Ευαγγελία Χαραλάμπους | Δεν ήταν ένα μικρό καράβι

© Johan Hagemeyer

Σήμερα, από την ώρα που ξύπνησε, έχει ένα προαίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά. Βγαίνει στο μπαλκόνι και τους βλέπει πάλι εκεί να κάθονται, μες την παγωνιά. Θυμάται την πρώτη φορά που τους είδε, έναν χρόνο πριν. Τότε που είχε μετακομίσει εδώ, στο καινούργιο διαμέρισμα.

«Στη μία θα βουτάμε τα πόδια και στην άλλη θα πλέουμε!» εξήγησε στον αδερφό του ο Μάρκος. Εδώ και ώρα, κατάστρωνε το σχέδιο. Κουβάλησε το νερό μέσα σε δύο τεράστιες λεκάνες. Ο αδελφός του, ο Βασίλης, ήταν απασχολημένος με την κατασκευή καραβιών. Δίπλωνε, ξεδίπλωνε, άνοιγε και τοποθετούσε τα καράβια μέσα στην μπλε λεκάνη. Είχε φτιάξει και το λιμάνι στην άκρη της λεκάνης με φελλούς ενωμένους με οδοντογλυφίδες. Πόση θάλασσα άραγε μπορεί να χωρέσει σε ένα μπαλκόνι;

Κάθε μέρα, ο Θανάσης, καθισμένος στο δικό του μπαλκόνι, στην απέναντι πολυκατοικία, τους έβλεπε να σαλπάρουν. Έκαναν και ήχους! Ο ένας έκανε το πλοίο που σάλπαρε, ο άλλος έπαιρνε τον φακό και φανταζόταν ότι είναι ο φάρος… 

Κάποια στιγμή, όπως περνούσαν οι μέρες και οι μήνες, έχασαν τον ενθουσιασμό τους. Δεν μπορούσε να τους ακούσει πολύ καλά, μεταξύ των δύο κτηρίων μεσολαβούσαν καμιά δεκαπενταριά μέτρα, αλλά εισέπραττε στα κενά τους βλέμματα την απουσία του ταξιδιού. Ή καλύτερα, μια συσσώρευση από απουσίες. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τι όμως; 

Έβλεπε τους διάφορους κυρίους να μπαίνουν από την είσοδο της πολυκατοικίας, υπήρχε μια αυξημένη κινητικότητα. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η μαμά τους τότε, μια κουκλάρα, πιτσιρίκα, ντυμένη ελάχιστα, συνήθως με σατέν, δαντελένιες ρόμπες και πάντα με γόβες, έβγαινε στο μπαλκόνι, τους έδινε την εντολή: «Μην κουνηθείτε από δω. Εγώ θα ‘ρθω να σας ανοίξω». Τους κοιτούσε αυστηρά. Κλείδωνε την μπαλκονόπορτα από μέσα, κλείδωνε προφανώς και το δικό της δωμάτιο, και μετά από ώρα τους ξεκλείδωνε. Και το καλοκαίρι ήταν εύκολα τα πράγματα. Τον χειμώνα όμως; Ξύλιαζαν περιμένοντας, δεν είχαν πάντα το κέφι να φτιάχνουν καινούργιους κόσμους με καραβάκια χάρτινα. Πάντως, ποτέ δεν ρωτούσαν τίποτα τη μαμά. Την έτρεμαν. Και ποτέ δεν τους είδε να βγαίνουν από το σπίτι, παρά μόνο για το σχολείο. Εφτά χρονών θα ήταν και τα δυο, τα διδυμάκια. Μάρκος και Βασίλης. Στο μπαλκόνι-θάλασσα.

Στο μεταξύ στην άκρη του δρόμου είχε ένα πλάτωμα και κάποια παιδιά της γειτονιάς έφτιαξαν μια αυτοσχέδια πίστα για πατίνια και ποδήλατα. Τα διδυμάκια, κρεμασμένα στην άκρη του μπαλκονιού τους, άκουγαν τις φωνές των άλλων παιδιών, τα γέλια… τους έβλεπαν να διασκεδάζουν. Κοίταζαν με το βλέμμα του παιδιού που του απαγορεύουν το γλυκό, ενώ οι διπλανοί του βυθίζονται μέσα σε ένα γιγάντιο κέικ σοκολάτας.

Μια μέρα, ο Θανάσης δεν άντεξε. Όχι ότι δεν το σκέφτηκε ότι δεν του πέφτει λόγος. Αλλά έπρεπε να μάθει. Κατέβηκε και περπάτησε μέχρι το περίπτερο της Λούλας. Δεν το έκανε από κουτσομπολιό. Το βλέμμα των παιδιών δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι το βράδυ.

Η Λούλα κουνούσε το κεφάλι όταν τη ρώτησε.

«Η μάνα τους… άσε, Θανάση μου. Μια τραγωδία. Τους είδες όλους αυτούς τους κυρίους που ανεβαίνουν προς τα πάνω; Πρόσεξες ότι κατεβαίνουν πάντα χαρούμενοι; Ξαλαφρωμένοι;» του εξήγησε. Με το κραγιόν στα δόντια, εκεί γύρω στα εξήντα. Με τζίντζερ μαλλί και τα πλουμιστά ρούχα, διευθύντρια στο «Γραφείο τύπου και Πληροφόρησης» της γειτονιάς. Τίποτα δεν της ξέφευγε. Κανείς δεν της γλίτωνε.

«Και κανείς δεν κάνει κάτι; Το ξέρουν όλοι, δηλαδή; Και τα Κέντρα Πρόνοιας; Έτσι θα τα αφήσουμε αυτά τα παιδιά;» τη ρώτησε.

Η Λούλα τον τράβηξε παράμερα. Τον κοίταξε αυστηρά, του είπε να μην ανακατεύεται, γιατί θα βρει τον μπελά του. Του εξήγησε για τον πατέρα που δεν τα θέλει, για τη μάνα που πίνει από το πρωί, που δεν μπορεί να κάνει ούτε τα βασικά…

Αισθάνθηκε πατέρας τους. Κάποιος θα έπρεπε να αισθανθεί πατέρας τους.

Σήμερα, από το πρωί τον έχει ρημάξει αυτή η αναστάτωση. Ο Θανάσης δεν ησυχάζει.

Τις τελευταίες μέρες ο ένας εκ των διδύμων πρέπει να αρρώστησε, γιατί βήχει ασταμάτητα, σαν να έχει ένα κάρβουνο μες τους μικροσκοπικούς του πνεύμονες και πρέπει να το βγάλει. Ο αδερφός του πήρε κομπρέσες και τις βάζει στο μέτωπο. Έχουν έναν τρόμο στο βλέμμα, σαν να έμαθαν ότι θα ξεσπάσει πόλεμος.

Πλησιάζει η Πρωτοχρονιά. Να πιστεύουν άραγε αυτά τα παιδιά στον Άγιο Βασίλη; Να πιστεύουν άραγε σε κάτι; Έχει ξεμείνει κάτι από μαγεία μέσα τους; Αναρωτιέται.

Σήμερα, στις έντεκα το πρωί, ημέρα Πέμπτη, ο Θανάσης έτσι κι αλλιώς μόλις έχει πάρει σύνταξη, δεν έχει απολύτως τίποτα να κάνει, κι αυτό είναι από μόνο του μια μορφή αναπηρίας. Κάθεται στο μπαλκόνι του και παρατηρεί. Τα δυο παιδιά δεν βγήκαν στο μπαλκόνι, ίσως είναι άρρωστα, αν κρίνει από τον βήχα του ενός.

Μια κυρία και ένας κύριος παρκάρουν ακριβώς απ’ έξω. Καλοντυμένοι και οι δύο, εκείνη με το μωβ ταγιέρ κι εκείνος με τη λαδί καμπαρντίνα και τα γυαλιστερά παπούτσια, ξεχωρίζουν σ’ αυτή τη βρώμικη, παρατημένη γειτονιά. Το ύφος της διεκπεραίωσης έχει ποτίσει το πρόσωπό τους, τις κινήσεις τους. 

Ανεβαίνουν. Ακούγονται φωνές μέσα από το σπίτι. Μετά από λίγο κατεβαίνουν, μαζί με τα δυο παιδιά. Η μαμά τους ορμάει, τα τραβάει προς το μέρος της, κι εκείνα σπαράζουν. Κολλάνε πάνω της, ο κύριος τα σπρώχνει σχεδόν προς το αυτοκίνητο με την ανοικτή πόρτα. Ο Μάρκος βήχει ακατάπαυστα, η κυρία κοιτάει τη μαμά με δήθεν κατανόηση. Πρέπει όμως να κάνει τη δουλειά της. Η μαμά τους, ντυμένη με ένα πράσινο σατέν κομπινεζόν και γόβες, κλασικά, μες το καταχείμωνο, και μια ρόμπα από πάνω που δεν πρόλαβε καν να κουμπώσει, παλεύει να τα κρατήσει κοντά της.

«Λυπάμαι, κυρία μου, αλλά δεν γίνεται. Κάποιος πρέπει να τα προστατεύσει. Και εσείς…» της εξηγεί ο κύριος. Κι εσείς δεν μπορείτε.

Εκείνη τα έχει χαμένα, σαν να συνέρχεται από ύπνωση. Τείνει το χέρι προς τα μπρος, κάνει να τα αρπάξει, αλλά ο κύριος τα έχει ήδη βάλει μέσα στο αυτοκίνητο. Το πώς την κοιτάζουν από το τζάμι… Το πώς τα κοιτάζει… Σηκώνουν και τα δυο τους χεράκια και τα κουνάνε προς αυτήν, ο Θανάσης δεν θυμάται να έχει δει πιο λυπημένα χέρια στη ζωή του.

Το αυτοκίνητο βάζει μπρος, προχωράει, στρίβει στη στροφή του δρόμου. Εκείνη παραμένει καθισμένη εκεί, στο πεζούλι της εισόδου, πάνω στο παγωμένο μάρμαρο. Μοιάζει με παιδάκι που ξέχασε κάποιος έξω από το σχολείο, η συνεννόηση ήταν κάκιστη, και το παιδί ξέμεινε εκεί, ανυπεράσπιστο. Κοιτάει απέναντι, το υπερπέραν, δεν έχει δυνάμεις για τίποτα.

Κάποιος κύριος, από τους γνωστούς πελάτες, την πλησιάζει. Κάθεται μαζί της στο πεζούλι. Σκύβει να τη φιλήσει, εκείνη κάτι του λέει, κάτι σαν «Σήμερα το μαγαζί αδυνατεί να σας κάνει χαρούμενο, η λειτουργία του αναστέλλεται μέχρι νεωτέρας».

Εκείνος τη βλέπει, το πένθος στο βλέμμα της τα λέει όλα. Πώς να το διαπραγματευτεί;

Πιο πέρα, στην άκρη του δρόμου, έχει μαζευτεί πολύς κόσμος. Έχουν γύρισμα από ένα σήριαλ. Τους βλέπει χωρίς να τους βλέπει.

Εκείνη κάποια στιγμή ανεβαίνει, βγαίνει έξω στο μπαλκόνι, βλέπει τα χάρτινα καραβάκια. Τα παίρνει στα χέρια και τα μουσκεύει από τα δάκρυα.

 «Και τότε ρίξαμε τον κλήρο, να δούμε ποιος θα φαγωθεί οε οε…»

 

 


Η Ευαγγελία Χαραλάμπους γεννήθηκε στην Πάφο (1980). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο. Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr , Κέφαλος, logografis.gr και σε κυπριακές εφημερίδες/περιοδικά: Άνευ, Καθημερινή, Φιλελεύθερος. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο» (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2021) ήταν ανάμεσα στα 5 επικρατέστερα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021.