Σε πέτρινο σώμα φως κλεισμένο η ευτυχία μας που τρέχει να ξεφύγει γυρνώντας σε δάση με δέντρα αργυρά και απανθρακωμένα, σ’ έναν κόσμο που αχνίζει. Άφησες Άνοιξη βαθιά τα σημάδια σου σ’ αυτή τη γη, που δεν θέλει πια να πίνει τη χολή που την ποτίζεις ούτε ν’ ανασαίνει την ανάσα της Αβύσσου. Φέτος παρουσιάστηκες προκλητικά πολεμική, δίχως προσπάθεια να πάρεις από πάνω σου τα νύχια και τα δόντια που μας πρόσφερες συχνά ως δώρα γλυκά κι ανταμοιβές ανδρείας. Ακούς κι εσύ βούκινα κι αλαλάζουσες κραυγές και τύμπανα τυφλά πολεμικά, τώρα που οι δώδεκα φυλές που προσεύχονταν σε σένα μπαίνουν παραπατώντας όλες στην αρένα, αβέβαιες σε ποια απ’ όλες τις φωνές και τις μορφές σου να στρέψουν το κεφάλι, με το μόνο που πάνω τους γυαλίζει να ‘ναι οι λεπίδες τους. Σ’ αυτούς εδώ τους τυφλούς βασιλεύει ο Μονόφθαλμος, σ’ αυτούς που άγνωστο αν ποτέ θα καταλάβουν ότι έχουνε τα μάτια τους δεμένα.
Εσένα κατηγορώ Άνοιξη Μήδεια, που έσπειρες χίλια παιδιά με μέθυσους μαχαιροβγάλτες εραστές και τα ‘ριξες ανάμεσά μας να μας φτιάξουν πόλεις που ‘κρυβαν μέσα τους έναν ήλιο που ποτέ δεν θα τολμούσαμε ν’ αγγίξουμε και μας δώσαν μαγική φωτιά να τυλίξουμε μ’ αυτή τις σάρκες των γειτόνων και ξίφη μυτερά για να χαράξουμε πάνω στα ονόματά τους τα δικά μας. Κι όταν οι νεκροί κατρακυλούσαν τραγουδώντας προς τον Άδη κι οι ζωντανοί, νικητές, ζητωκραυγάζαν και ψηλώναν πιο πολύ, τους έκοβες τα πόδια και τους κρέμαγες και χορεύοντας μοίραζες τα όπλα τους ξανά μέσα στο πλήθος, ώστε ποτέ κανείς να μην γίνει πιο ψηλός, ν’ ανέβει τα σκαλιά και να σε φτάσει.
Εσένα κατηγορώ Άνοιξη Πανδώρα, που άνοιξες το κουτί με τις οκτώ χιλιάδες συμφορές, κάθε μια ν’ αλυσοδένει και μια μέρα της ζωής μας, ενώ ντυνόσουν με μανδύες και κοσμήματα που με δουλοπρέπεια σου προσφέραμε και κοίταγες με το βλέμμα ψηλά κάτι λαμπρό και άτρωτο, παρόλο που τα μάτια σου δεν μπορούσαν πάνω του να κυλήσουν.
Δεν αρνούμαι πως εμείς σε καλέσαμε Άνοιξη. Εμείς προσευχόμασταν για σένα. Εμείς που περπατούσαμε στα τέσσερα και ζητούσαμε όρθιοι να σταθούμε. Όμως όλα αυτά τα χρόνια οι υποσχέσεις σου μας καταστρέφουν κάθε χρόνο και το βάρος απ’ τα βήματά σου στα κεφάλια μας έγινε δυσβάσταχτο.
Αυτές οι εχθροπραξίες σε τίποτα δεν σε βοηθάνε, αφού στο τέλος κανένας δεν θα μείνει χρήσιμος για σένα. Ωστόσο ο χορός αυτός δεν σταματάει, οι άνθρωποι τρελάθηκαν όταν κατάλαβαν πως κράτησαν τις επιθυμίες τους στα χέρια. Ίσως είναι καλύτερα να φύγεις. Σκούπισε τα χέρια σου απ’ το αίμα μας και κλείσε το κουτί σου. Στις εφημερίδες, δημοσιογράφοι και ειδικοί αναλυτές λεν πως ετοιμάζεις κάτι τελευταίο. Ωστόσο φαίνεται πως διάλεξες να μας αφήσεις. Και καθώς περνάς ανάμεσά μας, το άναρθρα κραυγάζον πλήθος σταματά, κοιτάζοντας θολά την παλιά ευχή του που τ’ αφήνει. Καθώς η λιμουζίνα στρίβει, το βλέμμα σου, αρκετά γλυκό να καταστρέψει, διασταυρώνεται με το δικό μου. Απλώνεις το χέρι και πετάς στην άσφαλτο ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο.
Πολλοί είπαν πως είναι το δικό σου αντίο. Εγώ δεν τους πιστεύω. Όσοι σταμάτησαν απότομα να τρώνε πεινάνε περισσότερο γι’ αυτό που είχαν παρά οι πάντα πεινασμένοι. Θα ξανακούσω τα τακούνια σου Άνοιξη Μήδεια και Πανδώρα στην ίδια άσφαλτο που άφησες την υπόσχεση πως θα γυρίσεις πίσω.
Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης.
Ο Αποστόλης Κουτσούμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Αποφοίτησε από το Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου το 2023. Η έρευνά του αφορά τις Διεθνείς Σχέσεις και την Πολιτική Ψυχολογία και έχει δημοσιεύσει στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και σε ελληνικά και ξένα blog. Ξεκίνησε να ασχολείται με την λογοτεχνία από την ηλικία των 13, τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία, έχοντας συμμετάσχει και διακριθεί σε διαγωνισμούς. Δημοσιεύει αποσπάσματα και μικρότερα έργα του στη σελίδα μου στο Instagram (apo.sphere).