψέντι, μάτια θολά που μείνανε για πάντα στου έρωτος την κατάσταση. Για μια στιγμή μονάχα, αφού μεμιάς εκείνος σαν χίμαιρα γλιστρά μες στο παλιό αρχοντικό. Και εγώ που άλλο δεν έχω τίποτε έξω από τα ποιήματα, κάτω από την απουσία που ανάβει χιλιάδες φώτα θα σταθώ. Και θα του διαβάσω από την αρχή τόσους και τόσους στίχους και με αγάπη θα τον κυκλώσω, αφήνοντας την ανυπόταχτη την ύλη του να δαπανηθεί κάτω από το μεγάλο, πράσινο φεγγάρι.
Και έπειτα θα τον ξεχάσω. Θα πέσει επάνω μου ο νεαρός θεός του ύπνου και όλα θα μου τα πάρει. Μονάχα τ’όνειρο θα μ’απομείνει και αυτό ανάπηρο, ξεφτισμένο, απατηλό, καθώς λένε. Και ίσως μες στο πρωί που όλα τα κρύβει, ίσως μια κάποια στιγμή που όλα έχουν ξεχαστεί, θα θυμηθώ τη φιγούρα του, τόσο νυχτερινή να διαβαίνει το πέρασμα που χωρίζει τούτο τον κόσμο απ’εκείνο των ζωντανών. Και δίχως καμιά συνείδηση του θανάτου, θα ακούσω τη φωνή του, ποιος ξέρει από τι χάσματα. Και θα λέει πως η μουσική της ποίησης είναι κρυμμένη εδώ και εκεί, μες στα πιο αδιάφορα πράγματα, μες στις πιο σκληρές μας αναμνήσεις. Και θα λέει πως είναι καμιά φορά η ποίηση κρυμμένη μες στην κοινή κουβέντα του καιρού. Και εκείνος θα αποκρίνεται με ένα ποίημα Νυχτερινό, με μια φωνή ανεξιχνίαστη.
Τι άσχημα που ‘ναι εκείνα τα πανιά. Ντύνουν λέει, τα σπίτια που ‘χουν τεθεί κάτω από αναπαλαιώσεις απροσδιόριστες. Μα τίποτε δεν κάνουν, να ξέρετε, σε εκείνο το είδος της λεπτότητας που ο χρόνος και ο άνεμος ποτέ δεν κατακτούν.
Τίποτ’άλλο.
Απόστολος Θηβαίος