Απόστολος Θηβαίος | Θύμα του φωτισμού

© Elliott Erwitt

Διήγημα

“Κύριε Χάρις, κύριε Χάρις!”. Μάταια, όλα μάταια. Όσο και αν έτρεξε το παιδί της ηλεκτρικής εταιρίας δεν κατέστη δυνατό να προλάβει τον κύριο Χάρις. Του μένανε ακόμη δυο ώρες ώσπου να κλείσουν τα εμπορικά καταστήματα και ήταν αποφασισμένος να δώσει μια λύση στην ιστορία. Μα επιτρέψτε μου να σας πω για τον κύριο Χάρις, αφού επιβεβαιώσουμε όλοι, αναγνώστες, συγγραφείς και τα ρέστα πως το παιδί της εταιρίας, θέλετε από έλλειψη εκγύμνασης, θέλετε από εκείνο το παλαιό πρόβλημα με το μηνίσκο δεν πρόλαβε τον κύριο Χάρις. Πάνε όλα χάθηκαν και σε τούτο ακριβώς το σημείο, η ιστορία θα μπορούσε και να’χε χαλάσει.Μα ευτυχώς άντεξε.

Όλη η υπόθεσης έχει να κάνει με χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Ακριβώς με αυτό. Για την ακρίβεια, με τα φωτάκια που ο κύριος Χάρις δεν κατόρθωσε να αντικαταστήσει εγκαίρως – ω, το πρόβλημα ήτο άλλο –  με αποτέλεσμα να σβήσει έτσι άδοξα, μια μεγάλη αγάπη. Το πράγμα τον είχε συνεπάρει, ήταν ευδιάκριτο και την ίδια στιγμή κάτι φοβερό για την καθώς πρέπει ζωή του κυρίου Χάρις. Κάθε βράδυ άναβε την πρώτη σειρά και περίμενε, καθισμένος στην παγωνιά του μικρού μπαλκονιού. Κάπου απέναντι μια άλλη σειρά τ’απαντούσε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. 

Όταν το πρόσεξε για πρώτη φορά ο κύριος Χάρις – κάπως έτσι ανακαλύφθηκαν όλα τα μεγάλα πράγματα – είπε να κάνει ορισμένες δοκιμές. Για να δει αν όντως το πράγμα είναι έτσι όπως το συλλογίζεται ή πάλι αυθαιρετεί, σαν εκείνους τους κριτικούς των βιβλίων που όσο και αν διάβασαν δεν σκέφτηκαν πως μες σε κάθε ιστορία χτυπά μια καρδιά, ο κύριος Χάρις σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα. Σαν να λέμε αναποδογύρισε τις λέξεις ή κατόρθωσε μέσα από ένα παλιό ημίψηλο να βγάλει σημαίες και μαντιλάκια και όλα τα τοιαύτα. Χρησιμοποιούσε κάθε διαθέσιμη επιλογή από τα φωτάκια και περίμενε, τι περίμενε δηλαδή, η καρδούλα του το ήξερε. Είχε πάντα τη “στάση του πεύκου”. Πρόσμενε να δει μια αντίστοιχη κίνηση και από την άλλη μεριά. Αν τον πρόσεχε κανείς , θα έλεγε πως ο κύριος Χάρις ανήκει στους μελαγχολικούς τύπους αυτού εδώ του κόσμου. Έπειτα όμως, μια αγάπη, έστω και τόσο κακοφωτισμένη, δεν μπορούσε να λογαριαστεί για πράγμα αδιάφορο. 

Στην αρχή το πείραμα δεν έφερε αποτέλεσμα, μα αργότερα, επιλέγοντας εκείνο το πρόγραμμα με το νευρικό άναμμα των μικρών λαμπτήρων κάποιος από την απέναντι πλευρά απάντησε. Ο κύριος Χάρις επαλήθευσε τα αποτελέσματα επαναλαμβάνοντας ποικίλα προγράμματα και συνδυασμούς. Όλα βρήκαν το ισοδύναμό τους. Μες στη νύχτα του λόγου του άναβε και έσβηνε τα φωτάκια, διάβαζε όσα είχε να του πει η άλλη πλευρά, εξακολουθούσε ώσπου να ξημερώσει, ώσπου εκείνοι οι δυο άγνωστοι, να χορτάσουν ο ένας την παράδοξη παρουσία του άλλου. 

Εκείνο το πρωινό ο καιρός ήταν μουντός. Στα ραδιόφωνα λέγανε για βροχή, τα άφθονα εκατοστά του νερού έλεγαν πως θα αρκούσαν και με το παραπάνω για να δημιουργηθούν κάμποσα, συνηθισμένα κατά τα άλλα προβλήματα στο δίκτυο των μεταφορών της πόλης. Ο κύριος Χάρις ντύθηκε όσο καλύτερα μπορούσε και στάθηκε στο μπαλκόνι του περιμένοντας τη βροχή. Φοβόταν ότι με όλη αυτήν την καταστροφή τα φωτάκια του δεν θα αντέξουν. Και απόψε είχαν τόσα να πουν με εκείνον τον άλλον άνθρωπο που ζει κάπου μακριά, στην άλλη πλευρά του κόσμου, ανάμεσα στο ουσιώδες, σε αυτό που ποτέ δεν θα κατορθώσουμε και το άλλο, το πραγματικό με τα άπειρα πρόσωπά του. 

Έπεσαν δυο αστραπές που χάλασαν τον κόσμο και έθεσαν εκτός λειτουργίας τον παλιό μετασχηματιστή. Όλη η συνοικία βυθίστηκε στο σκοτάδι. Εκεί μέσα κάθε τι φαντάζει είτε πολύ αληθινό, είτε πάλι θα σβηστεί σαν να ‘χε χαραχτεί πλάι στο κύμα. Τα φωτάκια του κυρίου Χάρις σώπασαν. Μάταια δοκίμασε, τα τραβούσε, θύμωνε, επικοινωνούσε με τεχνικούς, εμπορικούς υπαλλήλους, ξανά με τεχνικούς και ούτω καθ’εξής. 

Σε κείνη την άλλη πλευρά, μια αγάπη πανίσχυρη γεννιόταν, μα δεν είχε κανείς την παραμικρή υποψία για το πώς θα μπορούσε να απαντήσει ο κύριος Χάρις, βρεγμένος ως το κόκαλο. Και τα φωτάκια του χαλασμένα ανήμπορα. Για μια στιγμή φαντάστηκε την απογοήτευση εκείνης της άλλης πλευράς, όταν έπειτα από τόσες προσπάθειες όλα τα μηνύματα θα απέμεναν ανεπίδοτα. Πολύ τον πίκρανε αυτός ο λογισμός,και στον εαυτό του υποσχέθηκε πως με τα φωτάκια του ένα τέλος θα βάλει σε τούτη εδώ την εγκατάλειψη. Του έδωσε λίγο θάρρος που ξεθύμαναν οι βροχές και έτσι πείστηκε πως ήταν όλα τα στοιχειά του κόσμου με το μέρος του. Πείστηκε πως μια αγάπη δεν μπορεί να πεθάνει, συλλογίστηκε τον έρωτα που είναι δύσκολος και καθόλου στοχαστικός, την τύχη του παίνεψε, κάπως μετρημένα και δειλά. Και ήταν τότε που πέρασε από μπροστά μας ο  κύριος Χάρις φουριόζος και ανήσυχος, φορώντας τη ρόμπα και τα πασούμια του, αποδείξεις τρανταχτές πως κάτι φλογερό τον είχε βρει. Φώναζε πως “υπάρχει τόσο ρεύμα κάτω από τα πόδια μας, μα δεν μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε, όχι απόψε, όχι απόψε Θεέ μου!”

Όλοι περιμέναμε με αγωνία να επιστρέψει. Αν δεν βρει τα φωτάκια, αν η ζημιά δεν επιδιορθωθεί τότε μια αγάπη θα σβηστεί. Και θα’ναι το φταίξιμο δικό του και λιγάκι του πολυκαταστήματος που προωθεί  κάτι άλλα φωτάκια, καθόλου βολικά με λίγα, πάει να πει προγράμματα. Και ίσως της εταιρίας του ηλεκτρισμού που προσλαμβάνει αγύμναστα παιδιά. 

Και πώς να πεις με δαύτα, “σήκω να σε δω” ή το άλλο το “αν δεν είναι αγάπη, είναι η μοναξιά μου τη νύχτα που σ’ανταμώνει”. Ειδικά το δεύτερο είχε κάνει θραύση σε τοίχους και μάντρες και δεν ήταν καθόλου ένα μοντέρνο και ανανεωμένο δίστιχο. Είναι παράξενο πόσους τρόπους βρίσκει το παλιό, εκεί έξω για να μας μιλήσει, μια φορά και έναν καιρό, ντυμένο με το ρούχο του καινούριου.

Γύρισε βρεγμένος ως το κόκαλο. Η καταιγίδα τον βρήκε στη λεωφόρο, δεν βρήκε προστασία και τώρα ο κύριος Χάρις προβάλλει σαν υδατογραφία στην κεντρική πλατεία. Έπειτα και άλλοι, και άλλοι περπατούν μαζί του, μα είναι περισσότερο ευτυχισμένοι εκείνοι. Καμιά σχέση μαζί του, τίποτε σχετικό με τ’αργό του το βήμα , με τον ίδιο που φαντάζει ναυαγισμένος, θαρρείς και κάποιος θάνατος τον δείχνει ανάμεσα σε πολλούς.

Ποιος να τον ρωτήσει τι τάχα έγινε με τα φωτάκια. Καρδιά δεν μας πήγαινε. Και έτσι τον αφήσαμε δειλά να ανέβει ως το διαμερισματάκι του. Και εμείς συλλογιστήκαμε πως είναι σκληρό πράγμα η ζωή για να αρνείται στον κύριο Χάρις κάτι τόσο απλό, όπως τα φωτάκια των Χριστουγέννων. Άμα έπεσε η νύχτα από την απέναντι πλευρά σαν ν’άναψαν τα φώτα του έρωτός του. Μα δεν είχε πια τρόπο για να στείλει το “σ’αγαπώ”του, τρόπο δεν είχε για να δηλώσει το παρόν. Και ήταν παγωμένη η κρύα του καρδιά και είχε σωθεί του λίχνου του το φως. 

Και έτσι τ’άλλο το πρωί, τον βγάλανε νεκρό από την κάμαρή του. Θύμα της αγάπης ή του ηλεκτρισμού, κανείς δεν ξέρει. Μα για να σας χαραχτεί ετούτη η ιστορία δώστε σημασία στο φινάλε, αφού τα φωτάκια μέρες μετά, πήραν μπρος και επανέλαβαν όλα τα προγράμματα, θαρρείς και είχαν ρυθμιστεί κατάλληλα για αυτό από τον κύριο Χάρις.

Όλοι γελάσαμε και όλοι μαζί θυμηθήκαμε εκείνο τον τύπο που ανάβοντας τα χριστουγεννιάτικα φώτα, τα ολότελα συνηθισμένα, μπορούσε να διακρίνει στην άλλη πλευρά, πράγματα όπως μια διψασμένη αγάπη.  Ο κύριος Χάρις πέρασε από το γαλάζιο μου στενό και πάει, θύμα του φωτισμού και αυτός, φτιαγμένος από μοναξιά. Καμιά φορά λέω πως λύγισε από  αγάπη , πως γίνηκε ομίχλη και έφυγε προς τους ουρανούς. Μα εκείνο που θέλω να πω είναι πως ο κύριος Χάρις έπεσε κάποτε τόσο άδοξα στο όνομα του έρωτα. Και η αγάπη του τώρα πια δεν είναι μόνο φώτα και ήχοι αμετάδοτοι, αλλά κάτι ουσιώδες, σαν την τέχνη, ακριβώς σαν την τέχνη. 

Απόστολος Θηβαίος