γράφει ο Μάνος Αποστολίδης
Το Μπουκάλι στην Θάλασσα (2024, Μετρονόμος) της Νάγιας Στυλιανίδου είναι μια συλλογή μικροδιηγημάτων. Οι ιστορίες είναι θεματικά συνδεδεμένες μεν, ανεξάρτητες μεταξύ τους δε. Όμως παρουσιάζονται ως αναρτήσεις κάποιου Παύλου και κάποιας Σεμέλης στο προσωπικό τους ιστολόγιο—ή κοινώς ‘μπλογκ’. Το μπλογκ ονομάζεται κι αυτό ‘Μπουκάλι στην Θάλασσα’.
Η Σεμέλη κι ο Παύλος θα γνωριστούνε κάποτε, κάπως μοιραία, μέσα από αναρτήσεις και συμπτώσεις, με την αίσθηση απίστευτου που θα ‘χε κανείς αν έβρισκε στην θάλασσα ένα μπουκάλι που πάνω έγραφε το όνομά του.
Όμως ποιες οι πιθανότητες να συμβεί όντως κάτι τέτοιο; (Είτε με μπουκάλι, είτε με άνθρωπο.) Έχει το βιβλίο της Νάγιας κάποια εφαρμογή στην πραγματικότητα, ή μόνο στον δικό του μυθοπλαστικό κόσμο;
***
Θα απαντήσω με μια ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς καταφέρνεις να φέρεις σε κέρμα κορώνα ή γράμματα 15 φορές συνεχόμενα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Παίρνεις ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Τους βάζεις να ρίξουν ένα κέρμα 15 φορές. Στατιστικά, τουλάχιστον ένας στο ένα εκατομμύριο θα φέρει κορώνα, ή γράμματα, 15 φορές συνεχόμενα. Τα κατάφερες.
Αντίστοιχα, το να γνωρίσεις τον άνθρωπό σου, τυχαία μέσα στην χωροχρονική θάλασσα που ονομάζουμε πραγματικότητα, έχει πιθανότητες πολύ μικρές. Σαν να κερδίζεις το λαχείο για κάποιο συγκλονιστικό ποσό. (Ή σαν να γράφεις ένα μήνυμα σε χαρτί, να το κλείνεις σε μπουκάλι και να το αφήνεις στην θάλασσα ελπίζοντας ότι θα φτάσει μόνο του στον σωστό προορισμό…) Κι όμως. Κάπου, κάποτε, κάποια κέρδισε το λαχείο. Έφερε στο κέρμα 15 φορές κορώνα γράμματα. Και φυσικά κοίταζε το αποτέλεσμα χωρίς να μπορεί να το πιστέψει· διότι αν καλοσκεφτείς τι σημαίνει το να είσαι το ‘ένα στο εκατομμύριο’ μπορεί να σού έρθει υπαρξιακός ίλιγγος. Κι όμως κάποια πρέπει να είναι το ένα. Κι ίσως έτυχε να είσαι εσύ.
Το βιβλίο της Νάγιας στηρίζεται σε μια τέτοιου είδους πίστη. Ότι θα είσαι το άτομο στο οποίο θα συμβεί το θαύμα.
***
Πριν επιστρέψουμε στο θέμα ‘πιθανότητες και θαύματα’, ας μιλήσουμε για την θάλασσα. Πρόκειται για πρωταγωνιστική φιγούρα, σχεδόν σε κάθε διήγημα του βιβλίου. Θεωρώ πως η Νάγια επέλεξε την θάλασσα για να αποτυπώσει το απέραντο, αυτό που καθιστά το μπουκάλι ως μήνυμα απίθανο. Όμως ταυτόχρονα ίσως την επέλεξε (συνειδητά ή υποσυνείδητα) επειδή η θάλασσα τυχαίνει να είναι όχι μόνο αχανής αλλά και τρομερά βαθιά. Διότι στο βιβλίο συναντάμε ξεκάθαρα την έννοια της διαφυγής, και κανένα μέρος δεν είναι καταλληλότερο για διαφυγή από τον βυθό της θάλασσας; (Αν μπορείς να επιβιώσεις εκεί κάτω.) Οι ήρωες και ηρωίδες του βιβλίου, συχνά μεταφορικά και σπανίως και κυριολεκτικά, καταφεύγουν σε υποβρύχιες κρυψώνες. Το πρώτο διήγημα, μάλιστα, έχει τίτλο ‘ΔΙΑΦΥΓΗ’, και σε αυτό το πρώτο διήγημα είναι που γνωριζόμαστε με το blog—το οποίο έχει όνομα ίδιο με τον τίτλο του βιβλίου. Στην δική μου ανάγνωση, τουλάχιστον, η έννοια της διαφυγής χρωματίζει το βιβλίο όσο και η θάλασσα. Σε έναν βαθμό, το βιβλίο ολόκληρο είναι η διαφυγή της αφηγήτριας και του αφηγητή στον βυθό τους—αν σκεφτούμε τον βυθό ως μια αλληγορία για την μυθοπλασία.
Κάποια στιγμή στο βιβλίο (στο διήγημα με τίτλο ‘DNA’), εισάγεται η ιδέα της θάλασσας ως γενετικό υλικό ορισμένων ανθρώπων: συναντάμε άτομα που ζήσανε την ζωή τους δίπλα ή/και μέσα στην θάλασσα. Και θα λέγαμε ότι όντως στους χαρακτήρες του βιβλίου διαφαίνεται συχνά ένα θαλάσσιο DNA, που εκ πρώτης μπορεί να περιγράφει ως το κλασικό μεσογειακό ταπεραμέντο: ήλιος και αλμύρα, απλοί αλλά σοφοί άνθρωποι αγαπιούνται κι εξοργίζονται ο ένας με τον άλλον, και μετά αγαπιούνται ξανά, και αντιμετωπίζουν την ζωή με γέλιο. Όμως το πραγματικό DNA του βιβλίου δεν περιορίζεται μόνο στο μεσογειακό, το οποίο παραδοσιακά είναι εξωστρεφές. Η αφηγήτρια κι ο αφηγητής, αλλά και όλοι οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, ζούνε συχνά πολύ καλύτερα μέσα στην φαντασία τους.
Προσοχή, όμως. Τα άτομα αυτά δεν χρησιμοποιούν την φαντασία ως απλή διαφυγή από την πραγματικότητα. Αυτό θα ήταν αποφυγή (του πόνου, των προβλημάτων, της πραγματικότητας), μονοπάτι που πάντα τελικά αποδεικνύεται μη-βιώσιμο. Απεναντίας, οι αφηγήτριες ή/και πρωταγωνίστριες του βιβλίου, όταν ξεφεύγουν από την πραγματικότητα το κάνουν ώστε να βρούνε την απομόνωση που προσφέρει τόσο απλόχερα ο βυθός της θάλασσας. Εκεί κάτω θα μπορέσουν να σκεφτούνε (να σκεφτούνε βαθιά—δηλαδή να διαβάσουν ή να γράψουν), μακριά από κάθε θόρυβο, θα μπορέσουν να ακούσουν τις σκέψεις τους, και θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα το υδάτινο στοιχείο μέσα τους που ονομάζουμε ‘εαυτό’, κι εκείνο έξω τους που αποκαλούμε ‘ζωή’. Και μετά, αφού τα καταλάβουν όλα αυτά, οι αφηγήτριες κι οι πρωταγωνίστριες θα μπορούν πια να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, πιο έτοιμες πλέον να την αντιμετωπίσουν.
Κατά κάποιον τρόπο, έτσι νιώθουν και όλοι οι άνθρωποι που γράφουν, αυτοί δηλαδή για τους οποίους η συγγραφή αποτελεί μέρος του DNA τους. Αυτά τα άτομα, ουσιαστικά, δεν κάνουν κάτι πολύ διαφορετικό από το να στέλνουν μήνυμα σε μπουκάλι μέσα στον ωκεανό (βλέπε: εκδοτική σκηνή, ίντερνετ, κτλ.) και μετά να ελπίζουν τα λόγια τους να βρούνε αποδέκτη. Κάπου, κάποτε, κάποιον στον οποίον θα καταλήξουν οι λέξεις τους. Όποιος κι αν είναι—αρκεί να έχει ανάγκη αυτές τις λέξεις.
***
Όμως, το Μπουκάλι στην Θάλασσα της Νάγιας είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που είχαν απειροελάχιστες πιθανότητες να γνωριστούν, και άρα ίσως τώρα σκέφτεστε: «Και δηλαδή ποιο είναι το συμπέρασμα, να περιμένουμε θαύματα;»
Όχι ακριβώς. Το να ποντάρει κανείς στο σενάριο του ‘ένα στο εκατομμύριο’ αποτελεί ένα πολύ κακό στοίχημα. Ταυτόχρονα όμως, μην ξεχνάμε ότι το μπουκάλι στην θάλασσα δεν μπορείς μόνο να το βρεις, ή να το περιμένεις, αλλά μπορείς και να το στείλεις. Μπορείς να είσαι εσύ που θα το αφήσεις πάνω στο κύμα, προς μια άγνωστη μοίρα, και να συμβεί τελικά το ‘ένα στο εκατομμύριο’ και το μήνυμά σου να φτάσει εκεί που έπρεπε. Απλά ίσως όχι στον καιρό σου, κι ίσως χωρίς να το μάθεις ποτέ. (Κι αυτό, άραγε, γιατί ακριβώς μάς αποθαρρύνει;)
Το βιβλίο της Νάγιας προτείνει να κρατάμε ανοιχτά τα μάτια για μπουκάλια όταν βρεθούμε κοντά σε θάλασσα. Όπου ‘θάλασσα’ = ‘πραγματικότητα’, και ‘μπουκάλια’ = ‘ιστορίες που μάς άλλαξαν έστω λίγο την ζωή’. Το βιβλίο προτείνει, επίσης, να αφήνουμε πού και πού το δικό μας μπουκάλι (μεταφορικά μιλώντας) στο κύμα.
Διότι το γράψιμο και το διάβασμα μάς χαρίζουν ορισμένες στιγμές ζωής που είναι πραγματικά σπουδαίες, που όμως δεν έχουμε τα λόγια να εξηγήσουμε γιατί ακριβώς είναι τόσο σπουδαίες. Αλλά είναι. Το ξέρουμε αυτό, κάπου βαθιά μέσα μας—δηλαδή στον “βυθό” μας. Τελικά η συγγραφή/ανάγνωση είναι πράξεις προσωπικής επικοινωνίας μέσα στον χωροχρόνο, και μάλιστα μια πολύ ιδιαίτερη επικοινωνία, η μόνη που μπορεί να γεμίσει το υπαρξιακό κενό μέσα μας που όλοι αντικρίζουμε όποτε κλείνουμε τα μάτια.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν θα βρούμε το μπουκάλι, ή αν το μπουκάλι μας φτάσει εκεί που έπρεπε. Το θέμα είναι να μπαίνουμε στην διαδικασία. Να ψάχνουμε. Να γράφουμε. Και, ακόμα κι όταν τα ρεύματα της ζωής μας βγάλουν κάπου μακριά από θάλασσα, να μην ξεχνάμε την σημαντικότητα του βυθού.
Η αφηγήτρια στο διήγημα ‘ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΘΥΣΑΥΡΟΙ’ δηλώνει πως ο ορθολογισμός βουλιάζει τα όνειρά της. Και γι αυτό κι εκείνη τρέχει να φύγει μακριά από ανθρώπους που είναι απόλυτα ορθολογιστές: γιατί θέλει τα όνειρά της να συνεχίσουν να πλέουν. Με άλλα λόγια, διάβασα το βιβλίο της Νάγιας, συνολικά, ως δήλωση πως η μυθοπλασία είναι ζωτικό κομμάτι της πραγματικότητας.
Νάγια, καλό ταξίδι να έχει το μπουκάλι σου, δηλαδή το βιβλίο σου, και τού εύχομαι να πέσει σε χέρια ανθρώπων που θα το διαβάσουν και θα το νιώσουν ακριβώς όπως λέει ο τίτλος του: σαν να ήταν προορισμένο για τους ίδιους, κι ας μην γνωριστήκατε ποτέ.
~~~*~~~