Νικόλας Κουτσοδόντης: Μια Φωνή στη Σύγχρονη Ελληνική και Διεθνή Queer Ποίηση


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Του Πέτρου Γκολίτση


Νικόλας Κουτσοδόντης, Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, Θράκα, Λάρισα, 2024
Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, εκδ. Θράκα, Λάρισα, 2021

Ο Νικόλας Κουτσοδόντης (γεννημένος το 1987 στην Αθήνα) είναι μια σημαντική φιγούρα στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, γνωστός για τον ρόλο του ως ο κύριος ανθολόγος της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Queer Ποίησης (εκδόσεις Θράκα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας, 2023). Ως ανοιχτά ομοφυλόφιλος ποιητής, ο Κουτσοδόντης συνυφαίνει θέματα queerness, πολιτικής και κοινωνικής κριτικής στο έργο του.

Η ποίησή του αναδεικνύει τόσο τη σχέση της queer ποίησης με την ορατότητα και τον ακτιβισμό, όσο και τη σύνδεση μεταξύ της αριστερής ιδεολογίας και της ομοφυλοφιλίας. Μέσα από το έργο του προτάσσει τη δύναμη της τρυφερότητας ως μέσο για την αλλαγή του κόσμου, προσφέροντας μια μοναδική οπτική στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Υπόβαθρο και Εκδόσεις

Ο Κουτσοδόντης σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές:

Χαλκομανία (εκδόσεις Εντύποις, 2017, Θράκα 2024)

Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι (εκδόσεις Θράκα, 2021)

Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (εκδόσεις Θράκα, 2024) 

Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά, Αγγλικά, Σλοβενικά, Κροατικά, Ιταλικά Αλβανικά και στη Βόρεια Μακεδονία. Ο γράφοντας είχε την χαρά να συμμετάσχει με τον Κουτσοδόντη στο Διεθνές Ποιητικό Φεστιβάλ της Στρούμιτσας της Βόρειας Μακεδονίας, το φθινόπωρο του 2024, όπου πρώτη φορά αναγνώστηκαν ποιήματα Queer Ποίησης στο συγκεκριμένο φεστιβάλ της γειτονικής μας χώρας με σημαντική, μάλιστα, επιτυχία. Ο Κουτσοδόντης είναι σαφώς μια ξεχωριστή προσωπικότητα στη λογοτεχνική και πολιτιστική σκηνή της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, κ.α.

Θέματα και Ύφος

Η ποίηση του Κουτσοδόντη προσφέρει μια χαρακτηριστική και δυνατή εξερεύνηση της διασταύρωσης μεταξύ της προσωπικής ταυτότητας και των ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων. Ο ποιητής χρησιμοποιεί την λογοτεχνία ως πλατφόρμα για ορατότητα και ακτιβισμό, χωρίς όμως να παρατείται από το ποίημα ως αυθύπαρκτη κειμενική κατασκευή. Το έργο του εμβαθύνει στις πολυπλοκότητες της queer ύπαρξης, της αριστερής ιδεολογίας και του επαναστατικού δυναμικού της ευαλωτότητας.

Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι

«Καφέ Σπιτφάϊαρ»

Ένα από τα ξεχωριστά ποιήματά του, το «Καφέ Σπιτφάϊαρ», δείχνει παραδειγματικά πώς ο Κουτσοδόντης χρησιμοποιεί οικείες εικόνες ώστε να αναστοχαστεί τις εντάσεις μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού. Διαβάζουμε σε αυτό το ποίημα:

Τα πλυντήρια τρέχουν στα στενά της Λευκωσίας / ξεπλένουν τις φανέλες των φαντάρων / και σλιπ γεμάτα ονειρώξεις. / Τα στελέχη φαλιρίζουν με την κρίση / οι πολίτες φαλιρίζουνε σαν τα στελέχη / οι κομμουνιστές φταίνε για όλα / κι ενόσω μύριζε ο διπλανός ιδρώτα και ανάσα / δανεική από γυναίκα σε μπορντέλο / οι λιμουζίνες τρέχανε στη λεωφόρο Γρίβα / τη νύχτα πριν τις παρελάσεις των σχολείων / όπου στα χέρια των εφήβων έβλεπες μαιάνδρους. […]

Αυτό το ποίημα σαφώς και παρουσιάζει ένα ζωντανό στιγμιότυπο της ζωής στη Λευκωσία της Κύπρου, αντιπαραθέτοντας διάφορα στοιχεία της κοινωνίας—στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά—για να δημιουργήσει ένα σύνθετο πορτρέτο μιας πόλης και των κατοίκων της. Η εικονοποιία είναι έντονη και συχνά ανησυχητική, με οικείες λεπτομέρειες να αντιπαρατίθενται σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα.

Το ποίημα αγγίζει θέματα ταξικής ανισότητας, πολιτικής ευθύνης και της κυκλικής φύσης των κοινωνικών ζητημάτων. Μπορεί να διαβαστεί επίσης ως ένα σχόλιο για τον συνεχιζόμενο αγώνα για τα δικαιώματα και την ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, τοποθετημένο μέσα σε ένα ευρύτερο εγχείρημα queer ακτιβισμού και κοινωνικής κριτικής στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

«Οδός Αραχώβης, Εξάρχεια»

Ένα άλλο αξιοσημείωτο ποίημα του ίδιου ποιητικού βιβλίου, το «Οδός Αραχώβης, Εξάρχεια», δείχνει περαιτέρω το ύφος του Κουτσοδόντη. Διαβάζουμε:

Μεταξύ της λεωφόρου στο σαλόνι / και του επαρχιακού δρομίσκου ώς το μπάνιο / σκιές πεθαίνουν σε τροχαία με το στήθος μου. // Όταν τη φωταγωγημένη πόλη των μαλλιών σου χάϊδευα / με το κεφάλι γιάνκεα / στον απόκρημνό της βράχο / δείχναμε τους στίχους μας σαν τη χαλασμένη βρύση στον υδραυλικό / Το στόμα σου μια αίθουσα διδασκαλίας με ανοιχτά παράθυρα / δύο λίμνες αντρικές τα μάτια / με κουφάρια αυτοκινήτων // ξεχάσαμε πως αύριο φτάνει ο πατέρας σου / με τις καμπάνες που στη ζέστη / του Νοέμβρη πέφτουν // λείος ήχος όμοιος θαρρώ / με ξυρισμένο μάγουλο

Το ποίημα αποτυπώνει με εξαιρετική λυρική ένταση μια στιγμή ερωτικής οικειότητας και ‒ταυτόχρονα‒ κοινωνικής αμφισβήτησης. Η τοπογραφία της πόλης μετατρέπεται σε ένα τοπίο συναισθηματικό και σωματικό, όπου οι εικόνες των αυτοκινήτων, των βράχων και των δρόμων συναρμόζονται με την ερωτική εμπειρία. Η αναφορά στον ερχόμενο πατέρα λειτουργεί ως μια υπόγεια ένταση, υποδηλώνοντας τις κοινωνικές πιέσεις και τους περιορισμούς που καιροφυλακτούν, ενώ η ποιητική φωνή επιλέγει να εστιάσει στην τρυφερότητα και την παροδικότητα της στιγμής, όπου το σώμα και ο έρως γίνονται πράξη αντίστασης και χειραφέτησης.

Ίσως φύγεις στο εξωτερικό

Συνδυάζοντας την queer ταυτότητα, την πολιτική σκέψη, την τρυφερότητα και τον ιστορικό στοχασμό

Προτού περάσουμε στην επίδραση και στη σημασία της ποίησης του Κουτσοδόντη, θα σταθούμε σε ορισμένα ποιήματα από το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο, το Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (Θράκα, 2024). Διαβάζουμε πρώτα το ποίημα «Το ταξίδι που θα σε πάω», το οποίο και ανοίγει το βιβλίο. Μότο: «Το να ζεις σ’ ένα γυάλινο σπίτι, είναι σίγουρα μια επαναστατική αρετή» (Βάλτερ Μπένγιαμιν)

 Θέλω να ακούσεις τα τραγούδια μου / ομοίως γυάλινα σαν τα τζαμάκια ρολογιού χειρός /  κι ορθάνοιχτα στόματα παιδικά / που κάνουνε μπούκωμα / ένα κομμάτι κύματος του Ιουλίου //Να τα ακούσεις τα τραγούδια / όταν αφήνεις στο ρωσικό το κομοδίνο / –φτιαγμένο λες από αγόρια εχέμυθα– / πεταμένη τη μπλούζα σου μετά το σεξ // Να σε πάω μπορώ στη Μόσχα του ’26 / και να έχω τα μάτια μου στο μάλλινο σακάκι / που φορά ο Μπένγιαμιν στο λάουντζ όταν διαβάζει / κάτω απ’ του Λένιν την κορνίζα / και την ταπετσαρία / με τη χάρτινη φασαρία των χελιδονιών. //  Είσαι για σκανταλιά; //  Ήθελα / –που έχουμε ίδια στρογγυλά γυαλιά– / να του τα πάρω / και να τρέξω μαζί σου στους διαδρόμους / με τις μισάνοιχτες μπλε κόκκινες και ροζ / πόρτες των δωματίων / όπου μπορεί να δούμε ξαπλωμένους / τους βουδιστές / μετά το γενικό συνέδριο των κοινοτήτων τους. //  Αυτοί / που έχουν πάρει τον όρκο εκείνο / να μην κλείνουνε ποτέ την πόρτα. //  Έτσι λοιπόν / εντελώς αδιάκριτα και γυμνά τραγούδια / ζώντας στα γεμάτα την εποχή τους / δίχως να φοβούνται να πουν τα λόγια τους ρητά / ούτε όταν βλέπουν καθαρά / την ορεινότητα του μέλλοντος. //  Μου λες ότι εκτίθεμαι / απορίας άξιο πώς τα μοιράζομαι όλα αυτά / / Αλλά σου αρέσουν τόσο οι εκδρομές

Το ποίημα αυτό («Το ταξίδι που θα σε πάω») αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ποιητικής του Κουτσοδόντη, και ένα έξυπνο άνοιγμα του νέου βιβλίου, καθώς συνδυάζει πολλά από τα κεντρικά του θεματικά μοτίβα: την queer ταυτότητα, την πολιτική σκέψη, την τρυφερότητα και τον ιστορικό στοχασμό, τα οποία και συνοψίζουν την ποιητική του ταυτότητα και το διακριτό του λογοτεχνικό κατόρθωμα. 

Το ποίημα ξεκινά με ένα απόσπασμα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, υποδηλώνοντας αμέσως τη σύνδεση μεταξύ προσωπικού και πολιτικού που χαρακτηρίζει το έργο του Κουτσοδόντη. Η αναφορά στο «γυάλινο σπίτι» λειτουργεί ως μεταφορά για την ορατότητα, τη διαφάνεια και την ευαλωτότητα – έννοιες κεντρικές στην queer ποίηση.

Το ποίημα περιλαμβάνει έντονες και χαρακτηριστικές εικόνες που συνδυάζουν το προσωπικό με το ιστορικό: η αναφορά στη Μόσχα του 1926, ο Μπένγιαμιν, ο Λένιν, δημιουργούν ένα πλαίσιο όπου το ερωτικό βίωμα συναντά την πολιτική ιστορία. Αυτή η προσέγγιση είναι χαρακτηριστική του τρόπου που ο Κουτσοδόντης εξετάζει την queer εμπειρία μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό συγκείμενο.

Η γλώσσα του ποιήματος είναι άμεση, οικεία και ταυτόχρονα θεωρητικά φορτισμένη. Οι στίχοι, π.χ. που συναντάμε στο τέλος του ποιήματος, «Αλλά σου αρέσουν τόσο οι εκδρομές», υποδηλώνουν την αίσθηση της περιπέτειας, της εξερεύνησης – τόσο σε προσωπικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο.

Μια Ποιητική Εξερεύνηση της Τρυφερότητας

Να δούμε επίσης το ποίημα «Τι σου λεω όταν ξυπνάς κατσούφης». Πρόκειται για μια ποιητική εξερεύνηση της τρυφερότητας, η οποία λειτουργεί όμως και ως μια τρυφερή εξερεύνηση της δικής του Ποιητικής και της Ποιητικής εν γένει. Διαβάζουμε:

Όχι με τις φιλοδοξίες ενός καναρινιού / δίπλα στο γαλάζιο μικροαστικό ψυγείο / αλλά μικροί πολύ μικροί / στη ζεστή ιστορία του κρεβατιού μας / όπου κοιμάσαι / εξουθενωμένος σαν βυζαντινή εικόνα / απ’ τα θυμιάματα σε μια πλωτή εκκλησία. // Μέσα στην πρωινή σιωπή του δωματίου / είσαι ολόκληρος / κουλουριασμένος στο γκρι, μια φέτα / από ψωμί γιασεμιού / κι όπως η κουβέρτα έμεινε ώρες στάσιμη / υγρός μουσκεμένος σαν από συννεφένια βενζιναντλία / και οι πνοές σου σμάρια μικρών πουλιών / σε τσιμεντένια γούρνα. / Έρχομαι τότε ήσυχα στο αυτί σου / με τα χείλη μου να το πλάσω / τις γροθιές σου να κάνω μια γλαστρούλα / ηρεμίας πλάι στο στόμα / ανακατεμένης με υπνόσκονη / που σε κάνει έτσι αστείο.

Το ποίημα αυτό αποτελεί σαφώς μια βαθιά διεισδυτική εξερεύνηση της οικειότητας και της τρυφερότητας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιητικής του Κουτσοδόντη. Ο Κουτσοδόντης μετατρέπει το καθημερινό, προσωπικό στιγμιότυπο του πρωινού ξυπνήματος σε ένα πολυεπίπεδο ποιητικό τοπίο.

Η εικονοποιία είναι έντονα σωματική και συναισθηματική: ο ερωτικός σύντροφος περιγράφεται ως «εξουθενωμένος σαν βυζαντινή εικόνα», μια μεταφορά που συνδυάζει την ιερότητα με την κόπωση, θυμίζοντας τον Θεσσαλονικιό ζωγράφο Γιάννη Βούρο, αλλά ακουμπά και στο λογοτεχνικό σύμπαν του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Οι μεταφορές «φέτα από ψωμί γιασεμιού» και «πνοές σαν σμάρια μικρών πουλιών» δημιουργούν μια αίσθηση τρυφερότητας και εύθραυστης ομορφιάς, ενώ ανοίγονται τόσο στο θρησκευτικό στοιχείο όσο και στο αριστερό πεδίο.

Το ποίημα επίσης αποτυπώνει μια βαθιά πολιτική διάσταση της προσωπικής στιγμής. Οι αναφορές σε «μικροαστικό ψυγείο» και «τσιμεντένια γούρνα» υποδηλώνουν μια κριτική στην καθημερινή αστική πραγματικότητα, ενώ η τρυφερότητα εμφανίζεται ως μια μορφή αντίστασης σε αυτή τη στείρα πραγματικότητα.

Επιπρόσθετα, η μετατροπή των γροθιών σε «γλαστρούλα ηρεμίας» είναι μια εξαιρετική μεταφορική κίνηση, που δείχνει πώς η αγάπη και η τρυφερότητα μπορούν να μεταμορφώσουν ακόμη και τις πιο σκληρές εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας.

Συνολικά, βλέπουμε πως η queer ποίηση του Κουτσοδόντη λειτουργεί ως χώρος όπου το προσωπικό συναντά το πολιτικό και η τρυφερότητα γίνεται πράξη αντίστασης και μεταμόρφωσης﮲αγγίζοντας μάλιστα, λόγω της αναφοράς στη βυζαντινή εικόνα ‒και φέροντας την αντίστοιχη εικονοποιία στο ποίημα‒ συγκεκριμένα ρεύματα του χριστιανισμού στα πλαίσια της αναρχικότητάς του. Όπως αυτός π.χ. εκφράστηκε μέσα από το έργο του  Λέοντα Τολστόι, ο οποίος προσέφερε μια ριζοσπαστική ανάγνωση του χριστιανισμού που συγγενεύει βαθιά με την αναρχική σκέψη. Υποστήριζε, ως γνωστόν, μια μορφή πνευματικής αναρχίας βασισμένη στην αρχική χριστιανική διδασκαλία περί αγάπης, μη βίας και ισότητας, απορρίπτοντας τις ιεραρχικές και κρατικές δομές της εκκλησίας. Για τον Τολστόι, ο αληθινός χριστιανισμός ήταν μια πράξη προσωπικής εσωτερικής επανάστασης και κοινωνικής αλληλεγγύης, όπου η αγάπη και η μη βία λειτουργούν ως μέσα αποδόμησης των καταπιεστικών κοινωνικών συστημάτων. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν, θεωρώ, και για τον Κουτσοδόντη, αλλά χρήζουν περαιτέρω μελέτης, καλώντας και προς άλλες συνδέσεις. 

Η Τρυφερότητα ως Αντίσταση

Να διαβαστεί ακόμη το ποίημα: «Νύσταξες πασάκα μου», το οποίο μάλιστα αποκαλύπτει τον τίτλο του στο τέλος,ο οποίος και λειτουργεί ως μέρος του ποίηματος. Η τρυφερότητα ως αντίσταση λοιπόν:

Αντ’ αυτού είχες κάτι σχισμένο / στο βλέμμα όπως να κόψαν / το πράσινο γρασίδι στο βουνό / μ’ ένα κουτάλι σαν να κόβανε μια πάστα / το γρασίδι που φάνηκε στου τρένου / το τζάμι όταν ερχόμουν / μα ήσουν εσύ στις αιχμές ανάμεσα / εκείνη την ώρα που έπεφτε / ξύλο και βρισιές μεταξύ αγνώστων / έξω από τα Everest της γειτονιάς / κι απομακρυνόσουν / ξεκινώντας το κλάμα ως τη στάση / του λεωφορείου // Ξέρεις / η βία κυλάει με το ποτάμι / μα εμάς το πόδι έχει μαγκώσει / στην αργιλώδη άμμο του πάτου / και όπως κινούνται όλα / το νερό / ολόγυρα μας πνίγει. // Άλλα εσύ / εσύ είσαι σαν εκείνον τον ξανθό στρατιώτη / στο Βατερλό του Μπονταρτσούκ καθώς / μαινότανε η μάχη κι εκείνος / φώναζε να μην χυθεί άλλο αίμα. // Μου χαμογελάς / – Αν ακολουθούσαμε τις αξίες / του φεμινισμού / ο κόσμος θα ήτανε καλύτερος. / Μου λες. Και πάλι / μου χαμογελάς / Έπλυνες τα δόντια σου και ξάπλωσες. // Είμαι εδώ / πιάνοντας την κοιλιά σου τώρα που κοιμάσαι / και θέλω να κοιτάζω ήρεμος / να ξεκρεμάς όλα εκείνα τ’ απλωμένα ρούχα / που ξεχάστηκαν κι ο άνεμος τα χτυπά / 

μ’ ένα τρομαχτικό αντιλάλημα / μέσα στην κοιλιά σου που / –μα την τύχη μου– την πιάνω. // 

Κρατάμε τα χέρια κι είναι αυτό / μια περίεργη ανθοδέσμη στον ύπνο. // Ήταν το ποίημα: / νύσταξες πασάκα μου

Το ποίημα αυτό είναι μια εμβληματική σύνθεση των κεντρικών θεματικών του Κουτσοδόντη: η queer σχέση ως χώρος αντίστασης, η πολιτική διάσταση της προσωπικής εμπειρίας, και η τρυφερότητα ως πράξη αντι-βίας.

Αναλυτικότερα, το ποίημα ξεκινά με μια σκηνή βίας, όπου το «σχισμένο βλέμμα» μεταφέρει μια αίσθηση τραύματος και απώλειας. Η εικόνα των επεισοδίων έξω από τα Everest της γειτονιάς αποτυπώνει μια καθημερινή βιαιότητα, ενώ ο αφηγητής παρατηρεί με μια συγκινητική τρυφερότητα τον σύντροφό του.

Η μεταφορά της βίας ως ποταμού, όπου το υποκείμενο είναι παγιδευμένο στην «αργιλώδη άμμο», λειτουργεί ως μια βαθιά πολιτική δήλωση για την αδυναμία διαφυγής από τις κοινωνικές συγκρούσεις. Ωστόσο, η αντίσταση έρχεται μέσα από την αγάπη και την φροντίδα.

Η αναφορά στον ξανθό στρατιώτη στο Βατερλό ‒που παραπέμπει και στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο που μαίνεται στις μέρες μας‒ ο οποίος και φωνάζει να μην χυθεί άλλο αίμα, είναι μια έμμεση πολιτική δήλωση για την ειρήνη και την αντίσταση στη βία. Ο σύντροφος παρουσιάζεται ως μια φιγούρα αντίστασης, με το χαμόγελο και το φεμινιστικό του σχόλιο να λειτουργούν ως πράξεις πολιτικής αντίστασης.

Το τελευταίο μέρος του ποιήματος, με την εικόνα του αφηγητή να κρατά την κοιλιά του συντρόφου του, είναι μια βαθιά τρυφερή στιγμή. Η μεταφορά των «απλωμένων ρούχων» που τα χτυπά ο άνεμος λειτουργεί ως μια μεταφορά της εύθραυστης καθημερινότητας, ενώ η τελική εικόνα των χεριών ως «περίεργης ανθοδέσμης στον ύπνο» προσφέρει μια εικόνα ελπίδας και αντίστασης.

Ο τίτλος, ο οποίος εμφανίζεται στο τέλος ως μέρος του ποιήματος, λειτουργεί ως μια τρυφερή προσφώνηση, που επιβεβαιώνει την κεντρική θέση της αγάπης και της φροντίδας ως πολιτικής πράξης.

«Υστερόγραφο»: Ο Πόνος της Απώλειας και η Queer Εμπειρία

Να ακουστεί πρώτα το ποίημα «Υστερόγραφο». Είναι τόσο σημαντικό που θα παραλείψουμε λίγα σχετικά κομμάτια. Θα καταλάβετε γιατί στην πορεία. 

Μαμά έφερα τελικά κάποιον σπίτι / πάει, πέρασε τώρα / η αγάπη μας ήταν για σύντομη απόσταση // Μαμά, κάπου στον κόσμο έχω πεθάνει / άλλος μου πήρε το κορμί, το τρώει, το ζεσταίνει, το ικανοποιεί / μα για εμένα είναι παντού / Χριστέ μου, είναι τα έπιπλα όλα του σπιτιού σπασμένα / στην κοιλιά μου / έτσι θα ξεχρονίσω –μη μου φωνάζεις άλλο– / κατοικώντας το γερτό / πληγές και τραύματα που δεν μου αναγνωρίζουν τα ‘χω εδώ, όταν χτυπώ το πρόσωπο μου / κι όταν κλωτσώ τον άθλιο τοίχο / πληγές και τραύματα / και γύρω γύρω μου το κοτετσόσυρμα / ρέστος χαμόσυρτος κι άλαμπος / φριχτά μες στην οργή μου σπρώχνω / το παρακαλεστικό πιγούνι μου μες στο σκοτάδι / να τον φτάσει / μήπως αν σβήσω φώτα με ακούσει; / Δεν είμαι κακός, σε παρακαλώ, δεν είμαι κακός / μήπως ξανάρθει; / στο νερένιο σκοτάδι που μειώνει την απόσταση // κρέμομαι / άθλια στο κρεβάτι σαν σφαχτό / με χιόνι ξεκλειδώνω κάθε βράδυ / την πόρτα του υπογείου / τα όνειρά μου σιτηρέσια που λαμπάδιασαν / κι άσπρος, μια καρέκλα κήπου στο ερείπιο / που ανεβαίνουν σκόνες και σαλίγκαροι / απλώνομαι κι ακούγω να μου λένε / τι βλασφήμια ωραία να μισώ ό,τι αγάπησα / να αποδεχτώ, να υποχωρήσω / μα το σκάφανδρο αυτό που μου πουλάνε / 

δεν θα με φτάσει στη σκοτεινή την άμμο / για ν’ ανάψω το υδρόβιο κερί μου / παρακαλώντας προς στιγμήν / να πάρουνε φωτιά τα σκοινιά του στόματος μου. 

*  […] Δεν το βάζω κάτω, Χριστέ μου, γιατί κρατάω ακόμα / αυτό το τίποτα. Χαϊδεύω το φασματικό λαγόνι του  / είμαι στο αέρινο υπογάστιο και μυρίζω / κρατάω δεν αφήνω. Όπως πάντα, δεν αφήνω / δέρμα γεμάτο πανάδες και σμίγματα / δεν θα πραΰνω ποτέ ποτέ / Φαίνονται τα μάτια μου άδεια; Πρόκειται για μικρά / μεμψίμοιρα τζαμλίκια; Ανησυχεί ο κόσμος / στη δουλειά: φίλε, να σε ρωτήσω / σε βλέπω κάθε βράδυ, την παλεύεις; * 

Κυκλώνω τη λέξη ανεπίστρεπτος / Φάληρο Άνω και Κάτω Τούμπα 40 Εκκλησιές / ανεπίστρεπτος / δεν υπάρχει βοήθεια το σκοτάδι εισχωρεί μονόμπαντα / Βότση Καραμπουρνάκι Αρετσού / ανεπίστρεπτος / το μέλλον μάς κάνει άστοργους / Βαρδάρη Αντιγονιδών και Άνω Πόλη Συκιές / ανεπίστρεπτος /σαν να έχει πάρει λάθος τετράγωνο ψάχνοντας γιατρό / κέντρο πιστοποίησης αγγλικών κάποιο φαρμακείο / για δουλειά κάποιο μίνι μάρκετ / με φτηνές λακ μαλλιών από εκείνες που προτιμούν / τα κουήρ αγόρια ανεπίστρεπτος μηχανικοί της cosmote διορθώνουν το καφάου / στην Καρόλου Ντηλ / ανεπίστρεπτος 

αποχωρισμός κι εγκατάλειψη σκίσιμο ξεφλούδισμα / μάδημα μάδημα μάδημα / 

ανεπίστρεπτος / πια είναι γελοίο ν’ αναφέρω / πως είμαι λίγο κάτω από την άποψη / των κοντινών μου μαρξιστών / σχετικά με τις σύγχρονες σχέσεις / ανεπίστρεπτος / ηλικιωμένοι έξω απ’ τα ΕΛΤΑ Δελφών με ρούχα γήινα / κρεμ παστέλ χωμάτινα – τι χρώματα! / μου θυμίζουν τα χρώματά σου ανεπίστρεπτος / δεν μπορώ να διηγηθώ πια σε σένα / χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπινα ελαττώματα / για να γλυκάνεις τον καημό ανεπίστρεπτος / μόνο το σώμα μου επάνω στα γυμνά κορμιά / –τα μονολεκτικά κορμιά– / σαν πέτρα, ζαλισμένο απ’ τις μέρες / ακίνητο –πως τολμά– ασάλευτο / απ’ οποιαδήποτε συγκίνηση / ανεπίστρεπτος / τρυπά τους έλατους και πέφτει στα εκρού γυαλιά μου / ο ψιλόβροχος όπως ανοίγεις / αναψυκτικό / κι εσύ από κάτω μου ξαπλωμένος την άνοιξη / στο Σέιχ Σου / να πασπατεύεσαι να συσσωρεύεσαι να εκρήγνυσαι / το πατιρντί αυτό που αγάπησα / τώρα στην κατεδάφιση / με κεραυνώνεις πρωί μεσημέρι βράδυ / ανεπίστρεπτος / μαμά ανεπίστρεπτος / αμυδρός και ισχνός μια τελεία πια χαμένος / χαμένος // χαμένος // Έφερα τελικά κάποιον σπίτι μαμά / μαμά / απόκτησα πλέον σπίτι / και πάλι / φεύγω 

Το ποίημα «Υστερόγραφο» αποτελεί μια συγκλονιστική εξερεύνηση του πόνου του αποχωρισμού, της ερωτικής απώλειας και της queer εμπειρίας, φέρνοντας στο προσκήνιο όλη την ένταση και πολυπλοκότητα των συναισθημάτων που χαρακτηρίζουν το έργο του Κουτσοδόντη.

Το «Υστερόγραφο», το οποίο στην πραγματικότητα είναι το κυρίως μέρος του βιβλίου και συνδέται άμεσα με το προηγούμενο βιβλίο του, του οποίο τον τίτλο χρησιμοποιεί και στους στίχους του, διαρθρώνεται ως ένας εσωτερικός μονόλογος, απευθυνόμενος αρχικά στη μητέρα και στη συνέχεια επεκτείνεται σε ένα ευρύτερο υπαρξιακό τοπίο. Η επαναλαμβανόμενη λέξη «ανεπίστρεπτος» λειτουργεί ως ένα είδος ρυθμικού μοτίβου που υποδηλώνει την οριστικότητα του χωρισμού και την αδυναμία της επιστροφής.

Η γλώσσα είναι έντονα σωματική και συναισθηματική. Εικόνες όπως «κρέμομαι άθλια στο κρεβάτι σαν σφαχτό με χιόνι» αποδίδουν μια βαθιά τραυματική εμπειρία απώλειας. Στίχος που συνομιλεί, ας μου επιτραπεί, με το βιβλίο μου Σφαχτάρια στο λευκό (Θράκα, 2020). Ο ποιητής χρησιμοποιεί μια σειρά από σωματικές και υλικές μεταφορές –«σκίσιμο», «ξεφλούδισμα», «μάδημα»– που υποδηλώνουν μια διαδικασία αποδόμησης και επώδυνης μεταμόρφωσης.

Η πολιτική διάσταση εισέρχεται μέσα από αναφορές στους «κοντινούς μαρξιστές» και τις «σύγχρονες σχέσεις», ενώ η queer εμπειρία αποτυπώνεται στην ένταση μεταξύ οικειότητας και αποξένωσης. Ο ποιητής διαπραγματεύεται τα όρια μεταξύ του προσωπικού και του πολιτικού, όπως και μεταξύ της ερωτικής εμπειρίας και των κοινωνικών προσδοκιών.

Η σχέση με τη μητέρα λειτουργεί ως ένα πλαίσιο για την εξερεύνηση της ταυτότητας και της αποδοχής. Οι επαναλαμβανόμενες προσφωνήσεις «Μαμά» δημιουργούν μια αίσθηση ευαλωτότητας και αναζήτησης κατανόησης, τονίζοντας επίσης την επίμονη παρουσία του κενού μέσω της απουσίας του τόσο οικείου αυτού μέλους. 

Το ποίημα κλείνει με μια κυκλική κίνηση, επανερχόμενο στην αρχική φράση «Έφερα τελικά κάποιον σπίτι μαμά», μια δήλωση που περιέχει ταυτόχρονα θριάμβευση και θλίψη, οικειότητα και αποξένωση.

Το ποίημα «Υστερόγραφο», επομένως, με το οποίο κλείνει το βιβλίο, και εμείς την σχετικά εκτεταμένη αυτή παρουσίαση, συνιστά μια εξαιρετική σύνθεση των κεντρικών θεματικών του Κουτσοδόντη: η queer εμπειρία ως πεδίο έντασης, πόνου, αλλά και δυνητικής απελευθέρωσης. Η ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη συνεχίζει να προκαλεί, να αποκαλύπτει και να μεταμορφώνει τις αντιλήψεις μας για τον έρωτα, την ταυτότητα και την κοινωνική πραγματικότητα.

Αντί συμπεράσματος. Επίδραση και Σημασία

Η ποιητική πρόταση του Κουτσοδόντη συνιστά μια ριζοσπαστική παρέμβαση στο σύγχρονο ποιητικό και όχι μόνο τοπίο, καλώντας τους αναγνώστες να εκτεθούν και να εξετάσουν τις συνδέσεις μεταξύ της queerness, της τρυφερότητας και της κοινωνικής αλλαγής. Εξερευνώντας την queer ταυτότητα σε σχέση με συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα, μας προσκαλεί να αντιμετωπίσουμε ως άτομα, ως κοινότητες και ως πολιτεία, τις πραγματικότητες της περιθωριοποίησης και τον συνεχιζόμενο αγώνα για ορατότητα και δικαιώματα. 

Συγκεκριμένα, η ποίησή του υπογραμμίζοντας τη σχέση μεταξύ της queer ορατότητας, του ακτιβισμού και της αριστερής ιδεολογίας, προσφέρει μια μοναδική προοπτική στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαρρηγνύοντας τα παραδοσιακά όρια μεταξύ προσωπικού και πολιτικού, και επανορίζοντας την ποίηση ως χώρο πολιτικής και υπαρξιακής διεκδίκησης, αξιώνει μια μεταμόρφωση στην κοινωνική πρακτική και συμβίωση. Τα κομβικά σημεία της παρέμβασής του περιλαμβάνουν. Την:

  1. Επανεννοιολόγηση της τρυφερότητας ως πράξης πολιτικής αντίστασης, όπου το σωματικό και το συναισθηματικό μετατρέπονται σε ισχυρά εργαλεία αποδόμησης κυρίαρχων κοινωνικών αφηγήσεων.
  2. Αναπαράσταση της queer εμπειρίας όχι ως περιθωριακής κατάστασης, αλλά ως δυναμικού τόπου μεταμόρφωσης και κριτικής του κοινωνικού κατεστημένου.
  3. Σύνδεση της ποιητικής γραφής με τον ακτιβισμό, όπου η ποίηση δεν είναι απλώς καταγραφή εμπειριών, αλλά ενεργό μέσο κοινωνικής παρέμβασης.

Η επιτελεστικότητα του έργου του έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του να αποδομεί τις παγιωμένες αφηγήσεις περί ταυτότητας, έρωτα και κοινωνικής συμβίωσης. Προτείνει μια ποιητική οπτική όπου η περιθωριοποίηση μετασχηματίζεται σε δύναμη αμφισβήτησης και επαναπροσδιορισμού.

Στο σύγχρονο πολιτισμικό συγκείμενο, η ποίηση του Κουτσοδόντη είναι μια αναπόδραστη αναγκαιότητα, και λειτουργεί τόσο ως κρίσιμο στοιχείο του διαλόγου όσο και ως συστατικό στοιχείο, προκειμένου να προβούμε και να επιτέλεσουμε την αποδόμηση των στερεοτυπικών αντιλήψεων, διευρύνοντας τα όρια της συλλογικής κατανόησης περί ετερότητας, έρωτα και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Πέτρος Γκολίτσης
Θεσσαλονίκη-Στρούμιτσα,
Σεπτεμβρίος-Νοέμβριος 2024