[…στα ηχεία φούγκες
εκτελεσμένες από τον Γκλεν Γκουλντ,
με άφθονη την αίσθηση
της συντριβής τους,
να νικούν, λέει,
την αιωνιότητα στα σημεία,
να στερεώνουν την οικειότητα μας
με το μεγαλειώδες και τ’ανθρώπινο…]
Ήταν περίλυπος, οι δρόμοι και τα μέγαρα τον πνίγανε. Κάθε τέτοια μέρα, τον έπαιρνε το παράπονο που δεν τα κατάφερε και εκείνος. Ότι έζησε αρχίζει και τελειώνει στην οδό Κοδριγκτώνος και πέριξ. Τώρα τα μαγαζιά κλείνουν βιαστικά, άλλες μαρκίζες σηκώνονται, σκουπίδια και απομεινάρια στις διασταυρώσεις σαν να λένε κάτι. Μα ποιος ακούει Νίκο Αλέξη, ποιος; Ίδιος περνά, κάπως λευκότερος από τα παλιά του τα στέκια.
Καμιά φορά πήγαινε και μεθούσε μέχρι θανάτου. Είχε ένα μπαρ εδώ πιο πάνω, πάει και αυτό. Μείνανε κάτι ποτήρια πάνω στον πάγκο, πώς κρυώνουν Θεέ μου, πώς κρυώνουν. Εδώ πιο πάνω, όλα εδώ πιο πάνω κρίθηκαν, θυμήθηκε και είπε να γελάσει μια στάλα τόσα χρόνια. Πέρασε πλάι από τον καστανά που ‘γίνε είδος σπάνια πια στην Πατησίων. Θεέ μου, πώς κρυώνει, πώς κρυώνει.
¥
Σε αυτό το σημείο, να ξέρεις πως η σκηνογραφία γερνάει γρήγορα, όσα γράφω έχουν γίνει κιόλας τόσο πολύ παλιά. Η Κατερίνα πέθανε, στην οδό Στουρνάρη έπεσε μια αρρώστια και όλα χαθήκανε από την Μπουμπουλίνας ως επάνω στις ψυχές φυσάει ένας άκοπος ακόμη αιώνας. Καμιά φορά είμαι εκείνος ο άγγελος που φεύγει προς το μέλλον και από το τίποτε κρατιέται. Και όλο ταξιδεύει ο άγγελος. Ή πάλι, λέει ιστορίες για να διαβάζονται τις νύχτες τις δίχως φεγγάρι για τίτλο και συντροφιά.
¥
Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, μονολογεί και ο καστανάς του προσφέρει μια κούπα τσάι ζεστό. Έρχονται να τρυγήσουν τη ζεστασιά τα κόκκινα κορίτσια που παγώνουν έξω από το παράστημα του Ερυθρού Σταυρού. Θα ξαποστάσουν και έπειτα θα ριχτούν στη μάχη των σωμάτων. Μοιάζουν με πεταλούδες της νύχτας, μα στην πραγματικότητα συνιστούν πλάσματα του χειμώνα, γύρω από τη φωτιά με μια νύχτα μονάχα για ζωή τους. Κάθε μέρα πεθαίνουν τα κορίτσια, κάθε μέρα. Ο Ντίνος, από τις τάξεις των νεκρών ποιητών, θα τις έντυνε με ένα σπάνιο ρούχο από λέξεις, όμως λείπει, πάει καιρός πια.
Τον πήρε το παράπονο και κοίταξε πλάι του την κοπέλα με το χαλασμένο το μακιγιάζ.
Εδώ ήταν το Πολυτεχνείο, εδώ ήταν. Τώρα δεν είναι, μόνο μια κόπια του, η τελευταία που σώσαμε. Παλιά εδώ μέσα είχε ραδιόφωνα και παλμό, τώρα ρόπαλα και κράνη. Εδώ ήταν το Πολυτεχνείο, λίγο πιο πάνω μάθαμε να αγαπιόμαστε. Παιδιά ήμαστε, τίποτε δεν ξέραμε. Μα ψάξαμε και βρήκαμε μες στις πικροδάφνες τη μεγάλη μας καρδιά. Ρωτήστε την Πέγκυ που γίνε κομμάτια κάτω από τις ερπύστριες, ρωτήστε τη να μάθατε τι ωραία που ήταν τότε η ζωή. “Fait Accompli” που λένε, πάνε αυτά τώρα. Άμα περνάς να το θυμάσαι το Πολυτεχνείο, μια χούφτα παιδιά και ένας σταθμός πειρατικός. Αυτό ήταν όλο, σαν να λέμε η τέχνη της λευτεριάς που ‘ναι ακατέργαστη. Να εδώ ήταν το Πολυτεχνείο, έπειτα ήρθε η μεταπολίτευση , γίνανε όλα σύγχρονα και η ζωή μας μπήκε στην μικρή την οθόνη. Εκεί ξέρεις, μέσα ζει ένας θεός πανούργος που μας αναγκάζει να’μαστε ευτυχισμένοι, ολημερίς μας διαφωτίζει και τις νύχτες μας αραδιάζει τα φριχτά τα ψεύδη . Και ούτε δυο λόγια για την αγάπη, μήτε λίγος χρόνος να νοσταλγήσουμε ότι δεν ζήσαμε. Τώρα, δεσποινίς, ονομάστηκαν οι γενιές, μας χωρίζει μια άβυσσος. Μα εγώ ήθελα μονάχα να σας πω ότι εδώ ήταν το πολυτεχνείο. Αν σταθείς τις νύχτες στις γειτονιές θα δεις πως κάπου ζούνε μυστικά μια δεύτερη ζωή όλα τούτα τα πράγματα, τις φωνές από τον σταθμό θα ακούσεις να ουρλιάζουν το τέλος των σκοτεινών συντεχνιών.
Η κοπελιά ήπιε το τσάι, ίσιωσε τη φούστα και τίναξε λίγο το πανωφόρι της. Έπειτα είπε με σπαστά ελληνικά, ντέκα και ο τρυφερός αυτός δεσμός πήρε τέλος. Αργά επέστρεφε στο πόστο της, ο καστανάς τα μάζεψε και χάθηκε. Μόνο εκείνος και το Πολυτεχνείο του ακόμη στέκουν στη θέση τους. Ύστερα φύσηξε στενοχώρια και ερημιά. Προχώρησε προς την πύλη, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Από τα σίδερα πιάστηκε και έκλαψε, έκλαψε πικρά που πήγαν όλα στράφι. Ή μήπως όχι; Ποτέ του δεν έμαθε να ξεχωρίζει την ελπίδα, όσα του είπαν ήταν ψέμματα. Θα’θελε να φοράει τα ρούχα εκείνης της βραδιάς, να πέσει με τα μούτρα στους αγώνες, τους δρόμους, στο ίδιο λάθος μετά. Καλύτερα το λάθος από οτιδήποτε άλλο, τ’ακούτε; Δεν ακούν στην άλλη πλευρά, όλο παίζουν τα παιδιά καταματωμένα, οπλισμένα με χρέος και κουράγιο.
Μα εδώ, εδώ ήταν το Πολυτεχνείο. Ακριβώς εδώ.
Θα ξημέρωνε 17 του Νοέμβρη, όμως η ζωή είχε σταματήσει ακαριαία.. Όλα εφάνταζαν τρομερά και είχε η ατμόσφαιρα μια αίσθηση καθεδρικού σε μέρα βροχερή. Και έφερε στο νου του εκείνο τον καιρό και μεμιάς, εμπρός του στερεώθηκε μια τοιχογραφία αυθόρμητη και μεγάλη. Ήταν το Πολυτεχνείο που ήταν κάποτε.
Εδώ.
Α.Θ