Λόλα Ριτζ, Ξημερώνει, μετάφραση: Γεωργία Οικονομοπούλου, εκδόσεις Τηλέγραφος, 2024, σ. 56.

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*


«Ποίηση πρωτοποριακή, επαναστατική και τρυφερή»

Δεύτερη – αν δεν μου διαφεύγει κάποια, και εντός διετίας μάλιστα, εκδοτική εμφάνιση στη χώρα μας για την Ιρλανδή ποιήτρια Lola Ridge (1873-1941) η μετάφραση της ποιητικής συλλογής Ξημερώνει (Sun-up, 1920)  από τη Γεωργία Οικονομοπούλου για τις νεότευκτες εκδόσεις Τηλέγραφος (2024), όπου τα ποιητικά κείμενα διαδέχονται το ένα το άλλο αφηγούμενα κομμάτια της ίδιας ιστορίας και αποκαλύπτοντάς μας, προοδευτικά, στοιχεία, ώστε να συμπληρώσουμε ένα νοηματικό παζλ. Την ποίηση της Ριτζ (διατηρείται εδώ η εξελληνισμένη γραφή του ονόματος, όπως απαντά στην ανά χείρας έκδοση) μπολιάζει η γλώσσα των παραμυθιών και των θρύλων δημιουργώντας ένα φόντο παιδικό, αλληγορικό και, κατά τόπους, σιβυλλικό. 

Το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα παιδί, ένα κορίτσι τεσσάρων – πέντε χρόνων, που περιγράφει – ζωντανά και απότομα, όπως ταιριάζει στο ύφος των παιδιών – θραυσματικές στιγμές από τη ζωή του στον αναγνώστη, στον οποίο απευθύνεται κοιτώντας τον κατάματα. Το ύφος αυτό επιλέγεται σκόπιμα από την ποιήτρια και λειτουργεί ως καταφύγιο, ως ασπίδα απέναντι στην πραγματικότητα και την αλήθεια. 

Είναι επίμονη η αναφορά στην πατρική και τη μητρική φιγούρα. Η πρώτη φαίνεται να απουσιάζει, ίσως και να στιγματίζει, την προσωπικότητα και τη συναισθηματική κατάσταση της ποιητικής φωνής (η Ριτζ έχασε τον πατέρα της τρία χρόνια αφότου γεννήθηκε). 

Η Σίλια λέει ότι ο πατέρας μου/ θα μου φέρει ένα χρυσό τάσι./Όταν σκέφτομαι τον πατέρα μου/ δεν μπορώ να τον δω/ γιατί το μεγάλο κίτρινο τάσι/ σαν φεγγάρι με δύο λαβές/ που κουβαλά τον κρύβει. (σ. 11-12)

Δυο επισημάνσεις παρενθετικά. Τα όνειρα μοιάζουν περισσότερο με εφιάλτες, τους οποίους προσπαθεί να ξορκίσει και η απουσία αγαπημένων προσώπων ή η αγαπητική σχέση με κάποια άλλα τροφοδοτεί την προσποίηση. Η ποιητική φωνή, δηλαδή, χρησιμοποιεί την προσποίηση ως όπλο για να αντιμετωπίσει δυσάρεστες ή αμήχανες καταστάσεις.

Δεν σου αρέσει να είναι λυπημένη η μαμά/ όταν είσαι τεσσάρων χρονών,/ έτσι προσποιείσαι/ πως σου αρέσει το πικρό χλωμό/ χρυσαφί τσάι -/ προσποιείσαι/ πως αν δεν το πιείς όλο γρήγορα/ ένα μικρό χρυσόψαρο/ θα νομίσει πως είναι λιμνούλα/ και θα έρθει να γεννηθεί μέσα του. (σ. 15)

Η απουσία της μητέρας, που λείπει, πολλές ώρες τη μέρα, πληγώνει περισσότερο την ποιητική φωνή σε σχέση με τη διαρκή απουσία του πατέρα και επιτείνει την απομόνωση, τη μοναξιά και τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες μεγαλώνει. Ωστόσο, το πορτρέτο της μητέρας στο ποίημα «Μαμά» (σ. 22-24) φιλοτεχνείται με ευαισθησία και τρυφερότητα σαν να πρόκειται για μια ηρωίδα παραμυθιού. 

Για την ποιητική φωνή η απομόνωση και η μοναξιά βιώνονται νομοτελειακά. Αποτελούν αναγκαίο κακό ή έναν από μηχανής θεό που την σώζει από ό,τι μπορεί να την πληγώσει. 

[…] όταν νιώθεις ότι θα ήθελες να πλέξεις/ την τσαλακωμένη ασημένια βροχή/ σ’ ένα λαμπερό σκοινί/ για να σκαρφαλώσεις… ψηλά…/ πιο ψηλά… μέσα στον/ υγρό ουρανό/ και ποτέ ξανά να μην δεις κανέναν. (σ. 28)

Κοιτάζεις μέσα στα μάτια των/ μεγάλων ανθρώπων/ να δεις αν νιώθουν/ όπως νιώθεις…/ αλλά αυτοί κρύβονται μέσα τους,/ και δεν μπορείς να μάθεις./ Οι μεγάλοι λένε:/ Τα άστρα λάμπουν απόψε,/ αλλά δεν λένε/ αυτό που σκέφτεσαι για τ’ άστρα -/ ούτε καν η μαμά δεν λέει αυτό που/ σκέφτεσαι για τ’ άστρα./ Και νιώθεις πολύ μόνη. (σ. 30)

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εκφραστική αποτύπωση της βίας. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο η ποιήτρια μιλά για τη βία μέσα από την περσόνα ενός μικρού κοριτσιού, το οποίο διεκδικεί αγωνιστικά και από κούνια τη χειραφέτησή του. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και σε άλλες, τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος αποδεικνύονται ρευστά. Το διακύβευμα εστιάζεται στη φωνή που μιλά κάθε φορά. 

Η κούκλα μου η Τζέινι δεν έχει μέση/ και το σώμα της είναι σαν σωλήνα με πόδια./ Μερικές φορές τη χτυπάω/ αλλά πάντα τη φιλάω./ Όταν θα έχω σβήσει με τα φιλιά μου/ όλη την μπογιά από πάνω της/ θα τυλίξω με κορδέλα το σώμα της/ για να μη δείχνει παλιωμένη./ Αλλά θα πρέπει να είναι γαλάζια -/όχι ροζ-/ το ροζ αφήνει να φανεί η βρομιά στο πρόσωπό της/ που δεν ξεπλένεται. (σ. 30-31)

Το φως και η αλήθεια της σιωπής σε αντίστιξη με το σκοτάδι και την απατηλότητα της λήθης συντελούν στη δημιουργία μιας ιδιότυπης σκιάς την οποία «δεν πρέπει να την κοιτάξεις/ για πολύ…/ μεγαλώνει όσο την κοιτάζεις…/ μέχρι που μένεις ολομόναχη/ με τίποτα γύρω σου… τίποτα… τίποτα…/ τίποτα…./ εκτός από μια σκιά/ με μάτια γεμάτα μαύρο φως» (σ. 37). Με αυτή τη σκιά – θύτης και θήραμα – αντιπαλεύει η ποιητική φωνή. Επιχειρεί να την εξημερώσει, να συμφιλιωθεί και ταυτόχρονα να συγκρουσθεί μαζί της. Επιχειρεί να την κατακτήσει περιθάλποντας και συνάμα αποδυναμώνοντάς την. Όσο για τη βία μαθαίνει να την (ανά)γνωρίζει, την παρατηρεί από κοντά, τη νιώθει, την ακουμπά και με αυτή τη γνώση την αντιμετωπίζει εκ των έσω και κατορθώνει να αντέξει και στο τέλος να την αφοπλίσει. 

Η Ριτζ συζητά στην ποίησή της την έννοια του σπουδαίου. Ούσα φεμινίστρια, αναρχική και βαθιά ευαισθητοποιημένη πολιτικά συνταυτίζει το σπουδαίο με τον αγώνα, με κάθε πράξη αντίστασης απέναντι σε απολιθωμένες νόρμες, σε συμβατικές αντιλήψεις και μουχλιασμένες ιδέες. Με την τέχνη και με τη ζωή της αρθρώνει λόγο και προτάσσει το σώμα της απέναντι σε εμπεδωμένα εξουσιαστικά ατοπήματα. Και με την επιλογή της να μιλήσει σε αυτή την ποιητική ενότητα με τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού υπερθεματίζει την ανάγκη οι άνθρωποι από νωρίς να μυηθούν στην αγωνιστική ιδεολογία και να διαμορφώσουν κοινωνική συνείδηση. 

… Όταν κάνεις κάτι σπουδαίο/ οι άνθρωποι σε κοιτάζουν με/ πρόσωπα από πέτρα,/ κι έτσι δεν νοιάζεσαι πια/ όταν ο ήλιος πετάει πάνω σου χρυσάφι/ μέσα από τις τρύπες στα φύλλα που/ τις ανοίγει ο άνεμος/ σε πράσινους θάμνους…/ Αυτή η σκέψη σε κάνει πολύ να λυπάσαι. (σ. 41) 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.