Δημήτρης Ρογγίτης | Παπαρούνες του Γενάρη


[Το IV και V από το ποίημα «σκοπιά στο Κιλκίς» (I-VI), σελ. 65-67]

IV

Στις λεπτές φλέβες του φύλλου πορεύεται του σύμπαντος
ο κοπιασμένος ιδρώτας.
Είσαι μια αδιόρατη φλούδα, μια μικρή άμοιρη πετρούλα
ριγμένη στο ανείπωτο κενό.
Κατά βάθος δεν σε γνωρίζει κανείς. Κανείς δεν δίνει σημασία
στο σύντομο τραγούδι σου.
Με τρεμάμενα φωνήεντα και ρίγος που διαπερνά τη ράχη,
αόμματος εκσπερματώνεις στο πρόσωπο
του καθημερινού θανάτου.
Δεν σε ένιωσε ποτέ κανείς.
Μόνος σου ανεβαίνεις την ανηφόρα που ‘χεις στα πόδια.
Μόνος σου εν τέλει, συντρίβεσαι στου ουρανού τα χρώματα.
Δεν ωφελεί πάντως να κλαις.
Μην κλαις για τη λωτιά που ξεράθηκε,
για τα πορτοκάλια κάτω στο χώμα που σαπίζουν,
για τις ακτές που ήταν κάποτε καθαρές,
για τη μαύρη κουρτίνα που ρίχνεται από τα σύννεφα στη γη.
Καλύτερα μην κλαις.
Χαμογέλασε στον πετσοκομμένο εργάτη
που γυρνά βράδυ σπίτι του.
Χαμογέλασε στα τεντωμένα καλώδια
που γελοιοποιεί ο απέραντος ορίζοντας.
Στα ματωμένα δόντια του φιδιού που κρατά
για έχα το γεράκι.
Χαμογέλασε σε όσα κουβαλούν στο πετσί τους,
γλυκιά κόπωση και μοιάζουν με ‘σένα.

V

Εδώ όταν δύει είναι άσπρος ο ουρανός,
άσπρα και τα κόκαλα που μασάνε τα αγριόσκυλα.
Μα η βλεφαρίδα μου κάτωχρη αλωνίζει
σε καταπράσινο λιβάδι στα Καραβουλαίϊκα.
Βλέπω οικεία πρόσωπα
να μπλέκονται μέσα στα καλοδεμένα στάχυα βρόμης
με το χαμόγελό τους να ζωντανεύουν
τα πετρωμένα σαλιγκάρια
και με τα παπούτσια τους
να πατικώνουν το νοτισμένο χώμα,
το πάτριο χώμα.
Μια λαχτάρα δυνατή σαν παλίρροια έρχεται
και γεμίζει την ψυχή μου,
σαν παλιά μουσική που ηχεί πάλι μέσα μου
κι αγωνιά να κλάψει.
Ήθελα, γριά μου, να μου διαβάσεις ένα παραμύθι.
Δεν μου ’χουν διαβάσει ποτέ ένα παραμύθι.
Με πιωμένους πειρατές
που ερωτεύονται την αγκαλιά
της φουρτουνιασμένης θάλασσας,
σκυφτοί στο χάρτη που σχεδίασαν με φύκια οι γοργόνες,
να αναζητούν το πλησιέστερο νησί στον πολικό αστέρα.
Και με ανθοστολισμένες νύμφες
που χορεύουν και χορεύουν
σε ερείπια αρχαίων νεκροπόλεων,
πλάι στα αερικά των προγόνων
με μοναδικό σκοπό να ξεγελάσουν τη θνησιμότητά τους
και να γίνουν ποταμίσια αύρα στο γλυκόπικρο λιόγερμα.
Και κλέφτες να ‘χει το παραμύθι
που διασχίζουν την έρημο Wadi Rum
για να βρουν κρησφύγετο
σε αλατισμένο σπήλαιο στο Έιν Γκέντι,
με καμήλες φορτωμένες
κόκκινα χαλιά, πολύτιμα πετράδια και περγαμηνές.
Θα ’θελα να μου διαβάσεις ένα παραμύθι
κι ύστερα χαρούμενος να αποκοιμηθώ
στα ροζιασμένα σου χεράκια,
με τις μαβιές κηλίδες του χρόνου
και τη σπουδασμένη τους ευγενική κίνηση στον χώρο,
είναι τα μόνα που συναρμολόγησαν τα κομμάτια μου σωστά


[ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, από την ενότητα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ ΑΝΘΗ» σελ. 33]

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Την κουρασμένη του φιγούρα χαζεύω όσο κοιμάται.
Μάτια ταλαιπωρημένα, πρόσωπο χλομό, χείλια
που έχουν σκάσει
και ρούχα νωπά από τη βροχή.
Αν και τόσο άσχημος, τα μάτια μου
είναι καρφωμένα πάνω του.
Αδιαφορώ πλήρως για το τρεχούμενο τοπίο
που ξετυλίγεται στο παράθυρο
ή για την ύπαρξη του κινητού μου στην τσέπη.
Θέλω να τον ζωγραφίσω με την παλέτα του Τσαρούχη.
Και ύστερα να του δώσω τον καμβά,
με την ίδια χαρά που ‘δινα
στη μάνα μου λουλούδια.
Αν χαμογελάσει και με φιλήσει, τότε θα ξέρω πως μ’ αγαπά


Ο Δημήτρης Ρογγίτης γεννήθηκε το 1999 στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Ανδραβίδα Ηλείας. Σπούδασε στο τμήμα χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και είναι ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μη ανθρώπινων ζώων. Εκτός της ποίησης ασχολείται και με τη ζωγραφική,με έργα του να κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Οι Παπαρούνες του Γενάρη είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.