Απόστολος Θηβαίος | Ναυτόπαιδο

© Denis Roche

[…είναι ένα στενό κάπου στ’αβαθή της θάλασσας ή της πολιτείας, λίγη σημασία έχει. Εδώ μετράει η φαντασία του ανθρώπου και αν θέλει κανείς να σωθεί, τον δρόμο να βρει και να προχωρήσει  πρέπει να αναμετρηθεί με σκελετούς απέθαντους, δεμένους στο πόδι με βαριές μπάλες. Και ίσως θα πρέπει να αντέξει δίχως να ερωτευτεί τις νύμφες με τα ωραία τα φορέματα που μεταξύ τους χορεύουν. Και όλα ετούτα για να ξέρετε από πού σας γράφω και τι μέρος παράξενο που είναι η φαντασία μας…]

 

Άιντε βαποράκι μου, άιντε τράβα και χαθήκαμε. Και έσφιγγε τα ρέλια και σκιρτούσε η καρδιά του μέσα από το πουκάμισο. Καλοκαίρι στο πέλαγο, παντού η νύχτα και μια ιδέα από τα φώτα της μακρινής της προκυμαίας. Θα φτάσουμε, είπε, δεν μπορεί και του χαμογέλασε το φεγγάρι που το ‘χε πάντοτε πρόληψη δική του μυστική όταν ταξίδευε μες στη φαντασία του, κατά μήκος των ακτών της Αφρικής. Πάνε τριάντα χρόνια τώρα που απ’εκείνο τον εαυτό του και όλα τα λησμόνησε  η ψυχή του πιασμένη από τις ζωγραφιές. Έπειτα είναι και ο θάνατος εκείνη η λαϊκή η ερωμένη με τ’άσχημο το μακιγιάζ που μας προσφέρει τ’άνθη και ευθύς χανόμαστε από του κόσμου τα κατάστιχα. Μα αφήστε να σας πω την ιστορία του Βασιλάκη του τεχνίτη και θα καταλάβετε.

 Πού θα πας μωρέ Βασιλάκη, το ζύγιασες καλά, το ‘βανες στο νου σου τι πας να κάνεις, και η γριά ρε; Και τι δεν του’παν, ο Βασιλάκης το ‘χε αποφασισμένο. Μετά το θερισμό φεύγω, καλοκαιράκι θα’ναι ακόμη, θα σκαρώσουμε και ένα γλεντάκι για τ’αντίο, να το χαρεί η ψυχούλα μας. Και ύστερα θα φύγει ο Βασιλάκης, τους έδειξε και το φυλλάδιο, ναύτης έλεγε και όλοι μαζί κοιταχτήκανε και τον σφίξανε στους ώμους. Καλό ταξίδι μωρέ Βασιλάκη και μην μας ξεχάσεις. Να μας γράφεις, όλοι μαζί θα καθόμαστε και θα το διαβάζουμε, θα’ναι το γεγονός των ημερών. Ε, μην μας ξεχάσεις Βασιλάκη, μην βγεις στα σκάρτα. 

Ήρθε ο θερισμός, μαζέψανε ότι μπορούσανε, νταμάρι το χώμα, τι να σου κάνει; Όσο και αν το ‘σκαβαν οι άνθρωποι, εκείνο ρουτζωμένο δεν έδινε καρπό, μήτε που πρασίνιζε το μέρος. Ρίχνανε λιπάσματα, φέρνανε παπάδες και ιερείς και μάγους από την πόλη, γεωπόνους καθώς του λένε. Αυτοί οι τελευταίοι παίρνανε, – άκουσον , άκουσον! – δείγμα του χώματος και το πηγαίνανε στα εργαστήρια. Η μηχανή καθόριζε τα περαιτέρω, συντασσόταν και μια έκθεση και αυτό ήταν. Τι να σου κάνει, άμα δεν ξέρεις να ακούς το χώμα, τι να σου μάθουν τα εργαστήρια αυτού του κόσμου; Το χώμα μες στη χούφτα σου λέει όσα πρέπει να πει. Και εσύ που είσαι γεννημένος μες στο ίδιο υλικό, απ’ένστικτο ξέρεις πως είναι το πράγμα χαλασμένο.

Έτσι συνέβη με τον Βασιλάκη και πώς να τον κατηγορήσει κανένας; Μάνα και πατέρα δεν είχε, η αδερφή του ‘χε νυμφευθεί έναν χτίστη από τα βόρεια και έφυγε για άλλους τόπους. Σκληρός ήταν ο άνδρας της, της αρνήθηκε να τον πάρει μαζί της τον Βασιλάκη. Μα ‘ταν προκομένος αυτός και μια και δυο τριγυρίζοντας σε τσαγκαράδικα και σε κρασοπουλιά, σε κουρεία και καφενεία, και σε άλλα μέρη παρεμφερή γνώρισε τι σόι πράγμα που ‘ναι αυτή η ζωή. Και στερέωσε ένα μικρό κομπόδεμα και είχαν να λένε τι καλό και τίμιο παιδί που ‘ταν ο Βασιλάκης και τι παστρικό που’ταν το σπιτάκι που του ‘χαν αφήσει οι πρόγονοί του. Το ίσιωσε, σήκωσε και ένα δωμάτιο ακόμη και ζωγράφισε στους τοίχους με σπάνιο ταλέντο. Θέματα χριστιανικά, έλεγε πως ξεσήκωνε, μα δοσμένα με τον τρόπο ενός απαίδευτου παιδιού. Πάει να πει, ο Άη Γιώργης ήταν δίχως στέφανο και το φαρί του ήταν φθισικό κάπως, ασθενικό και χλωμό εις το περίγραμμά του. Ή πάλι οι δώδεκα απόστολοι δειπνούσαν και σήμαιναν κάτι πολύ λαϊκό με καμιά χροιά χριστιανική. Σαν φίλοι στην ταβέρνα μοιάζανε περισσότερο οι άγιοι παρά με του Θεού τα περιστέρια μα τι τον ένοιαζε τον Βασιλάκη; Το δωματιάκι το σήκωσε, τον τοίχο τον ζωγράφισε. Αυτά αρκούσανε.

Μια μέρα τον φώναξε ο ταχυδρόμος, ο κυρ Χρήστος. Βασίλη, Βασίλη, και βγήκε ο Βασιλάκης και του’δωσε ο μπάρμπα ταχυδρόμος το μαντάτο. Είχε γραμμένα με τη μηχανή τα στοιχεία της εταιρίας. Θαρρεί ο Βασιλάκης πως γράφει Αμβέρσα, μα δεν είναι να στηριχτεί στην εντύπωση τη δική του. Στο καπηλειό τράβηξε ευθύς και παρουσίασε το γράμμα στους φίλους του τους πιο καρδιακούς. Ένα έβαλε τα κλάματα, ώστε ήρθε η ώρα η μαύρη ρε Βασιλάκη; Τους ζήτησε να του το διαβάσουν γιατί έτρεμε και νόμιζε πως ίσως να μην μπορούσε να βεβαιωθεί τι τάχα θα’πρεπε να κάνει. Την 29η του Ιουλίου αναχωρείτε, στοπ. Λιμάνι του Πειραιώς, 5η πρωινή. Στοπ. Μεριμνάτε διά την τάξην. Εκ μέρους της εταιρίας, Αμβέρσα Λόαντ, κύριος Στιούαρτ. Α, ρε κύριε Στιούαρτ μας τον παίρνετε τον Βασιλάκη. Από όλους τους φίλους και τους ανθρώπους που αγαπάμε διαλέξατε τον καλύτερο. Και βάλανε και ήπιανε τελευταία πια φορά, το δίχως άλλο. 

Θα’ταν στο μεθύσι τους απάνω που κάποιος πρότεινε να πάνε να προσευχηθούν απάνω στα ασκηταριά τα ερειπωμένα. Πού να τρέχουμε, μωρ’είστε καλά, άιντε πάμε, είπαν κάποιοι ενώ δυο τρεις σηκωθήκανε μισοζαλισμένοι, πέσανε πίσω οι καρέκλες, ανησύχησε ο ταβερνιάρης και βλαστήμησε, η παρέα ζήτησε συγνώμη, άφησε ένα γενναίο ποσό και όλοι μαζί κινήσανε για τον σκοπό τους. Τον Βασιλάκη τον είχανε βάλει στη μέση και όλοι μαζί είχανε σκαρώσει ένα τραγουδάκι για τον κύριο Στιούαρτ, που ‘ναι παλιάνθρωπος πολύ και τους ξένους φίλους για λογαριασμό του τους επιθυμεί. Κάθε φορά που λέγανε το όνομά του φτύνανε καταγής και ήταν αστείο να βλέπεις ένα τσούρμο μαντράχαλους να φτύνουν ρυθμικά. Κάτι περαστικοί τους είδανε και σταθήκανε να γελάσουν. Ο θίασος των μεθυσμένων λέγανε, μα δεν ήξεραν πως εμπρός τους περνούσε μια τάξη ακέραια ανθρώπων πικραμένων, όχι για το χώμα, μήτε για τη ζωή που περνάει δύσκολα σε τούτο τον τόπο το θαλασσινό. Μα για τον φίλο τους τον καρδιακό, τον Βασιλάκη που τον εχάνανε, γιατί ήταν γραμμένο η παρέα τους να χωριστεί και τα χειρότερα να συμβούν. 

Πού πάτε μωρέ παιδιά, τους ρώτησε ο μπάρμπα Λαυρέας που λένε πως πάει πάνω από εκατό χρονών, πάνω και από το πλατάνι της πλατείας, εκεί που γίνεται το πανηγύρι και εκεί που σηκώνει η νύφη το πέπλο για να φιληθεί με τον βλάμη της. Στ’ασκηταριά, του’πανε με μια φωνή και συνεχίσανε, τώρα ο Βασιλάκης πήγαινε σηκωτός από τα μέλη του τρομερού εκείνου θιάσου. 

Και φθάσανε και άνοιξε την πόρτα ο Βασιλάκης που ‘ταν ξεμανταλωμένη για να ‘ρχονται οι τσοπάνηδες να φυλάγονται από τα στοιχειά της καταιγίδας. Και βγάλανε τα κεράκια τους όλοι και τ’ανάψανε και κοιτάξανε γύρω. Στην αρχή, τίποτε δεν φαινόταν μα σε λίγο μια ολόκληρη μυθολογία φάνηκε πάνω στους τοίχους.  Μια ύλη πολυχρονεμένη, υπάκουη στις προσταγές τ’ανθρώπου αποκαλυπτόταν εμπρός τους. Και ήταν μυριάδες φορές κατανυκτικότερη η στιγμή από όλες τις λειτουργίες και από όλα τ’αμφια ήσαν εντυπωσιακότερα εκείνα των μορφών στους τοίχους του ασκηταριού. Εδώ μέσα περίσσευε ο λυρισμός τ’ανθρώπου και ήταν απαλλαγμένος θαρρείς ο ζωγράφος από τον χαλκά της ύπαρξής του. Μες στο παγωμένο τ’ασκηταριό, κρατούσε ο κόσμος όλη του την αθωότητα. Πάει να πει εκείνος που ‘φτιαξε εκείνη την εποποιία ήξερα ακόμη να ρωτά το πώς και του κόσμου το γιατί. 

Όλοι απομείνανε θολωμένοι και θαυμάσανε τις εικόνες των αγίων που τους μιλούσανε. Τι ζητάτε και μας ξυπνάτε μωρέ; Με τι σκοπό βρεθήκατε εδώ απάνω, τι ζητάτε , εδώ καλυβάκι είναι να’ρχονται οι αιώνες να κουρνιάζουν. Εμπρός, πείτε ντε! Και κανείς τους δεν μιλούσε, μονάχα ο Βασιλάκης, σαν να τον έλουσε το θάμα, έβγαλε ένα μαχαιράκι, τόσο δα, μια σταλιά, κάθισε χάμω και πήρε να δουλεύει σε ένα μαλακό σημείο του βορεινού τοιχίου. Οι άλλοι απορήσανε, βλέπανε τον Βασιλάκη στα γόνατα πεσμένο σαν ασκητή και ακούγανε το μαχαιράκι του που εργαζόταν εντατικά. Και σε λίγο ο Βασιλάκης ανασηκώθηκε και εκεί που δούλευε είχε χαραχτεί με κάθε λεπτομέρεια, ανάγλυφος ο Βαπτιστής τη μέρα της Κρίσεως. Ήταν λέει πάνω στο νερό που ‘χε καμωθεί με δέκα χιλιάδες χαρακιές ή κάπου τόσες, κανείς δεν θα μάθει και έστρεφε το βλέμμα στην περιστέρα που ‘ρχόταν να πει, έγινε το θαύμα, ο άνθρωπος εσώθηκε. 

Τώρα τον κοιτάζανε με θαυμασμό τον Βασιλάκη. Τι όμορφο που ‘ναι τούτο ρε Βασιλη, πού τα’μαθες αυτά, με το βαπόρι τι  θα κάνεις, αλλαγμένος μοιάζεις Βασίλη, το πιοτό θα’ναι, μην δειλιάζεις. Μα δεν τους άκουγε που μιλούσαν, μόνο σαν τρελός ρίχτηκε στον ντουρσαμά. Και μια και δυο βρήκε τα πινέλα που’χε στο χαμόσπιτο και έτρεξε πίσω. Στο δρόμο στάθηκε και πήρε λίγο κοκκινόχωμα και μερικά κίτρινα ανθάκια, πολύ ντροπαλά μα ορθάνοιχτα τα πέταλα και με λεπτό το μόσχο τους. Οι άλλοι τον είδαν που επέστρεφε και κάπως μπήκε στην θέση της η καρδιά τους. Δεν τους μίλησε ο Βασιλάκης, μόνο έβαλε κάτω τα άνθη και εγέννησε το κίτρινο χρώμα. Και με το κοκκινόχωμα και λίγο κάρβουνο σκάρωσε ένα χρώμα κόκκινο, μα δίχως τη λάμψη που εννοούσε το εργαστήρι. Δεν του καιγότανε καρφί, μόνο πήρε το πινελάκι του και το κερί και άρχισε να ξαναλέει την ιστορία εκείνου του ασκηταριού. Και δεν μιλούσε και οι άλλοι καταλάβανε πως σαν να βρήκε το σκοπό του ή πάλι πειράχτηκε ο νους του από το μέγα της ζωής του το δίλημμα. Τον αφήσανε εκεί και ήρθε χειμώνα και βάρυνε ο καιρός. Είπανε, θα πέθανε ο Βασίλης εκεί απάνω στην παγωνιά και την άνοιξη πήγανε να βρούνε τη σορό του και να της αποδώσουν τις τιμές που αρμόζουν στον φίλο τον παλιό. Σαστίσανε που τον βρήκανε ζωντανό και αποστεωμένο, σκαρφαλωμένο σε μια από τις εσοχές του τοίχου. Είχε περιδιαβεί κάμποσες από τις μορφές των τοίχων και είχε μια φρεσκάδα η ιστορία, σαν αυτή που αποδίδουν μερικοί σαν προσθέτουν κάτι ελάχιστο μες κάτι γνώριμο δίχως να του αφαιρούν τη φαντασία και την αθωότητα. Άνοιξη ήρθε ρε Βασίλη, κατέβα κάτω, το ‘κανες το χρέος σου. Μα εκείνος μόνο δυο πινέλα καινούρια ζήτησε λεπτά, διότι το ‘χε σκοπό να περάσει στις λεπτομέρειες της ζωγραφιάς. Και είπε ακόμη πως επειδή από έρωτα είχαν γίνει ετούτες οι μορφές, θα χρειαζόταν καιρός ώστε να φανεί η αληθινή ιστορία των τοίχων, που δεν ήταν άλλη από την ήττα της ντροπής εμπρός στο θαύμα της ζωής. Δυο πινέλα του πήγανε και κάτι για να’χει στον μέλλοντα καιρό, λίγα ξύλα και μερικά τσουβάλια να’χει να φυλάγεται απάνω του, έτσι που’χαν λιώσει τα ρούχα του τα παλιά, εκείνου του Ιούλη. 

Πάνε δέκα χρόνια τώρα, τον ξεχάσανε τον Βασίλη οι φίλοι του. Τώρα εισήλθε στο χωριό η ανάπτυξης και το φολκλόρ αναδείχτηκε σε εμπορική επωνυμία με άφθονες προοπτικές. Και τα γράμματα από την εταιρία Αμβέρσα Λόαντ, σταματήσανε και αυτά, αφού η τάξης δεν τηρήθηκε και ο κύριος Στιούαρτ, δέκα ολόκληρα χρόνια, βράζει καθώς λένε στο ζουμί του, που δεν φάνηκε ο ναύτης. Όσο για τον Βασίλη, σαν τον Βαπτιστή την ώρα της Κρίσεως προσμένει και έχοντας στο νου του την ιστορία του ανθρώπου, αυτός ο αγράμματος και ο τιποτένιος, πρόσθετε κάθε φορά μια άλλη έκφραση στα πρόσωπα των αγίων και η ιστορία έπαιρνε μια άλλη τροπή και δεν είχαν σταματημό τα παθήματα τους, η αφοσίωση στον θεό τους κόστιζε φωτιές και δικαστές και πελώρια σπαθιά που κόβανε το λαιμό του άπιστου. 

Τον ενδέκατο χρόνο ο Βασιλάκης εγκατέλειψε τούτο τον κόσμο τον μάταιο που ‘ναι όμορφος και άσχημος μαζί και που χωρεί ένα σορό εκφράσεις και ύφη και σύμπαντα ολόκληρα, μικρά και ελάχιστα. Τον κατεβάσανε και τον κηδέψανε και μηνύσανε στην αδερφή του πως εχάθη ο Βασιλάκης. Δεν πήραν απόκριση, το σπιτάκι του το κλειδώσανε και βάλανε εκεί τη στάση του λεωφορείου που φαίνεται καμιά φορά αγκομαχώντας να’ρχεται από την πεδιάδα. Καμιά φορά λένε πως θα σκάσει από την προσπάθεια και θα μείνει εκεί, στον ανήφορο, όλο να’ρχεται σαν φίλος που μήτε έγραψε, μήτε που θα φανεί. 

Έπειτα πήγανε στ’ασκηταριό και ανοίξανε τη θύρα και έμειναν άναυδοι με το έργο του τεχνίτη. Μια ολόκληρη ιστορία, με γαλάζιους ουρανούς και φίδια λεπιδωτά και δείπνους μυστικούς με στιγμές μιας ύστατης προδοσίας. Και αλλού πάλι, προέκυπταν σκηνές από μάχες φοβερές, αλλού ο Μέγας Αλέξανδρος κέρδιζε στην Ισσό και σε μια άλλη εσοχή, κάτω από το ψηλό το παραθύρι, η Ιωσήφ και η Μαρία γυρεύανε ένα κονάκι. Και ήταν τόση η ομορφιά όλων εκείνων των πραγμάτων που όλοι παραδέχτηκαν οι αδαείς και οι καταρτισμένοι, οι κριτές καθώς λένε των ημερών, πως παντού σε εκείνο το ασκηταριό δέσποζε ένας πόθος ατημέλητος και ιδανικός. Και πως αυτός μονάχος του, βεβαίωνε πως το έργο ετούτο προήλθε από ναύτη εν πελάγει, με ψυχή παραδομένη στης καταιγίδας το πνεύμα.

Θα πείτε ειρωνικό, ωστόσο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο Βασιλάκης αλάργεψε στις θάλασσες και ναύτη τον είπανε. Και παντού φανέρωσε όσα κρύβονται απ’τα μάτια μας. Ο κύριος Στιούαρτ, της εταιρίας ντε, κατέληξε από την πικρία του για αυτόν τον άφαντο  ναύτη.

Απόστολος Θηβαίος