Οι λεπτομέρειες πριν το έργο
Θεωρείο κατάμεστου θεάτρου. Η μητέρα, η βαρόνη, ο πατέρας και η έφηβη κόρη. Κάθονται στις θέσεις τους όπως αρμόζει και ανασηκώνονται μόνο σαν κάνει ο βασιλέας πως πάει για νερού του ή κάτι παρεμφερές. Μα ο βασιλέας δεν σηκώνεται καθόλου, το μεθύσι του τον έχει καταβάλλει, οπότε δεν χρειάζεται η οικογένεια σύσσωμη να ανασηκώνεται από τις θέσεις της.
Μια ματιά στο θεωρείο θα φανερώσει χιλιάδες παίγνια, αλόγιστες σκηνοθεσίες. Για παράδειγμα, το διακριτικό φλερτ του πατέρα με την δεσποσύνη στ’απέναντι θεωρείο. Κοιτάζονται με το κιάλι τους και θαρρείς πως καθένας τους εκμυστηρεύεται στον άλλο το βαθμό του έρωτος. Ο κύριος είναι διάσημος για την ροπή του προς τον ποδόγυρο και δεν είναι λίγες οι φορές που τον έχουν πετύχει με γυναίκες ταπεινές, κακοφτιασιδωμένες, μα εξόχως πιο αληθινές από τις βαρόνες των θεωρείων. Άλλοτε πάλι στο βάθος του ναού, ανάμεσα στις αρχές της πόλεως, ο ίδιος άνθρωπος υψώνει το ανάστημά του και υπερασπίζεται την πίστη και την αφοσίωση στον Θεό.
Η κυρία πάλι μιλάει ακαταπαύστως με την υπέργηρη μητέρα. Λένε για την μαρκησία Ντε Κουίνς που διάλεξε κάτι τολμηρό για την περίσταση. Θα εξαιρεθεί από την πρόταση για τσάι, θα πρέπει κανείς να νιώσει τη θέση του μες σε αυτόν τον κόσμο. Η γριά λίγα καταλαβαίνει και όμως γνέφει καταφατικά κάθε φορά που ρωτάει η κυρία και γελάει πονηρά, μιμούμενη τους μορφασμούς της κόρης της, σαν της αποκαλύπτει κάποιο επτασφράγιστο μυστικό.
Το έργο που παίζεται για πρώτη φορά ανήκει στο σαιξπηρικό ρεπερτόριο. Απόψε είναι η πρώτη επίσημη πρεμιέρα και έχουν μαζευτεί προσωπικότητες από κάθε χώρο. Όλοι τους χαμογελούν και εισέρχονται στο παλαί ενσαρκώνοντας την ομορφιά και το στυλ με κάθε πιθανό τρόπο. Στον πρώτο ρόλο είναι ένας ζεν πρεμιέ με αδύναμη υποκριτική ικανότητα μα κάτι μάτια εξαίσια και κατάξανθα μαλλιά, ικανά να του αποδίδουν το ρόλο του ομορφότερου νεαρού στην πόλη. Η πρωταγωνίστρια από την άλλη, με ξεχωριστή ωριμότητα ακολουθεί τις απαιτήσεις του ρόλου της, έτσι ώστε να καταστεί σαφής προς το κοινό η μνημειώδης αγάπη των δυο νέων, η ανεκπλήρωτη. Στους περιφερειακούς ρόλους ο πατέρας, η Υψηλοτάτη και η υπηρέτρια της, ένας νέος από την Βουλόνη με ανοιχτή στο στήθος πουκαμίσα, μερικοί Ιακωβίνοι μαζεμένοι συνωμοτικά μακριά από τα ασθενικά φανάρια του εξώστη. Κάτω από το πρόσχημα της υποθέσεως που εξελίσσεται αυτοί καταστρώνουν ένα σχέδιο ανατροπής της κυβερνήσεως. Μοιάζουν να κινούνται εκτός του έργου, ας πούμε αυτόνομα και έχουν στο νου τους απρόσεκτες, τόσο απρόσεκτες επιθυμίες. Μα η μητέρα δεν υποψιάζεται τίποτε και αραδιάζει ονόματα εραστών του πιο ακριβού, παριζιάνικου διαμερίσματος εκεί όπου συρρέουν οι νεαρές καλλονές και όσοι εκτιμούν τα δώρα της νιότης τους. Η γριά δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό.
Όσο για τον πατέρα, αυτός ξέρει καλά τι παίζεται σε εκείνο τον εξώστη. Και ανακοινώνει στη μητέρα πως πρέπει κάτι να διεκπεραιώσει και εντός του ο ρομαντισμός του σαιξπηρικού έργου, αυτός που μας πηγαίνει από το πεπρωμένο ως το άπειρο, φουντώνει. Εκείνη που τον αγαπά, λιώνει απέναντι του και παρακολουθεί τις κινήσεις του αγαπημένου της. Η έφηβη κόρη, ω, μα αυτή δεν έχει καταλάβει τίποτε και λάμπει σαν χρυσό δουκάτο στη θέση της, πνιγμένη μες στους φραμπαλάδες.
Εμπρός κύριε σκηνοθέτα πείτε να αρχίσουν διότι λίγο ακόμη και θα τελεστεί ένας φριχτός φόνος. Αν είναι να σωθεί η κυβέρνηση, συλλογίζεται ο πατέρας και σπρώχνει κάτι περαστικούς που τον εμποδίζουν, έναν τον σκοτώνει επιτόπου και υπογράφει με το μονόγραμμά του – τι θυελλώδη αναγνώσματα οι περιπέτειες του μασκοφόρου Ζορό, τι ζημιά που κατάφεραν στον δόλιο τον πατέρα – και έπειτα προχωρεί προς τον εξώστη. Τα βήματά του τώρα αργά, η καλή του – όχι η μητέρα, μα η άλλη, η εν δυνάμει ερωμένη – νιώθει το στήθος της να φουσκώνει από επιθυμία. Ο λαιμός της ιδρώνει, τα μάτια της γυαλίζουν, η παρέα της την ρωτάει αν τάχα συμβαίνει κάτι, εκείνη λέει μια τυχαία πρόταση, κάπως προσποιητά και αποσύρεται στη θέση της. Τώρα στο θεωρείο, εκεί που παρολίγο να γραφτεί άλλη μια ιστορία παλινορθώσεων, ο πατέρας κατασφάζει τος συνωμότες. Ο βασιλεύς αντιλαμβάνεται τη φασαρία, κάνει να πάει προς τα εκεί, το πλήθος ανασηκώνεται από τις θέσεις του πλην του πατέρα που αιμοσταγής και έξαλλος στέκει στητός στο μέσον της μικρής βεράντας. Οι ήρωες του έργου κάνουν να βγουν μα ο θεατρώνης τους αποσύρει μεμιάς και όλοι περιμένουν να μάθουν αν τελικά νίκησε η δημοκρατία. Τι κρίμα, τόσοι ηθοποιοί να πέσουν θύματα του μαχαιριού. Μόνο αν ήξερε ο πατέρας, μόνο αν ήξερε πως συνιστούν μορφές του έργου, καθώς πάντα.
Ο πατέρας τώρα τιμάται επί τόπου από τον βασιλέα με τον χρυσό θυρεό και έχει έτσι εξασφαλισμένη μια θέση μες στην αυλή. Τι χαρά είναι ετούτη, όσο για τη μητέρα αυτή αποκοιμιέται στον ώμο της γριάς μάνας της και ονειρεύεται πως σαν ξυπνάει γνωρίζει σε βάθος κάθε μικρό, κάθε μεγάλο ή σκοτεινό μυστικό του κόσμου.Η έφηβη κόρη έχει κιόλας αποσυρθεί, προσεύχεται στον Άγιο και τον παρακαλεί να της καταδείξει ολάκερη την έκφραση εκείνου που θα την αγαπήσει. Για να τον γυρέψει όπως λέει καθώς όσο και αν έψαξε ανάμεσα στους πιο εύρωστους της Ερουβιλέτ, που δουλεύουν το σίδερο και τα σπλάχνα τους, σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζουν, δεν φάνηκε τυχερή, καθόλου τυχερή. Στο μεταξύ κάποιος χτυπά το τζάμι του παραθύρου, η νεαρά ανοίγει και ο έρως φουντώνει μες στα δωμάτια με τις ολάνθιστες ταπετσαρίες και τους βαλέδες.
Λίγο αργότερα η κυρία και ο πατέρας ερωτοτροπούν στον διάδρομο των φροντιστών, έχει κραγιόνια παντού στο πρόσωπό του και εκείνης της έχει κιόλας φύγει ένας ή και περισσότεροι πόντοι. Τώρα το έργο οδηγούταν στο πικρό του φινάλε, το λυτρωτικό. Όλοι οι χαρακτήρες ενσαρκώνουν κάτι μεγάλο και σπουδαίο, συνιστούν οι ίδιοι την όπερα ενώ κάτω στο κοινό, πέφτουν τα σφυριά ευγενικά, τα σφυριά που σκότωσαν την Ιουλιέτα και τον Ρωμαίο της και έκαναν το σαιξπηρικό δράμα να φαντάζει ανθρώπινο πολύ. Τα πάντα έκαναν να φαντάζουν ιδανικά, ακόμη και τον θάνατο των πραξικοπηματιών από το χέρι του πατέρα που κραδαίνει το ξίφος του και πάνω στο πάθος φονεύει βάναυσα και οριστικά, – πιο ορισιτκά δεν γίνεται – την καινούρια του ερωμένη. Η μητέρα διέσωσε το γάμο της, η γριά δεν καταλαβαίνει και πολλά, η έφηβη έγινε κιόλας γυναίκα μες στα σκοτάδια, το τζάμι έσπασε και ο Ρωμαίος άδικα έδωσε τέλος στη ζωή του.
Αφού συμβούν όλα αυτά και εμπεδωθούν και αποδοθούν φυσικά, λίγο μετά αρχίζει το έργο. Λίγο μετά, το θέατρο. Έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα μέτρα για να μην φανεί στο κοινό η έλλειψη των συνωμοτών. Στο μεταξύ, ο βασιλεύς που όλους τους ανησυχεί έτσι τύφλα που ‘ναι από το μεθύσι δεν θα’χει την παραμικρή αγωνία ακόμη και αν τύχη και πέσει η κυβέρνηση στα χέρια των ριζοσπαστών. Τώρα κοιμάται σαν μωρό μες σε γαλάζιο σύθαμπο.
Όσο για το έργο, θα σας το διηγηθώ μια άλλη φορά.
Απόστολος Θηβαίος