Τα άρματα και οι μάχες

© Bernard Plossu

Μικρό, δειλό σημείωμα για τον
Μένη Κουμανταρέα
με αφορμή το αδιαμφισβήτητο γεγονός
πως είναι
“Η μέρα για τα γραπτά και
η νύχτα για τα σώματα”

 

[…στα ηχεία η Αλέκα Κανελλίδου και ο Σπύρος Βλασσόπουλος στη μετάφραση της Σαπφούς, διά χειρός Σωτήρη Κακίση. “Ανακτόρια”…]

Κυκλοφορούν σε κοραλένια μπαρ, χλομοί και όμορφοι, όμως μόνοι. Η γενιά τους, βλέπεις γίνηκε φέιγ βολάν σε αδειανή πλατεία. Παρ’όλα αυτά διαθέτουν τη δυνατότητα να διακρίνουν τα πιο ανεπαίσθητα πράγματα, τριγμούς, όπως το σκίσιμο ενός φύλλου, τον ήχο που αφήνει ένα τέτοιο φθινόπωρο καθώς συντρίβεται στο πάτωμα του σαλονιού. Καμιά φορά έχουν ύφος διδασκαλικό, όμως είναι επειδή κυρίως φέρουν ακέραια την ευθύνη και την εμπειρία, έτσι ευαίσθητοι που προβάλλουν πίσω από την κουίντα της πόλης. Τύποι της πιάτσας, που γνωρίζουν τον κόσμο στην άλλη πλευρά της ταπετσαρίας, έκπτωτοι, άρχοντες καλού βυζαντινού καιρού, ικανοί για άδολες μέρες και νυκτεγερσίες. Ποιητές της άγριας νιότης, μαιτρ της αφήγησης, επισκέπτες σε αποθήκες κλειστών βιομηχανιών και άλλα παρεμφερή. Δεν θα τους συναντήσεις στα πιο επίκαιρα στέκια και η μόδα τους αφήνει αδιάφορους. Προτιμούν μια εντελώς, θεαματική σκηνογραφία που δεν παλιώνει όσες φορές και αν διαβαστεί. Τη μόνη διαφορά την κάνουν τα χείλη, των σωμάτων η βαρύτητα. 

Ποτέ δεν δίστασε, θιασώτης όλων αυτών ο Μένης Κουμανταρέας, μόνο ζωγράφισε κάτι πράγματα σιδερένια και ταξίδεψε μαζί με την βαριά πολιτεία του στην άλλη πλευρά της γέφυρας. Εκεί που η φωτογραφία λιώνει στις σκιές της και οι λέξεις κάνουν τη διαφορά. Φίλοι, ποιήματα και αναμνήσεις, – αυτές οι τελευταίες δίχως καμιά βεβαιότητα – ρίχνουν τα πέπλα τους. Και η εποχή που ψάλλει εντός μας τον παλιό της σκοπό δεν ησυχάζει και όλο φανερώνει μια σύνοψή της, πιο ενδιαφέρουσα, εξόχως γοητευτικότερη. Σαν έφηβο κορίτσι ιδρώνει ανάμεσα στα γιασεμιά. Έτσι όπως το ονειρεύτηκαν οι λέξεις του Μένη Κουμανταρέα στον τόμο με τις αφηγήσεις του. Πρόζες, δοκιμές πάνω σε πρόσωπα και εποχές της λογοτεχνίας μας, έμμεσες αναφορές με μια σπάνια λεπτότητα, συνθέτουν το ασίγαστο περιεχόμενο του “Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα.” 

Με τα ζευγάρια των παράξενων εκείνων ανδρών στο αυτοσχέδιο, υπαίθριο παρτάκι με το τζουκ μποξ φορητό και τη μελαγχολία που πρέπει να διαβεί κανείς, αφόρητα μεγάλη στο εξώφυλλο του Κέδρου. Ηθοποιοί που πηδούν από το ένα χαρτονένιο επίπεδο στο άλλο και πείθουν μες στον μεγάλο ή τον μικρό τους ρόλο, σημάδια πάντοτε μιας εποχής, μέλη της αντεπιστέλλοντα.

Ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ταχτσής, ποιήματα, η ζωή στην επαρχία και ο Τόμας Μαν συνυπάρχουν ανάμεσα στ’άλλα πράγματα, τα τόσο οικεία, απ’όσα φέρνει στο φως με το βιβλίο του ο αδικοχαμένος λογοτέχνης. Διάνυσμα και εκείνος της μεγάλης διαγωνίου που ξεκινούσε από την Θεσσαλονίκη και ύφαινε σαν κλωστή μια διάδοχη κατάσταση στην έκπτωτη πια γενιά του ‘30. Σε αυτούς, ψηφίδες του ‘70, έπεσε όλο το βάρος της ευθύνης να εξηγήσουν, να μεταφράσουν, να καθορίσουν, όχι σε τάξεις μα σε επίπεδο συναισθημάτων, τα τρομερά απόνερα μιας θυελλώδους εποχής. Και ο Μένης Κουμανταρέας, με την προφορικότητα μιας συνομιλίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, μεταφέρει στο χαρτί σκέψεις και ύφη της λογοτεχνίας μας, καταγράφει τη μέθοδο που έχει η τελευταία για να φέρνει με το αποτύπωμα της τέχνης της μια κάθετη τομή, μια βιωμένη εμπειρία, έναν κόσμο παράλληλο που γερνάει μαζί μας και όμως επιμένει στους τρόπους του τους λαϊκούς, βαπτισμένος σε σπάνια αθανασία. 

Τι λεπτή και ανθρώπινη η αναφορά στον Γιώργο Ιωάννου, τον ποιητή της “Ομόνοιας” , τον δεινό Ανατολίτη παρατηρητή του βίου μας του πιο ταπεινού. Να βαδίζεις από το ειδικό στο γενικό, από το μικρό στο μεγάλο που ανάβει πελώρια φώτα και μεγεθύνει τ’απλούστερα εφόδια σου. Ο Κουμανταρέας από την ταβέρνα του ουρανού, ανάμεσα σε άλλους αυθεντικούς, καταπιάνεται πρώτα με την τεχνική του για να περάσει ύστερα στην ανθρώπινη πλευρά, εκείνη που καθορίζεται με χίλιους και έναν τρόπους. Η εκφορά, το βάδισμα, η ρουτίνα που δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την αμέριστη αγάπη για την κοινωνία των ανθρώπων, όλα μεταβάλλονται και αναγορεύονται σε λογοτεχνικά χαρακτηριστικά ενός μικρού έργου με σαφές ωστόσο το χνάρι του μες στην εποποιία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ένα κομμάτι ομίχλης, σαν εκείνο της Θεσσαλονίκης που η τύχη το ‘φερε να μπορείς σήμερα να το ψηλαφίσεις.

Και όταν πάλι, αναμετράται με κάτι μεγαλύτερο , με μια πόλη σαν την Βενετία, με ένα θέμα σαν τον θάνατο, το κάνει σε πρώτο πρόσωπο, τόσο παθητικός, ολόκληρος δοσμένος στην πυρετική καταδίωξη του έργου, αθώος, τραυματισμένος και ονειροπόλος, φέρνοντας ακέραιο το τραύμα ενός ομότεχνου. Μόνος ανάμεσα στα πιο τρομερά πράγματα, με τη γλώσσα του καιρού του και μια αίσθηση δροσιάς που απαντάται σε έργα ικανά να αντέχουν, αφήνει τη δειλή, δική του κοντιλιά και όπως το’πε ο Σολωμός, ίσως να αλλάζει κάτι από τη ροή των πραγμάτων, κάτι ελάχιστο στον σκοπό που θέλει κάθε τι ζωντανό να συμμετέχει μες στην έκφρασή μας την πιο απτή.  

Δεν ξέρω τι με έπιασε και θυμήθηκα τις “μέρες και τις νύχτες” του Μένη Κουμανταρέα. Ίσως μια νοσταλγία, συμβαίνει στο φινάλε άλλης μιας χρονιάς. Από την άλλη, είναι κάτι λέξεις που διαβάζονται πάντα με την αμεσότητα της μουσικής, που φανερώνουν μια σπάνια ευαισθησία, ένα άλλος είδος ευφυίας που ‘λειψε τόσο από την απέραντα λογική εποχή μας. Σου αφήνουν ένα φιλί, τώρα που το καπέλο της εποχής έπεσε και τα όνειρά μας με την μπέρτα τους σκουπίζουν τους δρόμους. Μου φαίνεται πως μόνον λέξεις σαν αυτές που καταθέτει ο Κουμανταρέας, μπορούν στ’αλήθεια να αλλάξουν τις ατμόσφαιρες. Ίσως να δεις την Οφηλία κάτω από το νερό να χαμογελά και ίσως όλοι εκείνοι οι σκληροί τύποι, χλομοί και νευρικοί που διέρχονται του βίου σου, να έχουν κατά βάθος μια ζεστή, τρυφερή καρδιά. Λέξεις και δοκιμές που ζωντανεύουν τα πρόσωπα και προσδίδουν στη λογοτεχνία μια στάλα επικαιρότητα, έπιπλα ανάμεσα στα σημεία της στίξης που ζωντανεύουν τις νύχτες και ξαναγίνονται δέντρα, με όλη τους τη σοφία στο προσκήνιο. Και είναι ακόμη και αυτός ο τίτλος που με πηγαίνει ίσια σε έναν άλλον πρόωρα χαμένο, τον Γιάννη Βαρβέρη. Η σκουριά, τα σώματα, ο Ιωάννου και ο Τόμας Μαν, ο ποιητής μετά από χρόνια στη δήθεν ωριμότητα που δεν είναι τίποτε άλλο από θάνατο, όλα φαντάζουν εκλεκτικές συγγένειες μες στα όρια της σπάνιας γραφής και ακόμη παραπέρα, στο φινάλε των αφηγήσεων όταν η ασυγκίνητη καρδιά μας έχει ραγίσει. Τη ζωντάνεψε – είναι μια ένδειξη πως υπάρχεις εκείνα τα πένθη στ’ασπρόμαυρα τα φιλμ – ο χορός των γιγάντων φίλων. Μια χούφτα Γκιούλιβερ σε έναν μικρόψυχο κόσμο, κόβοντας μια φέτα ουρανό με το σουγιά της νιότης τους, δοσμένοι σε αργεντίνικους ρυθμούς. Αντίκρισα τον εαυτό μου ανάμεσά τους και λυπήθηκα πολύ για όσα μας παίρνει ο χρόνος. Τότε επέστρεψα στα ποιήματα, όπως κάνουν τα παιδιά μετά από τα ξυπνητά τους όνειρα, τα παπαδιαμαντικά.

Την ώρα που θα δημοσιεύεται ετούτο το μικρό πραξικόπημα στις γνώριμες τις κριτικές με τα σοφά τους πορίσματα, ο χρόνος θα ψυχορραγεί πέρα στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας νέος κόσμος θα ετοιμάζεται να αρχινίσει, πιάνοντας το νήμα της ζωής. Σαρωμένοι από τον καιρό τίποτε δεν θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε μες στο επικίνδυνο και ωραίο μας ταξίδι.

 Τ’άστρο μας, Φαίδρε, τ’αστέρι εκεί ψηλά, η εκπομπή της ομορφιάς που φθάνει με καθυστέρηση ετών θα σταθεί το ορατό και θεϊκό σημάδι που χρειάζεσαι για να τα καταφέρεις, Φαίδρε.

Αφήνω τα κείμενα στη σιωπή τους, μνημειωμένα μες στα βιβλία. Ονειρεύομαι πως γίνομαι, λέει και πάλι ο ποιητής της άγριας νιότης μου και προχωρώ και ελπίζω. Από το ραδιόφωνο κάποιος διαβάζει επιγραμματικά τις ειδήσεις. Μια μέρα όλες αυτές οι φράσεις θα συνθέσουν την Παλατινή Ανθολογία του μέλλοντος. Μα αυτό αφορά μια άλλη μαρτυρία. Ακούω για το πορτραίτο του αυτοκράτορα που φάνηκε και πάλι σε μια τοιχογραφία, τη μόνη, λένε. Τι λυπημένος   που θα μοιάζει σε εκείνη την παλιά του στέψη, τι μελαγχολικός μες στην καταιγίδα των αιώνων. Με κάτι λιγότερο μα παρόμοιο καταπιάνεται ο Μένης Κουμανταρέας που απόψε τον διδάσκομαι, ενθύμιο μιας αρχαίας τάξης και εισηγητή του χαμένου ρεύματος της τρυφερότητας. 

“Η άγρυπνος ουσία μιας ζωοφόρας νύχτας,  που κάτι εκεί τεκταίνετο ή πληρούτο:  Κάτι ακατάγραφτο, κάτι που ήτο φευγάτο” , γράφει ο Παπατσώνης και με μια παρόμοια κλωστή ο Μένης Κουμανταρέας δένει τα πρόσωπα και τις αισθήσεις. 

Τη νύχτα χάνεται, ίσκιος που μακραίνει χρόνια τώρα. 

Α.Θ