Στο Κόνιερς, καρδιά μου

© William Eugene Smith

παραλλαγή σε γνώριμο θέμα

[…στα ηχεία o Ryuichi Sakamoto. Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς…]

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν μένει πια εδώ. Κοιτάζει στον καθρέφτη, για την τελευταία ελπίδα. Όπως στα παραμύθια το γυαλί λέει πάντα αλήθεια. Ξεπλυμένο ροδόνερο το φουστάνι του και η παγωνιά εκεί, τόσα χρόνια μετά. 

Νιώθω πως ασφυκτιά πνιγμένη μες στην ίδια ιστορία τόσα χρόνια. Για αυτό και απόψε – να με συγχωρείτε κύριε Άντερσεν – η ιστορία αλλάζει και το κοριτσάκι με τα σπίρτα, παίρνει το δρόμο για να βρει την καρδιά του. Ο κόσμος ένα χαμένο στοίχημα, γρήγορο το βάδισμά του, γεμάτη από αδειανές συσκευασίες η ζωή του, δεν λέω. Μα δεν θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς κοριτσάκι, που κάπου στον κόσμο, σε κάποια παγωμένη λεωφόρο, ανάμεσα σε μαρκίζες, διαλυμένο στο συναίσθημα σου, πεθαίνεις. Τα πάντα τόσο πλούσια μες στη φτώχεια τους και ο Ρεμπό που ‘χει δίκιο να αποκαλεί τέρας αυτή εδώ την πολιτεία.  Και αν πεθαίνεις κοριτσάκι, δεν ανήκεις στους χαμένους αυτής εδώ της υπόθεσης. Να το θυμάσαι.

[…Έχει ένα γεμάτο καλάθι. Και τέσσερις ώρες για να τα πουλήσει. Στην λεωφόρο ο παγωμένος άνεμος δεν αστειεύεται. Έχει χωθεί μες στη στοά, στέκει σύριζα στο δρόμο. Είναι το περιθώριο που κανείς δεν προσέχει. Μια ψιλή φωνή ακούγεται μέσα από την πόλη την ίδια. “Πάρτε σπίρτα”. Μα ξέρεις κοριτσάκι, ο καιρός δεν είναι με το μέρος σου. Το κάπνισμα απαγορεύεται σχεδόν παντού και άλλωστε, να θυμάσαι υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για να ανάψει μια φωτιά. Μα πρέπει να επιμείνει. Γιατί ο στόχος μοιάζει κάπως μεγαλύτερος. Το λεωφορείο για το Κόνιερς φεύγει σε τέσσερις ακριβώς ώρες. Και πρέπει να βρίσκεται μέσα εκεί και πρέπει να τα βρει με αυτόν τον επίμονο πυρετό που την καταδιώκει εδώ και χρόνια. “Πάρτε λοιπόν ένα κουτάκι σπίρτα κύριε”, κάποιος στέκει, την κοιτάζει, της δίνει ένα κέρμα, αρνείται τα σπίρτα. Κάποιος άλλος προσπαθεί να την φιλήσει, “δεν εννοώ ακριβώς αυτό κύριε”. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί έξω, μα πέρα στο Κόνιερς την περιμένει μια ζεστή αγκαλιά και νύχτες ατέλειωτες μόνο για δυο. Τα μάτια της κόκκινα, δεν ξεχωρίζουν από την μαρκίζα. Δυο μαγαζιά μετά την εσοχή, διανυκτερεύει το ενεχυροφυλακείο. Εκεί μπορείς να αφήσεις ότι θέλεις από τον εαυτό σου και να πάρεις όσα στα αλήθεια αξίζεις. Συνήθως τ’αντίτιμο είναι μ’έκπτωση, πρέπει να συμβιβαστείς, τόσο καιρό έχασες τα πάντα, πώς να ήταν αλλιώς. “Ένα κουτάκι σπίρτα” δεν είναι καθόλου λίγο πράγμα. Και το κοριτσάκι που μοιάζει τσαλακωμένο στη γωνιά του, ανάβει μια μικρή φωτιά και ευθύς κάτι φέγγει μες στην πόλη. Κάτι περισσότερο από τις βιτρίνες που θολώνουν, όλες τους θεαματικές, με καπλάνια που ποζάρουν δεκαετίες τώρα, παγωμένα βλέμματα, φεγγάρια, αρχαιολογίες,  ένας καιρός σαν του Βερλαίν σε πρώτο πλάνο. Θα τα καταφέρει και το δημοτικό ρολόι της κλείνει το μάτι. Πως πρέπει να βιαστεί λέει στον εαυτό της, μα το μέτωπό της καίγεται. Όχι, όχι δεν είναι αγάπη αυτό, είναι μια παγωνιά φτιαγμένη από όλες μαζί τις μοναξιές του κόσμου. Πρέπει να σκεφτεί κάτι, αλλιώς δεν θα τα καταφέρει και το λεωφορείο για το Κόνιερς θα φύγει μονάχο του. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνει, λέει στον εαυτό της καθώς προσπαθεί να βρει την ισορροπία της σε έναν κόσμο που τρέμει.  Αντικρίζει τον εαυτό της στο βάθος της βιτρίνας, δεν είναι καθόλου κοριτσάκι πια και ο χρόνος μια γλώσσα πλαστική που σαρώνει τα πάντα. “Ένα κουτάκι” από εκείνα που ξέχασε πια, σπίθα που δεν άναψε. Η παγωνιά είναι τ’άγριο ζώο που την καταδιώκει και τώρα πια τριγύρω καραδοκεί για να πάρει ότι περισσότερο θέλησε. Το κοριτσάκι βάζει τα δυνατά του μα βρίσκεται πολύ μακριά και λίγα πράγματα μπορεί να αλλάξει στο τέλος της ιστορίας. Μόνο να μπορούσε να φτάσει σε εκείνο το λεωφορείο που πηγαίνει δίχως στάση ως το Κόνιερς, εκεί που δεν υπάρχει τίποτε ρευστό, μόνο μια καλά στερεωμένη αγάπη. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν θα’θελε να πάει, παρά μόνο στο Κόνιερς. Κάθε άλλος τόπος φαντάζει έρημος και τρομερός και για μια στιγμή νιώθει πως θα τα καταφέρει. Μα είναι μάταιο, ο πυρετός της προκαλεί ρίγος, η καρδιά της θα σπάσει, δεν ακούτε πίσω από γέλια, σερβίτσια, κραυγές μα η καρδιά της θα σπάσει. Είναι εξαντλημένη ξέρετε, κύριε, από έρωτα και νοσταλγία. Μα κανείς δεν σταματά και η σιωπή του κόσμου είναι ότι απομένει. Όταν όλα θα έχουν ναυαγήσει μες στη νύχτα των Χριστουγέννων, θυμήσου το κοριτσάκι με τα σπίρτα που ‘θελε να φτάσει ως το Κόνιερς. Επειδή εκεί την περιμένει κάποιος ακόμη και σήμερα  με ένα μπουκέτο από τριαντάφυλλα και τ’ανοιχτό πουκαμισάκι, αντίθετος με κάθε ρεύμα και κάθε εποχή, την περιμένει σε όλα τα τραίνα, την αντικρίζει σε όλους τους διαβάτες, την φαντάζεται να φτιάχνει σκιές στους τοίχους του βαγονιού, να γράφει στην υγρασία το όνομά του. Τότε το ξέρει πως όλα τα σβήνει το νερό, μα λέει διαρκώς στον εαυτό της ψέμματα, επειδή αν υπάρχει μια ελπίδα για εκείνη, αυτή βρίσκεται στην αποβάθρα του Κόνιερς. Εκεί μια ζεστή αγκαλιά, εκεί ένα χάδι που ερεθίζει ώμους και πλάτη και όλα τριγύρω να μοιάζουν με μεταφορά, όλα εκτός από αυτήν την αγάπη που την κάνει να προτιμάει ανόητα τραγούδια, να μελαγχολεί ξαφνικά, να παίρνει τους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες. Κοιμήσου κοριτσάκι, κοιμήσου και το νυσταγμένο λεωφορείο γλιστράει στην παγωμένη άσφαλτο, δίχως εκείνη που κοιμάται με όλη αυτή την αξόδευτη φωτιά μες στο πανέρι της. Η αγάπη  έχει χάσει στα σημεία, τέτοιες ώρες ο κόσμος δεν έχει όνομα, κοριτσάκι, να το ξέρεις…]

Α.Θ