(μετάφραση: Κωνσταντίνα Λύγκουρη, εκδόσεις Ενάντια, 2022)
Κείμενο: Κωνσταντίνα Λύγκουρη
Το σύνολο του έργου της Αλεξάνδρα Κολλοντάι εστιάζει κυρίως στους υλικούς όρους που διαμορφώνουν τις συνθήκες, οι οποίες γεννούν και διαιωνίζουν τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων. Τόσο στις πολιτικές της μπροσούρες, όσο και στα λογοτεχνικά της κείμενα, η Κολλοντάι αναδεικνύει τους όρους εκμετάλλευσης της γυναίκας που πηγάζουν από την κοινωνική της θέση. Η ματιά της είναι βαθιά ταξική και ερμηνεύει τα κοινωνικά φαινόμενα υπό το πρίσμα του ιστορικού υλισμού. Ξεσκεπάζει τις πραγματικές αιτίες της γυναικείας καταπίεσης, ενώ παράλληλα ασκεί δριμεία κριτική στον αστικό φεμινισμό. Αποκαλύπτει την υποκρισία του και ροκανίζει τις αντιλήψεις του για τη δήθεν πηγή της ανισοτιμίας της θέσης της γυναίκας στις αναχρονιστικές κοινωνικές αντιλήψεις.
Το εκτενές διήγημα της Αλεξάντρα Κολλοντάι, «Οι έρωτες τριών γενεών», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ το 1923 με τον πρωτότυπο τίτλο “Любовь трёх поколений”, μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από την Κωνσταντίνα Λύγκουρη και εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις «Ενάντια». Στο διήγημα περιγράφεται η διαλεκτική απεικόνιση της εξέλιξης των σεξουαλικών σχέσεων, στα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, μέσα από τις εμπειρίες τριών γυναικών που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, αλλά στην ίδια οικογένεια.
Η γιαγιά, η Μαρία Στεπάνοβνα, είναι μία καλλιεργημένη σοσιαλεπαναστάτρια που ζει στην προεπαναστατική Ρωσία, η κόρη της Όλγα, έρχεται από μικρή σε επαφή με τις επαναστατικές ιδέες, και μέσα από τη λογοτεχνία και τις διαφορετικές συνθήκες στις οποίες μεγαλώνει διαφοροποιείται ιδεολογικά από τη μητέρα της και εισχωρεί στους μπολσεβίκους. Τέλος, η κόρη της Όλγα, η Ζένια, η οποία μεγαλώνει μέσα στη φλόγα της Οκτωβριανής Επανάστασης παρουσιάζεται ταγμένη στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Το διήγημα της Κολλοντάι είναι αρκετά διαφωτιστικό για τις αλλαγές που συντελούνται στις ερωτικές σχέσεις και εκδηλώνονται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής, για όλη την περίοδο πριν ξεσπάσει, αλλά και μετά την εκδήλωση της μεγάλης σοσιαλιστικής οκτωβριανής επανάστασης.
Στο διήγημα, «Οι έρωτες τριών γενεών», η Κολλοντάι αναφέρεται αρχικά στην απεγνωσμένη επιστολή που λαμβάνει στο γραφείο της από τη συντρόφισσα Όλγα Βεσελόφσκαγια. Η Όλγα αναζητάει απαντήσεις για το πώς θα μπορούσε να σταθεί σε μία δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τόσο στην προσωπική, όσο και στην οικογενειακή της ζωή. Έχει ήδη ανακαλύψει ότι η εικοσάχρονη κόρη της, η Ζένια, η οποία είναι μέλος της Κομσομόλ, συνευρίσκεται ερωτικά με τον αρκετά μεγαλύτερο πατριό της. Την βαραίνει η σκέψη της ματαίωσης, αλλά και ένα πικρό αίσθημα προδοσίας. Βρίσκεται στα όρια της απόγνωσης και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απευθύνεται, ζητώντας βοήθεια, στην συντρόφισσά της, την Αλεξάντρα Κολλοντάι. Η Όλγα θέλει με ειλικρίνεια να κατανοήσει αν τα όσα αισθάνεται είναι δικαιολογημένα ή μήπως είναι απομεινάρια του αστικού παρελθόντος; Ξεκινάει, λοιπόν, την αφήγησή της με την ιστορία της μητέρας της, της Μαρία Στεπάνοβνα.
Η μητέρα της Όλγα παρουσιάζεται να είναι κοντά στις πολιτικές απόψεις των Ναρόντνικων και μάχεται υπέρ της εκπαίδευσης των ανθρώπων της υπαίθρου. Έχει αναπτύξει έναν δικό της αυστηρό κώδικα ηθικής επάνω στα ζητήματα του έρωτα, τον οποίο και υπηρέτησε πιστά σε όλη της τη ζωή. Θεωρούσε την αγάπη πιο σημαντική από το «συζυγικό καθήκον» και για αυτό εγκατέλειψε τον στρατιωτικό σύζυγό της, μαζί με τα δυο τους παιδιά, για να ακολουθήσει τον Σεργκέι Ιβάνονιτς, τον οποίο και είχε ερωτευτεί. Αργότερα, όταν έμαθε για την απιστία του, τον εγκατέλειψε και εκείνον. Για τη Μαρία Στεπάνοβνα η αγάπη αποτελεί ένα μεγάλο και ιερό αίσθημα που απαιτεί πλήρη συναισθηματική αφοσίωση και απόλυτη πίστη. Μην ξεχνάμε ότι στην προεπαναστατική Ρωσία, στην οποία κυριαρχούσε η αγροτική παραγωγή, οι σχέσεις των δυο φύλων καθορίζονταν κυρίως από την παραδοσιακή οικογενειακή διάρθρωση. Οι αντιλήψεις πάνω στον έρωτα, τις σχέσεις και τον γάμο, δεν επέτρεπαν την ελεύθερη έκφραση της επιθυμίας της γυναίκας.
Όταν η Μαρία Στεπάνοβνα έμαθε πως η κόρη της Όλγα έτρεφε ερωτικά αισθήματα ταυτόχρονα για δύο άνδρες, δυσκολεύτηκε να την κατανοήσει, θεώρησε μάλιστα τη συμπεριφορά της απαράδεκτη και την ίδια ανίκανη να «κάνει μία επιλογή». Ο ένας από τους δύο συντρόφους της Όλγα, ο Κονσταντίν, την έφερε σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες και τη βοήθησε να ενταχθεί στους μπολσεβίκους. Ο δεύτερος, ήταν ένας πλούσιος μηχανικός στο σπίτι του οποίου δούλεψε ως οικιακή δασκάλα προκειμένου να γλιτώσει τη σύλληψη και την εξορία για την παράνομη επαναστατική της δράση. Παρά τις όποιες ταξικές και ιδεολογικές διαφορές της Όλγα με τον πλούσιο μηχανικό, αναπτύσσεται μεταξύ τους ένας θυελλώδης έρωτας, ο οποίος βέβαια θα δοκιμαστεί και θα σβήσει μέσα στις νέες επαναστατικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά τη πρώτη χαμένη επανάσταση του 1905.
Στα πρώτα χρόνια μετά τη νίκη της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917 παρουσιάζεται η κόρη της Όλγα και εγγονή της Μαρία Στεπάνοβνα, η Ζένια. Για την εικοσάχρονη Ζένια η πολιτική δουλειά και η προσήλωση στην υπόθεση του σοσιαλισμού δίνουν περιεχόμενο στη ζωή της και βρίσκονται πάνω από τις συγκρούσεις στις ερωτικές σχέσεις. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται μέσα στο κείμενο η σημαντική συμβολή της γυναίκας στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Οι γυναίκες της ΕΣΣΔ αναγνώρισαν στην επανάσταση τον σύμμαχο εκείνο που θα τις απάλλασσε από την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Έτσι, με πίστη και με σθένος ανταποκρίθηκαν στα νέα καθήκοντα της υπεράσπισης και εδραίωσης του σοσιαλισμού. Η συμμετοχή τους στη σοσιαλιστική παραγωγή υπήρξε βασικό στοιχείο της χειραφέτησης τους.
Η αποστασιοποίηση από τα συναισθήματα, η εργασία, αλλά και τα κομματικά καθήκοντα της Ζένια καθορίζουν τη ζωή της. Γεγονός που μέσα στο διήγημα μεταφέρεται στο πεδίο της δράσης πολύ άμεσα. Η Ζένια, για παράδειγμα, λυπάται που θα αναγκαστεί να σταματήσει την εργασία της λόγω της εγκυμοσύνης της, και για αυτό τον λόγο σκέφτεται να κάνει έκτρωση. «Δεν έχω χρόνο για παιδί», αναφέρει χαρακτηριστικά. Να θυμίσουμε εδώ ότι στην ΕΣΣΔ του 1920 οι αμβλώσεις ήταν νόμιμες, όταν σήμερα στο πιο προηγμένο κράτος του κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Ανώτατο Δικαστήριο αίρει το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα, πλήττοντας κυρίως τις γυναίκες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν σε Πολιτείες που επιτρέπεται η άμβλωση ή να καταφύγουν σε ιδιωτικές κλινικές. Έτσι, είτε αναγκάζονται να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί με ό,τι αυτό συνεπάγεται είτε να καταφύγουν σε μεθόδους επικίνδυνες για την υγεία τους.
Η Ζένια, επίσης, λυπάται που η σύγκρουση με τη μητέρα της επηρεάζει την απόδοσή της στη δουλειά. Οι ερωτικές σχέσεις για την ίδια υποτάσσονται πλήρως στο πολιτικό και κομματικό καθήκον. Τα τελευταία λόγια της Ζένια στο διήγημα είναι χαρακτηριστικά: «Τα λέμε το βράδυ σύντροφοι. Δεν μπορώ να μείνω, τώρα. Έχω ήδη αργήσει. Υπάρχουν τόσα πολλά, τόσα πολλά να κάνουμε».
Σε όλο το διήγημα οι σχέσεις των χαρακτήρων ξεδιπλώνονται και εκφράζουν τη διαρκή μάχη ανάμεσα στο παλιό που φαίνεται να πεθαίνει και το νέο που γεννιέται. Η Κολλοντάι χωρίς να παίρνει η ίδια θέση στα διλήμματα που της τίθενται στην επιστολή, μέσα από τον χαρακτήρα της Ζένια υπερασπίζεται τις ιδέες που γεννιούνται από την οργάνωση της νέας κοινωνίας και διαμορφώνουν τη νέα ηθική. Η ασυμβίβαστη Ζένια είναι η ενσάρκωση του οράματος της Κολλοντάι για τη γυναίκα και την απελευθέρωσή της, για την εξάλειψη της διπλής εκμετάλλευσής της, η οποία προϋποθέτει την ανατροπή της υλικής βάσης που τη γεννά. Προϋποθέτει, δηλαδή, την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας που θα καταργήσει οριστικά την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Οι νέες αξίες και αντιλήψεις που γέννησε η επαναστατική διαδικασία αφομοιώνονται σταδιακά στο βαθμό που βαθαίνουν και εδραιώνονται οι κομμουνιστικές σχέσεις, μετασχηματίζοντας τις απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων. Δημιουργούνται, δηλαδή, οι όροι για την πραγματική αναγέννηση των σχέσεων και των συναισθηματικών δεσμών που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ώστε να δημιουργήσουν ελεύθερες και αμοιβαίες σχέσεις, που θα διαρκούν για όσο διαρκεί η μεταξύ τους έλξη, χωρίς να επηρεάζονται από παράγοντες οικονομικούς, κοινωνικούς, κ.τ.λ. Στο συγκεκριμένο διήγημα της Κολλοντάι γίνεται σαφές ότι η πάλη του νέου απέναντι στο παλιό είναι μία αργή διαδικασία και πως οι επαναστατικές αλλαγές επιδρούν με κάποια καθυστέρηση στις εδραιωμένες αντιλήψεις. Το παλιό, το ξεπερασμένο, το σάπιο αντέχει και βρίσκει έκφραση για σημαντικό διάστημα μέσα και στην νέα κοινωνία, έστω και εάν αυτό γίνεται με υπόγειες ή λανθάνουσες μορφές.
Σήμερα, όμως, που το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, τα όσα κατέκτησε η γυναίκα στο σοσιαλισμό έχουν περιοριστεί. Η εργατική εξουσία και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής που είχαν θέσει τις βάσεις προκειμένου οι γυναίκες να κατακτήσουν την ισοτιμία με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, σήμερα δεν υπάρχουν. Προβάλλει, λοιπόν, επιτακτικά η ανάγκη για νέους αγώνες, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές κοινωνικές αλλαγές. Τέτοιες που θα οδηγήσουν στην πραγματική χειραφέτηση της γυναίκας, γκρεμίζοντας τον παλιό κόσμο της ανισότητας και της εκμετάλλευσης.