Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*
«Η επώαση της ποίησης»
Στη δεύτερη ποιητική συλλογή της Ναντίνας Κυριαζή, Πτήση εθισμού (Μετρονόμος, 2024) σε πρώτο πλάνο τίθενται αφενός το συμβάν και αφετέρου η τοποθέτηση του συμβάντος μέσα σε ένα χωροχρονικό πλαίσιο απτό ή πολλές φορές υπερβατικό. Η ποιήτρια, δηλαδή, σμιλεύει στίχους που μπορούν να ιδωθούν υπό το πρίσμα μιας ενιαίας σύλληψης και αφορούν σε μια συναισθηματική – πνευματική κατάσταση αγωνίας, περιέργειας και ζωντάνιας, που ο εφησυχασμός δεν χωρά και η αδράνεια ξορκίζεται με όλους τους δυνατούς – εικαστικά αναπαραστατικούς – τρόπους. Τα είκοσι πέντε ολιγόστιχα ποιήματα που δομούν την ανά χείρας συλλογή διαστέλλονται, καθώς ανάμεσα στους στίχους αναδύεται ο κατάλληλος χώρος, για να μπορέσει να αφουγκραστεί κανείς την ηχώ των λεκτικών σχημάτων και την υψηλή ένταση των συναισθημάτων.
Αναμφίβολα η ποίηση της Κυριαζή είναι μια ποίηση αισθαντική και χαμηλόφωνη, της οποίας το εκτόπισμα στο βλέμμα και τον νου του αναγνώστη παίρνει τη διάσταση που τού αρμόζει, όταν ο τελευταίος επιχειρεί να ανιχνεύσει τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Γι’ αυτό τα ποιητικά κείμενα του βιβλίου διαβάζονται ξανά και ξανά. Δεν είναι τυχαία η σχεδόν επιγραμματική γραφή της Κυριαζή και η επαναληψιμότητα εικόνων και συμβόλων, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθιστούν το ποιητικό υλικό της συμπαγές και αδιαίρετο. Και μια τέτοια ολιστική προσέγγιση ταιριάζει στη συλλογή της, με στόχο τα ποιήματα να διαβαστούν ως όλον και να μην τεμαχιστούν ανώφελα. Η ποίησή της είναι τόσο διαυγής όσο και κρυπτική, καθώς αφήνει στον αναγνώστη το περιθώριο συμπλήρωσης, προκειμένου να εννοηματωθεί με τους δικούς του όρους και τις δικές του προσλαμβάνουσες το σημαινόμενο.
Η ποιητική φωνή, άλλωστε, προσπαθεί να ισορροπήσει στο εύθραυστο πεδίο της ψυχικής της κατάστασης, μεταξύ φόβου και τόλμης, θάρρους και δειλίας. Το ζητούμενο κάθε φορά έγκειται σε μια απελευθέρωση που ξεκινά εσωτερικά και, πολύ αργότερα, τα σημάδια της είναι ορατά εξωτερικά. Διάγει μια ένδον πορεία και μετέρχεται τα πουλιά ως σύμβολα σε αυτό της το εγχείρημα. Τα πουλιά στην ποίηση της Κυριαζή αποκτούν μια αλληγορική διάσταση. Το πέταγμά τους είναι το αρνητικό κάθε είδους δεσμών, που κρατούν την ποιητική φωνή αγκυλωμένη και παγιδευμένη. Έτσι πλέκει τη δική της προσωπική Εδέμ γύρω από την ελευθερία που απολαμβάνουν τα πουλιά. Τα κοιτάζει, τα παρατηρεί, τα θαυμάζει και μελαγχολικά συνειδητοποιεί τη δική της στασιμότητα, τη δική της αδυναμία στο άνοιγμα των φτερών της, που καθιστά το πέταγμα ανέφικτο. Με τους στίχους της η ποιήτρια προσπαθεί να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση και να αποκοπεί απ’ ό,τι την κρατά μακριά από τον δικό της ιδεατό κόσμο. Σύμμαχός της η μουσική.
Η ποιήτρια με στίχους που ηλεκτρίζουν και τις αισθήσεις τεταμένες ανεβαίνει και περπατά στην κλίμακα μιας μουσικής οικείας που έρχεται από το παρελθόν και θριαμβεύει στο μέλλον, αφού κερδίζει με τις νότες – γροθιές της το συντριπτικό παρόν. Πράγματι, στην ποίηση της Κυριαζή οι αισθήσεις εν χορώ συντείνουν στην επίπονη απελευθερωτική πορεία του Εγώ. Μια πορεία που καταφανώς έχουν διασχίσει τα πουλιά: Το πρωί με καταδίωξε ένα θαλασσοπούλι./ Ανίδεη εγώ επάνω στο ποδήλατο/ Κι εκείνο ώρα πολύ να κρώζει/ Να με ακολουθεί πετώντας με ορμή./ Φώναζε «Ελευθερία! Ελευθερία!»/ «Συγγνώμη», είπα, «κάποιο λάθος έγινε./ Το όνομά μου δεν είναι αυτό. Άλλη ψάχνεις»./ Ήθελα να εξαφανιστώ/ Αόρατη να φωνάξω/ «Γλάρε, γιατί με καταδιώκεις;»/ Κουφός αυτός, αόρατη εγώ./ Εκείνος να βλέπει κι εγώ τυφλή./ Εκείνος να κρώζει κι εγώ μουγγή./ Με άφησε ήσυχη/ Όταν κατάλαβε πως δεν θα συνεννοηθούμε. («Πρωινή καταδίωξη»)
Ο παραμυθητικός λόγος και η έντονη εικονοποιία επιλέγονται από την ποιήτρια ως ένδυμα με το οποίο εμφανίζονται τα λόγια και οι σκέψεις της. Με τους τρόπους αυτούς κάνει την ελευθερία να μοιάζει εφικτή και την απογείωσή της επιτρεπτή‧ την απογείωση με τα φτερά της εμπειρίας και της γνώσης που κατακτά βήμα το βήμα. Ίσως γι’ αυτό δίνει μεγαλύτερο, σε σχέση με τις άλλες αισθήσεις, προβάδισμα στην όραση. Το βλέμμα αναγάγεται σε στοιχείο αποδεικτικό της απογύμνωσης του εαυτού και της ειλικρινούς κατά μέτωπο αντιμετώπισης της κάθε του πράξης. Χωρίς καμιά πρόφαση, χωρίς καμιά δικαιολογία. Η ποιητική φωνή τραγουδά, λοιπόν, τις ήττες της και επιχειρεί μικρά, καθημερινά φτερουγίσματα με όπλο τη θέληση, που εκπορεύεται από τα σωθικά, και την ελπίδα, που σηματοδοτεί τη φυγή από κάθε αρνητικό συναίσθημα. Τα χελιδόνια ξεκίνησαν/ μεσημεριανές πτήσεις/ σε κλίμακα μείζονα./ Καθόλου δεν διαμαρτυρήθηκε η ραστώνη./ Κινήθηκε απαλά/ σε γνώριμα μοτίβα μιας φούγκας./ Με ακροβασίες καθημερινότητας/ χαράχτηκαν νέοι δρόμοι/ ικανοί ν’ ανοίξουν/ διόδους απροσπέλαστες/ στους πολλούς θαυμαστές των αιθέρων.// Μέσα σ’ ένα μεσημέρι πέρασε το καλοκαίρι./ Τώρα αναπολώ την ιπτάμενη εκδοχή του εαυτού μου. («(Ένας) εαυτός»).
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.