Ευαγγελία Μινάρδου- Αδάμου |  Γκλιν-γκλιν

© Luigi Ghirri

 «Άντε πάλι με τα κουδούνια! Ήθελα να ήξερα, δεν κοιμούνται τέτοια ώρα, δε δουλεύουν αυτοί αύριο; Κλείσε επιτέλους το ρημάδι να κοιμηθούμε!»

Η φωνή του άντρα της από το υπνοδωμάτιο έφτασε οργισμένη στην κουζίνα. Δώδεκα και μισή το βράδυ. Έπλενε τα πιάτα και τελείωνε το φαγητό για την επόμενη μέρα. «Δουλεύουμε, βέβαια και δουλεύουμε… Αλλά νοιαζόμαστε και για τους φίλους, τι να κάνουμε; Εμείς, βλέπεις, έχουμε φίλους, όχι σαν μερικούς-μερικούς μονόχνοτους…» σιγομουρμούριζε, καθώς πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα να μαζέψει το κινητό της. Πώς στο καλό το ξέχασα εκεί, αφού ξέρω πόσο τον νευριάζει το γκλιν-γκλιν, όταν έρχονται μηνύματα αργά. Και ξέχασα να το βάλω και στο αθόρυβο…

Πατώντας στις μύτες των ποδιών, μπήκε και πήρε το κινητό της. Ευτυχώς, δεν ξύπνησε κανένα παιδί! Ποιος στέλνει πάλι μήνυμα τέτοια ώρα… Μάλιστα… Ποιος άλλος θα ήταν τόσο αργά. Δεν έχω και κρυφό θαυμαστή, να μου στέλνει  νυχτερινά μηνύματα! Μα το ξέρει καλά ο κύριος που φοβάται μη χάσει με το γκλιν-γκλιν τον ύπνο του, αλλιώς σου ’λεγα εγώ πώς θα πετιόταν όρθιος! Μωρέ, έτσι θέλουν για να σε έχουν μη στάξει και μη βρέξει, όχι σαν εμένα, το κορόιδο! Δε βαριέσαι, αυτά μόνο μου λείπανε… Δε βλέπω μπροστά μου από την κούραση και στις έξι πρέπει να είμαι όρθια. Αν έχει πάλι τα ψυχολογικά της η φίλη μου με τα  γκλιν-γκλιν,  λυπάμαι, αλλά απόψε θα πρέπει να βρει άλλον ψυχαναλυτή. Χθες πάλι  μία ώρα ανταλλάσσαμε μηνύματα νυχτιάτικα κι άκρη δε βρήκαμε. Κοίτα, όμως, βρε παιδί μου, πώς τελικά μπορείς να δεθείς τόσο, ακόμα και με μία άγνωστη… Τραβάει ζόρια κι αυτή, τι να σου κάνει η γυναίκα με τον ηλίθιο που πήγε κι έμπλεξε. Για να δω τι τρέχει πάλι απόψε…

γκλιν-γκλιν!: «Ξέρω πως είναι πολύ αργά, μα δεν έχω κανέναν άλλο, εκτός από εσένα. Είμαι τυχερή που βρεθήκαμε, ας λένε ψεύτικες αυτές τις φιλίες, εσύ  μήνες τώρα έχεις αποδείξει ότι είσαι άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο. Είσαι η μόνη που με ακούει, που στα ζόρια μου είσαι στο πλάι μου τόσα βράδια, που ακουμπάς στην ψυχή μου και με νιώθεις. Να ξέρεις, σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε κι από κοντά, τι στο καλό, στην ίδια πόλη ζούμε! Σου χρωστώ πολλούς καφέδες! Που λες, δεν ξέρεις τι μου έκανε πάλι αυτός…»

Η Μαρία σκούπισε τα μάτια της. Χαλάλι το ξενύχτι! Έκανε καλό σε μια ψυχή… Αφού την είχε ανάγκη αυτή η γυναίκα! Τι σημασία είχε που δεν είχαν γνωριστεί ποτέ από κοντά, είχαν ένα σωρό κοινούς φίλους στα σόσιαλ, ζούσαν στην ίδια πόλη, κάποια στιγμή θα βρισκόντουσαν. Ήθελε πολύ να τη γνωρίσει, παρόλο που οι ασταμάτητες γκρίνιες της καταντούσαν βαρετές. Μα να μην έχει αυτή η γυναίκα να της πει τίποτε χαρούμενο, ούτε μία φορά… Εντάξει, ήταν λίγο μυστήρια, υπερβολική σε κάποια πράγματα, έστελνε μηνύματα όποια ώρα να είναι, απαιτούσε με τον τρόπο της γρήγορα απάντηση, αλλιώς φαινόταν πως κάπως σαν να θίγεται, της καταλόγιζε ακόμα και αδιαφορία για τα βάσανά της, τι φίλη ήταν αν δεν ήταν παρούσα τις στιγμές ακριβώς που την είχε ανάγκη, που καιγόταν να μάθει τη γνώμη της, αφού μόνο σε αυτήν είχε πια εμπιστοσύνη στη ζωή της, όλοι οι άλλοι διπρόσωποι, ψεύτες, την εγκατέλειψαν μετά από λίγο καιρό. Και πιο πολύ αυτός, ο άχρηστος, που της ράγισε την καρδιά, που τη χώρισε για μια… Αχ, πώς να τον ξεπεράσει, πώς; 

Όμως πλέον η Μαρία τη νοιαζόταν, άσε που είχε και την περιέργεια να δει τι θα γίνει τελικά με τον ακατονόμαστο… Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως μερικές φορές την άγχωνε κάπως η επικοινωνία αυτή. Έπρεπε και στη δουλειά να ρίχνει κλεφτές ματιές στο κινητό της, μην της ξεφύγει κάποιο μήνυμα, να της στείλει τουλάχιστον μια καρδούλα για παρηγοριά, μέχρι να μπορέσει να απαντήσει. Πιεζόταν, αλλά ήταν χρήσιμη, ήταν πολύτιμη, ήξερε να επουλώνει πληγές, της το έγραφε συχνά η φίλη της. Κι αυτό τη γέμιζε χαρά. Ας άκουγε έστω ένα ευχαριστώ και μέσα στο σπίτι της… Δε βαριέσαι! Γυναίκα, σύζυγος, μάνα, εργαζόμενη, ήταν απ’ όλα…  Και καλή φίλη. Αυτή έκανε το καλό σε όλους. Τα παράσημα… ας τα έπαιρναν άλλοι. Μακάρι ποτέ να μη χρειαστεί κι εκείνη αυτήν τη φίλη, μα ξέρει ότι αν τη χρειαστεί, εκείνη θα είναι εκεί, της το ‘χει γράψει επανειλημμένως. Βέβαια, ποτέ δεν τη ρωτούσε για τα δικά της, λες και δεν έχω κι εγώ βάσανα , αλλά πάλι, μπορεί να το κάνει και από διακριτικότητα, σου λέει, αν θέλει η Μαρία, ας μου τα πει από μόνη της. Όπως κάνω κι εγώ. Γιατί να την πιέσω με ερωτήσεις; Ποιος ξέρει…

Η ώρα είχε πάει μία και μισή. Η Μαρία ήταν κομμάτια. Δεν είναι κι εύκολο να ξεκλειδώνεις την ψυχή του άλλου μαζί με τη δική σου και με μάτια που κλείνουν… Και τότε, το σκέφτηκε: Μεθαύριο ήταν Σάββατο. Ο άντρας της θα έλειπε ταξίδι για δουλειές και τα παιδιά θα τα έπαιρνε στο κτήμα η μητέρα της, να χαρούν κι εκείνα τη φύση και να ξεκουραστεί κι αυτή λίγο. 

Maria: «Έχω μια ιδέα, πριν πούμε καληνύχτα. Το Σάββατο το πρωί θα είμαι ελεύθερη. Όλοι τους έχουν κάπου να πάνε και θα είμαι μόνη μου. Τι λες; Βρισκόμαστε για καφέ; Να γνωριστούμε κι από κοντά, επιτέλους. Δεν ταίριαξε τις προηγούμενες φορές, κατανοητό, είχες τα δικά σου. Μπορούμε να βρεθούμε κάπου στο κέντρο, θα κατέβω για δουλειές. Καλά, δεν υπάρχει, με αυτό το κατακόκκινο, φουντωτό, σγουρό μαλλί που έχεις, θα σε γνωρίσω αμέσως! Εξάλλου, τόσες φωτογραφίες  που ανεβάζεις, με τη μία θα σε αναγνωρίσω, είναι σαν να σε έχω δει, σαν να σε ξέρω!  Έχω κι εγώ να σου πω πολλά, έχω τα βάσανά μου κι εγώ, δεν είμαι στα καλύτερά μου, ούτε κι η σχέση μου με τον άντρα μου πάει καλά. Θέλω πολύ να σου μιλήσω, ξέρω πως εσύ θα με καταλάβεις. Θα έχεις χρόνο;»

γκλιν-γκλιν! «Αχ, Μαρία μου γλυκιά, τι κρίμα, το Σάββατο έχω να πάω τη μάνα μου στο νοσοκομείο, θα μας πάρει όλη μέρα! Κουτσαίνω κιόλας, έπεσα και χτύπησα το πόδι. Μετά από το νοσοκομείο θα γυρίσω να ξαπλώσω, με το ζόρι περπατάω, γέρνω από τον πόνο! Δε χανόμαστε όμως εμείς, θα σου στείλω να τα πούμε πάλι αύριο βράδυ, φιλιά, καλό ξημέρωμα!» (καρδούλα- λουλουδάκι-φατσούλα με φιλί).

Σάββατο πρωί. Ήλιος απίθανος. Και η Μαρία μόνη. Επιτέλους! Μια μέρα δικιά της. Κάποιες δουλειές, αλλά και βόλτα, ψώνια, χαλάρωση. Όμως… Γιατί να μην κάνει μια μικρή απόδραση κι αυτή απ’ την Αθήνα; Με το αυτοκίνητό της, στο Λουτράκι. Ας πάνε στο καλό και οι δουλειές! Θα γίνουν… Μια μικρή τρέλα, βρε αδερφέ! Θάλασσα, καφεδάκι, φαγητό. Άψογα! Μόνη; Μόνη! Μακάρι να μπορούσε κι η «γκλιν-γκλιν» να έρθει μαζί της, αλλά φαίνεται πως οι μπελάδες αυτής της γυναίκας ήταν ατελείωτοι. 

Στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι, μόλις που είχε παραγγείλει η Μαρία μια μπυρίτσα με μεζεδάκια. Σχεδόν μπροστά στα πόδια της άπλωνε η θάλασσα το αστραφτερό της σώμα. Κι η Μαρία είχε απλώσει το κορμί και την ψυχή της στη μεσημεριανή θωπεία μιας πρωτόφαντης ηρεμίας. Τι στο καλό; Τη δικαιούνταν!  Τούτη τη στιγμή δε θα μπορούσε να της τη χαλάσει τίποτα, ήταν η στιγμή της. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και ατένισε κατά την είσοδο, να αδράξει το ζωηφόρο καταγάλανο, που δοξαζόταν μπροστά της. Και τους είδε. Ένα γνωστό, κατακόκκινο, φουντωτό, σγουρό  μαλλί έμπαινε καμαρωτό, ευθυτενές, κρεμασμένο σε μπράτσο κυρίου «σαν εμένα κανείς», εντελώς επίσης αναγνωρίσιμου. Βλέπεις, η κυρία «Γκλιν-γκλιν» ανέβαζε πολλές φωτογραφίες. Και ήταν χαρισματική στις περιγραφές.

 


Η Ευαγγελία Μινάρδου- Αδάμου είναι φιλόλογος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τήνο και κατοικεί στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Επί σειρά ετών εργάστηκε ως εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενήλικων τέκνων. Αγαπάει πολύ τη λογοτεχνία, τόσο ως αναγνωστική όσο και ως και συγγραφική δραστηριότητα. Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων της «Γκρο πλάνο – Ιστορίες κοντινής εστίασης» (2020) και «Αίμα στη φλέβα η θάλασσα» (2022), ενώ από τις εκδόσεις Γραφή κυκλοφορεί το εικονοβιβλίο της «Φωτεινές γραφές» (2024). Λογοτεχνικά κείμενά της δημοσιεύονται στο διαδίκτυο, στον τύπο, σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Ιδιαίτερη στιγμή, η συμμετοχή της στο 9ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου.