Απόστολος Θηβαίος | Πορτοκαλόπιτα

©Μονόκλ

Έργο θεατρικό
με μια γεύση γνώριμη,
μια σταγόνα από άγριο σιρόπι
πάνω σε τούτη εδώ
την εποχή

(Γραφικό καφενεδάκι, από εκείνα τα λιγοστά που ‘χουν απομείνει κάπου στο κέντρο της πολιτείας, στην οδό Φειδίου, ίσως και αλλού. Στην σκηνή το κοινό θαυμάζει τα μεταλλικά τα τραπεζάκια με τα γυρίσματα στα ποδάρια τους. Είναι μεσημέρι και οι περαστικοί έχουν λιγοστέψει και οι θόρυβοι δεν είναι πια τόσο πολλοί, τόσο ανυπόφοροι. Κάθε τόσο κάποιοι συναντιούνται, άλλοι σμίγουν μετά από καιρό και σφιχταγκαλιάζονται, τα νέα τους λένε βιαστικά και ύστερα στην αγκαλιά τους επιστρέφουν. Εκεί που μήτε η μουσική και η ποίηση μπορούν να κάνουν κάτι, όλα τα κλειδιά, τις λέξεις τις απαραίτητες τις κρατεί εντός του το σώμα. Σε μια απόμερη γωνιά κάθεται μια κοπέλα. Δεν είναι πάνω από τριάντα χρονών, το ντύσιμό της φανερώνει μια δυναμική παρουσία , ικανή να αρπάξει τη ζωή από το γιακά. Τα μαλλιά της μοιάζουν καλοχτενισμένα, η στάση της λέει για εκείνη πως νιώθει ξένη σε εκείνο το σκηνικό. Τριγύρω και ανάμεσα στα τραπεζάκια στέκουν χαμηλωμένα μερικά φανάρια του δρόμου. Ένα ζευγάρι σε μια άκρια ανταλλάσσει όρκους αιώνιας και αδιαπραγμάτευτης αγάπης, κάποιοι άλλοι χωρίζουν βιαστικά και θυμωμένα, δυο στέκουν πια σ’αντίθετες μεριές και δεν μιλούν, δεν λένε τίποτε απολύτως και μόνον κάτι σαν τη σκιά τους περισσεύει εκεί επάνω στη σκηνή. Κάποιος φθάνει από μια άκρη. Βαδίζει βιαστικά, είναι ντυμένος μοντέρνα μα αυστηρά, το στεφάνι που φορεί δεν φαίνεται όμως είναι από στάχτη. Πλησιάζει το τραπέζι που κάθεται εκείνη η μοναχική γυναίκα. Και είναι ολοφάνερο πως εκείνο που τους συνέδεσε κάποτε δεν ήταν κάποια δουλειά, μήτε μια συναλλαγή από αυτές τις καθημερινές και τις συνηθισμένες μα κάτι μεγαλύτερο που αφήνει σημάδια. Την γυναίκα την λένε Φανή και εκείνον Τάσο, εκείνον που φθάνει από μακριά και σημαίνει τόσα πολλά όσα δεν φαντάστηκε ποτέ του εκείνο το κορίτσι.)

Φανή: (χαμογελάει συγκρατημένα, απλώνει το χέρι της, τον χαιρετάει, μάλλον τυπικά) Άργησες.

Τάσος: Ήταν ένα ραντεβού, δεν μπορούσε να αναβληθεί, είχε κανονιστεί από μέρες, ξέρεις πώς είναι η δουλειά αυτή. Εσύ, πρέπει να ξέρεις καλύτερα από όλους.

Φανή: Ναι. Δεν λέω, εγώ ήμουν η πρώτη που έμαθα τι σημαίνει το πρόγραμμα της δουλειάς σου. Θυμάμαι.

Τάσος: Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο.

Φανή: Ναι, ας μιλήσουμε. Μόνο που θα πρέπει να βιαστούμε, βλέπεις έχουμε και εμείς τις ανειλημμένες υποχρεώσεις μας.

Τάσος: Ναι, καταλαβαίνω.

Φανή: Ξέρεις, χθες έλαβα ένα τηλεφώνημα.

Τάσος: Ξέρω.

Φανή: Μένουν μόνο οι υπογραφές και όλο αυτό θα ´ ναι σαν ποτέ να μην συνέβη. 

Τάσος: Και όμως. Συνέβη.

Φανή: Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Με ένα χαρτί σβήνουν μερικά χρόνια και πάνε παρακάτω. Για κάτι τέτοια, θα’γραφε τίποτε ωραίο ο Κουμανταρέας. Διαβάζεις ακόμη;

Τάσος: Τώρα πια, πού χρόνος. Το γραφείο χρειάζεται όλο μου τον εαυτό, βρέθηκε κάποιος, θα γίνει συνέταιρος. Ξέρω για το τηλεφώνημα.

Φανή: Έτσι λοιπόν και εγώ δεν άργησα καθόλου! (κοιτάζει μες στην τσάντα της, ψάχνει κάτι για να βρει, την ίδια ώρα μιλά) Ίσως να λησμόνησα να το φέρω, μα είμαι σίγουρη πως ήταν εδώ. Μένουν μόνο κάτι υπογραφές, “αποδεχόμεθα” και τα λοιπά. Δεν τα συγκράτησα, συγχώρεσέ με καλέ μου.

Τάσος: Δεν χρειάζεται να με μισείς.

Φανή: (γελά δυνατά) Να σε μισώ; Όχι δα! Μόνο να, (τον πλησιάζει δήθεν ερωτικά) που κάπως ενοχλήθηκα. Υπέθεσα πως θα φρόντιζες να πάρεις πρώτα. Έπειτα, θυμήθηκα ποιος είσαι και βρήκα όλα τα πράγματα σωστά καμωμένα. 

Τάσος: Δεν ήθελα…

Φανή: Τώρα λοιπόν που το θέμα έληξε και εμείς “αποδεχθήκαμε” πως μερικά χρόνια δεν τα ζήσαμε, μήτε που ‘χαν κάποια σημασία, μπορούμε να συνεχίσουμε τις ζωές μας. Λοιπόν, Τάσο, αντίο και καλή τύχη. Νερό και αλάτι που λένε! (το ξαφνικό γέλιο μιας παρέας τους διέκοψε. Έπειτα το φως κάποιου φαναριού τρεμόσβησε και εχάθη. Τώρα μόνο το τσίγκινο φεγγάρι έμενε, τελευταία επιλογή ετούτου εδώ του κόσμου. Έναν τόπο να κρεμάσει το ρούχο της η ντροπή μας.)

Τάσος: Φαντάζομαι πως δεν έχουμε τίποτε άλλο…

Φανή: (φορά τα γυαλιά της, σκουπίζει τα μάτια της και γελά με ένα ύφος πικραμένο, σαν γεννημένο μες στις δάφνες. Σηκώνεται.) Λοιπόν κύριε Τάσο, εδώ οφείλουμε να πούμε “αντίο”. Και όσο για τα χρόνια που μας κλέψατε, να πάνε στο καλό, τι σημασία έχουν έτσι εξωφρενικά άλλωστε που περνούν. Να, δες, μέσα από τα δάχτυλά μας γλιστρούν, έτσι δεν είναι; (ένας ξαφνικός άνεμος είπε όσα οι δυο τους δεν θα λέγανε ποτέ. Δεν ακούστηκε λέξη.)

Τάσος: Καλύτερα να μην φύγουμε έτσι. Καλύτερα, για χάρη εκείνης της παλιάς ιστορίας που την “αποδεχθήκαμε” να επαναλάβουμε τη συνήθεια. Θυμάσαι;

Φανή: Τον τελευταίο καιρό προσέχω. Ξέρεις, είναι δύσκολο πράγμα η ενηλικίωση, άκρως ταπεινωτικότερο από όσο φαντάστηκες ποτέ. Για τις γυναίκες λέω, είναι πολύ σκληρό. 

Τάσος: Αυτό σημαίνει “όχι”;

Φανή: Αυτό σημαίνει “όχι”. Μα θα σου κάνω παρέα και ίσως να σου κλέψω μια μπουκιά. Μην πεις πως κάποτε αγάπησες μια ακατάδεκτη κοπέλα.  (γελούν με τρόπο)

(Ο Τάσος παραγγέλνει το αγαπημένο τους γλυκό. Μια πορτοκαλόπιτα. Σε λίγο ο ο Τάσος κόβει το γλυκό και προσφέρει μια μπουκιά στην Φανή.)

Τάσος: Δεν θα σου κάνει τίποτε μια μπουκιά. (στο μεταξύ ανάμεσα στα τραπέζια πλανόδιοι μουσικοί και μίμοι και νεαροί που εκτελούν παράξενα ακροβατικά γυροφέρνουν τους πελάτες και η νύχτα γίνεται γιορτή. 

Τότε ήταν η Φανή δοκίμασε και ευθύς αποκαλύφθηκε ένα σύμπαν τόσο κοντινό στα φιλμ του Αλμοδόβαρ. Η Φανή σαν να’μοιασε με την Μαρίσα Παρέδες, τη μούσα του Ισπανού σκηνοθέτη που χάθηκε χθες στην άλλη πλευρά της ταπετσαρίας. Η Φανή κοιτάζει τον Τάσο και έχει μες στα μάτια της την ίδια υγρασία, εκείνη του δάσους. Ανάμεσά τους σαν να ξεσπούσε ένας χαμένος ηλεκτρισμός, κάτι που ‘χε αποκοιμηθεί. Και με μια πορτοκαλόπιτα ερχόταν ξανά στην επιφάνεια της ζωής τους, κάτι σαν πολυκαιρισμένα πράγματα που ‘φεραν για δώρα τα κύματα.

Κοιτάχτηκαν καθώς όλες οι αναμνήσεις τους επέστρεφαν μες σε εκείνη τη γεύση. Και είδαν καλά και εννόησαν πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουν από το να’ναι ένα σώμα, μια ψυχή, μια αίσθηση. Τώρα , εκείνο το ζευγάρι που ‘δειχνε μαλωμένο σαν να ‘σμιξε και ο μίμος το πρόσωπό του ξεβάφει από τα μακιγιάζ των ημερών. Και όλα όσα από τα μάτια τους κρυφτήκαν μες στις καρδιές τους φανερώθηκαν και όλα τερπνά μιλούσαν δίχως φωνή και δίχως τίποτε. )

Τάσος: Έχω λίγο χρόνο, έχω. (και τα χέρια του μπλεχτήκανε και πάνω στην επιφάνεια του μεταλλικού του τραπεζιού όλα τα άλλαξε μια σταγόνα που ‘τρεξε από το σιρόπι της πορτοκαλόπιτας. Αυτή η τελευταία φάνηκε πως ήταν πάντα η γεύση της ζωής τους.

Σημειώνεται πως τις σκηνικές οδηγίες και όλα τα υπόλοιπα, πάει να πει, την ατμόσφαιρα, τα αναπλάθεις λέει κάποιος που ‘χει συναίσθηση αυτής της αγάπης, κάποιος ανάμεσα σε εκείνα τα τραπέζια, τους μίμους, τους πλανόδιους, ανάμεσα στους θυμωμένους αλλά και τους μετανιωμένους που θα’λεγε και ο Χριστιανόπουλος).

Απόστολος Θηβαίος