27 άνθρωποι

Φερνάντο Πεσσόα

Φερνάντο Πεσόα
1888 – 1935

[…διαλυμένος από το ποτό, πριν συμπληρώσει πέντε δεκαετίες ζωής, ο Φερνάντο Πεσόα, ο μεγάλος ετερώνυμος του λογοτεχνικού αιώνα, αλλάζει για πάντα πρόσωπο σαν σήμερα, στα 1935. Στα ηχεία το “Dust it off”…]

Καλημέριζε τους ανθρώπους της αγοράς. Τους είχε συνηθίσει και εκείνοι το ίδιο, έτσι που ξεπρόβαλλε κάθε φορά μες στον πολύβουο το δρόμο, ένας ξένος ανάμεσα σε τόσους άλλους. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν στα αλήθεια και καθένας γνώριζε για λογαριασμό του ένα άλλο όνομα. 

Έτσι ο ανθοπώλης, ο αξιοσέβαστος και καλοσυνάτος κύριος Χενς, κόκκινος στο πρόσωπο, σαν ρόδο τον χαιρετούσε ως Αλεξάντερ, ενώ ο ιδιοκτήτης του οπωροπωλείου που δεν ανεχόταν τα βερεσέδια και ήξερε καλά όλα τα φάντος, μέχρι που δάκρυζε όταν ακούγονταν από τον δημοτικό, ραδιοφωνικό σταθμό, τον φώναζε Φερνάντο και ήταν βέβαιος πως αυτό ήταν το όνομά του.

 Κάποιος άλλος τον ήξερε ως κύριο Ρικάρντο Ρέις, ενώ για το αντικείμενο της εργασίας του οι φήμες αφθονούσαν. Άλλος πίστευε ή πάλι είχε ακούσει πως ήταν φιλόλογος και άλλος για κάποιον μελετητή των παλιών γραφιάδων τον λογάριαζε0. Για τους ανθρώπους της γειτονιάς του, ήταν ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ένα σοφός ολότελα αφοσιωμένος άνθρωπος στους καινούριους καιρούς που έρχονταν καλπάζοντας έτσι όπως τρέχει ανεμπόδιστα ο ήλιος μες στο αυλάκι, πάνω στο νερό. 

Μετά το θάνατό του ανακαλύψανε όλες αυτές τις ταυτότητες. Και ο καθένας θρήνησε τον άνθρωπο που γνώριζε. Μετά από λίγο καιρό, όλοι πια αντάμα, σταθήκανε πάνω από το μνήμα του και παρουσία των δημοτικών αρχόντων που δεν χάνουν τέτοιες ευκαιρίες, τον αναγόρευσαν ως επίτιμο πολίτη. Είπαν, “Φερνάντο, σπάνιο τέκνο της εποχής μας, αγαπημένος θα απομείνεις για πάντα μες στις καρδιές μας”. Και όλοι χειροκροτήσανε τον άνθρωπο με τις δεκάδες μορφές, με τις άγνωστες ταυτότητες που άλλαζε θαρρείς, σαν σε παιχνίδι, το πεπρωμένο του κάθε μέρα. Ήταν ο Φερνάντο και η απουσία του γέμισε τα μάτια των ανθρώπων εκείνης της πολιτείας, με βαριά, βρόχινα σύννεφα.

Τραγούδια σαν Ιστορίες

Η πιο μεγάλη ώρα
Άκης Πανου, Γιώτα Λύδια

Οι φίλοι του ‘παν να το συλλογιστεί δυο φορές. Μα δεν είχε καρδιά πια για να φοβηθεί, όλα του τα’χε πάρει. Κάποιος τον έπιασε και είπε να τον τρομάξει. “Θαρρείς πως θα σου σταθεί; Μετά από λίγο καιρό θα σ’αφήσει, δεν είναι για σένα αυτή η ιστορία”. Και τι δεν του’παν οι φίλοι και οι γνωστοί του. 

Μα η παλιά του η ζωή, η λογική που τον κρατούσε όρθιο, είχαν όλα ταφεί στον καιρό πριν τη γνωριμία τους. Ήξερε καλά πως ήταν επικίνδυνο έτσι να υποκύπτει στον έρωτα, ήξερε, πόσα ήξερε. Πως θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον εγκαταλείψει βάζοντας τα γέλια, σπάζοντας θαρρείς δεκάδες ποτήρια στης καρδιάς του τα πατώματα. 

“Μην πας”, του’πε κάποιος φίλος καρδιακός. Τον βάλανε οι άλλοι μήπως και τον μεταπείσουν μα ήταν πια χαμένη η υπόθεση. 

Επειδή τώρα που σας γράφω αυτήν τη σύντομη και αδιάφορη ιστορία, οι δυο τους, ζουν την πιο μεγάλη ώρα της αγάπης τους. Και κανείς δεν χωρεί στ’ανάμεσά τους και έτσι όπως μπερδεύονται τα σώματα και  θαρρείς και σμίγουν δυο θεοί. 

“Τώρα η σκέψη του πεθαίνει” και “θα’θελε τούτη η ώρα να μην έχει τελειωμό”. Τότε που ακουγόταν η χαμένη νότα μες στη μουσική του κόσμου και η παλιά του ζωή πέθαινε χίλιες φορές. 

Κάτω ανάβανε τα φώτα του δρόμου, νύχτα έπεφτε. Και  η αγάπη τους μεγάλωνε,  και εκείνος αλλάργευε από κάθε τι γνωστό και οικείο, φυγάς από τις τάξεις του χρόνου. Τώρα οι δυο τους λυγάνε από το βάρος του έρωτά τους σε κάποιο δώμα ύποπτο ενός δρόμου που θα μπορούσε να λέγεται οδός Ρωζέτη. Έτσι, θα ξέρετε για τι πράγμα σας μιλώ, βράδυ Σαββάτου.

Α.Θ