Απόστολος Θηβαίος | Ελαστικός Επίδεσμος

© René Burri

Μια ιστορία σε γαλάζιο
φόντο,
νυχτερινό

Παράξενο πράγμα οι νύχτες. Μπορείς να διακρίνεις όσα κρύβει το φως της μέρας, τις μορφές που μισές και πληγωμένες περνούν από ηλικία σε ηλικία. Κάτω από τους καινούριους ήλιους δεν μπορεί κανείς να φανταστεί όλη εκείνη τη σκουριά πάνω στις σιδερένιες ψυχές. Μα είναι τόση η ερημιά και όποιος δεν φαντάστηκε ποτέ τι περνούν οι άνθρωποι εκεί έξω μπορεί να εκπλαγεί από τα σημάδια πάνω τους, από τις πληγές που χαμογελούν πριν λουλουδιάσουν μες στα χρόνια.

Αυτός ο πρόλογος κρίθηκε αναγκαίος προτού ετούτο το σημείωμα αφεθεί στην ιστορία που το γέννησε. Το πράγμα λοιπόν, έχει ως εξής. Η πόλη άδειαζε και ένα προς ένα τα μαγαζιά κατεβάζανε τα ρολά, χαμήλωναν τα φώτα και άφηναν μονάχες τις βιτρίνες να παγώνουν, εκεί έξω. Οι άνθρωποι περνούσαν βιαστικοί και χάνονταν μαζί με τα νυσταγμένα λεωφορεία. Άλλος για την αγάπη, κάποιος τρίτος για τον θάνατο, ένας άλλος για τη μοναξιά του, κανείς δεν στεκόταν και όλοι έπαιρναν της ζωής τους τον δρόμο.

Το όνομά της ήταν Άλκηστη, ερχόταν από πολύ μακριά, πάνω της άναβαν είκοσι αδύναμα, ασημένια αστέρια. Φάνηκε στο γαλάζιο μου στενό, όταν όλα πια είχαν περάσει και όταν πια είχα πιστέψει πως ο κόσμος είχε αδειάσει. Περπατούσε με δυσκολία , γύρω της ο κόσμος κυμάτιζε, στεκόταν και άλλαζε χιλιάδες χρώματα. Ήταν από έρωτα φτιαγμένη και εκείνη η πατίνα της ζωής που μεταμορφώνεται σε μια υπόθεση κυνική και βρώμικη δεν είχε σκεπάσει ακόμη τα χαρακτηριστικά της. Μπορούσε να πει κανείς πως μες στη γενική θλίψη εκείνης της ώρας η Άλκηστη δεν συνιστούσε παρά μια ένδειξη αμφίβολης αισιοδοξίας από εκείνες που όσο και αν δεν το πιστεύεις κρατούν όρθιο τούτο τον ανάπηρο κόσμο. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην δει πόσο θλιμμένος υπήρξα προτού φανεί. Εκείνη στάθηκε στην εσοχή του κτιρίου και για μια στιγμή έμεινε ακίνητη. Γύρω της, μονάχα γύρω της ξημέρωνε και μια καταιγίδα ξυπνούσε. Έμοιαζε χαμένη μες σε έναν σκοτεινό θάλαμο και είχε πια παρασυρθεί τόσο μακριά που έμοιαζε αδύνατο να επιστρέψει. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά και οι άνθρωποι χάνονται, χάνονται, χάνονται.

Σε λίγο πήρε να αφαιρεί το πανωφόρι της. Η νύχτα ήταν παγωμένη μα κάτι αρραβωνιαστικές του χρόνου σαν αυτήν την Άλκηστη δεν παγώνουν, δεν τρέμουν, μόνο μαθαίνουν να αντέχουν με όποιον τρόπο μπορούν αυτό το έρημο και τρομερό μέρος που είπαμε κόσμο. Τότε φάνηκαν οι πληγές της. Ήταν δεμένες με επιδέσμους, κάποιες είχαν κακοφορμίσει, αυτές η Άλκηστη τις αγαπούσε περισσότερο και ψηλάφιζε το τραύμα τους ώσπου να ακούσει ολόκληρη την ιστορία τους. Παρακάλεσε για μια βροχή, λέγοντας μια παράξενη, σιωπηλή προσευχή και με το νερό που ‘πεφτε στον κόσμο έπλυνε τις πληγές. Αργά και τρυφερά, σαν να ταν δικά της παιδιά. Τις αγαπούσε με έναν τρόπο αυθόρμητο σαν αυτόν που έχει η ζωή για να μας υπενθυμίζει τα κέρδη και τις ζημιές. Μες στον ανθισμένο κήπο της κοριτσίστικης ζωής της, σκούπιζε τα αίματα και ήταν οι κινήσεις της εκείνες ενός ανθρώπου που αγγίζει κάτι σαν ένα κομμάτι ομίχλη. Κρυμμένος στη γωνιά μου σκέφτηκα πως κορίτσια σαν την Αλκηστη θα μας θυμίζουν πάντα με τι σπαραγμό, με τι οδύνη πέφτουν οι έρωτες και μας συντρίβουν.

Όταν ήταν έτοιμη φόρεσε το παλτό της. Πρόσεξε το μακιγιάζ της, διάλεξε μέσα από την τσάντα της ένα ταιριαστό χαμόγελο και άφησε το περιστέρι που φτερούγιζε μες στην ψυχή της να πετάξει μακριά. Τα άστρα που την συντρέχανε σβήσανε όλα, έπειτα με θυελλώδη ορμή έγιναν προσευχές, για μας θυσιάστηκαν, για μας που ζούμε χρόνια τώρα το τέλος του παλιού κόσμου, με τον σπασμό του παρατεταμένο και την ψυχή του χαμένη. Τώρα έφευγε, χανόταν, έβρισκε την αυτοκυριαρχία της και προχωρούσε, μια φιγούρα, μια ζωή αναγκασμένη να κυνηγήσει την ευτυχία. Μοναδική της περιουσία, μοναδική σου περιουσία Άλκηστη εκείνες οι πολύτιμες πληγές. Να ξέρεις η ζωή θα δανείζεται το πρόσωπό σου κάθε φορά που θα μιλά για την ελπίδα.

Καθώς ξεμάκραινε, πλησίασα την εσοχή. Όπου είχε στάξει το αίμα της τώρα ανθίζανε κάτι παράξενα ανθάκια. Μακάρι να μπορούσε να σας πει για όλα αυτά ετούτη η νύχτα, μάρτυρας μοναχικός σαν τρεμάμενο φως κεριού, μακάρι να βλέπατε με τις καρδιές σας τις πληγές ανεμώνες.
Τότε από κάποια απόσταση, εκείνη η Άλκηστη που γνώριζε την ύπαρξή μου τραυμάτισε μοναδικά την ησυχία της γαλάζιας μου νύχτας. “Πριν έρθει το μάλλον, να δέσουμε τις πληγές του παρελθόντος. Σπίτια είμαστε μες στις θύελλες”. Αντίο Άλκηστη, μακάρι να μην επουλωθούν ποτέ αυτές οι πληγές σου που σε κάνουν ομορφότερη και ίσως περισσότερο ανθρώπινη. Επάνω σου Άλκηστη ακουμπάνε όλες μας οι πεποιθήσεις και εμπρός σου Άλκηστη, τίποτε δεν μπορεί να κάνει το μακιγιάζ αυτού εδώ του θεατρινίστικου κόσμου.

Απόστολςο Θηβαίος