Εργάκι προεκλογικό
με τ’ αποτέλεσμά του
τόσο μα τόσο
βέβαιο
[Στα ηχεία το “I See Red”.
Everybody Loves an Outlaw Cover,
μα αξίζει τον κόπο να προσέχει κανείς
να μην υποκύψει σε σκληρές παρανομίες]
(Σκηνικό εκλογικού κέντρου. Κάπου στην ερημιά μιας απομακρυσμένης πολιτείας, σκόνη και λείψανα τριγύρω και παλιές Φορντ παρκαρισμένες με αφημένα ανοιχτά τα φώτα ομίχλης. Οι εκλογικοί αντιπρόσωποι στέκουν στην είσοδο, καθώς κάτι ξαφνικές ριπές παρασέρνουν σκουπίδια και φυλλάδες. Είναι όλοι τους ντυμένοι με στρατιωτικές στολές των Βορείων και των Νοτίων, κάπως παλιομοδίτικες πια μα με όλα τους τα σιρίτια στη θέση τους. Από ένα ηχείο οι μουσικές μπερδεύονται. Κάθε τόσο ένα τραγουδάκι του Τζόνι Κας κερδίζει τις εντυπώσεις και άλλοτε πάλι η κάντρι σκίζει τη σιωπή. Από τους άνδρες εκείνου του απόκοσμου σκηνικού, κάποιοι μασάνε καπνό και φτύνουν καταγής, σαν τους παλιούς καουμπόηδες.
Στο φόντο της σκηνής, μια τοιχογραφία, σαν εκείνες τις εμβληματικές του Ντιέγκο Ριβέρα. Δείχνει την ιστορία της Αμερικής που ψευτίζει με τόνους πλαστικού και κάτι αποκριάτικες στολές, νοτισμένες με αίμα. Σε πρώτο πλάνο στην τοιχογραφία μια ινδιάνικη σκηνή, πιο δίπλα τα απροσδιόριστα πρόσωπα μιας πορείας μαύρων πολιτών, τα λάβαρα, η πειθαρχία στον σχηματισμό που δεν αλλάζει τίποτε στο αποτέλεσμα. Και λίγο πιο δίπλα, κάτι ρακένδυτοι Μεξικάνοι κατάστικτοι με τατουάζ. Στην θέση της καρδιάς τους ολόχρυσο το σύμβολο του δολαρίου χτυπά πάλλεται με ένα χρώμα κατακόκκινο, σαν αίμα, σαν αίμα. Κάποιος μιλά. Ανήκει στους Βόρειους, πάει να πει φοράει τη στολή τους και όποτε το κάνει κέφι ανάβει πάνω στην μπότα του ένα τσιγάρο. Θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να τ’ανάψει πάνω στο δέρμα ενός νεκρού Μεξικάνου ή πάλι πάνω στον σταυρό που ανθίζει κάθε μέρα στο Άρλιγκτον και αλλού.)
Βόρειος: Να δω πώς θα τα βγάλουμε πέρα με αυτήν την ιστορία. Μήπως πήρε κανείς από το υπουργείο;
Νότιος: Στέλνουμε μερικούς ειδικούς αντιπροσώπους εδώ επάνω. Αυτοί θα δώσουν τη λύση.
Βόρειος: Θα μπορούσαν να βρουν αυτοί μια άκρη.
Νότιος: Το καλύτερο θα’ταν να εμφανιζόταν επιτέλους αυτός ο τύπος. “Τζέισον Πίτερσον” είναι ο τελευταίος ψηφοφόρος. Ίσως αυτός να έχει τη λύση.
Βόρειος: Έχουμε στείλει ανθρώπους μας να τον γυρέψουν μα είναι αυτή η καταραμένη παγωνιά. Όλοι τους σταματούν για ένα μπέρμπον, έπειτα πιάνουν την κουβέντα με τους βετεράνους. Οι τελευταίοι δείχνουν με καμάρι ένα πόδι ή ένα χέρι που λείπει ή το γυάλινο το μάτι τους. Και έπειτα όλοι ξεχνιούνται. Κάπου εκεί θα ξηροβραδιάζεται και αυτός.
(Από τον δρόμο περνά μια συμμορία, κάποιον κλέβουν, ένας άλλος πέφτει νεκρός μετά από πυροβολισμούς, η παρέα χάνεται στην άλλη πλευρά της σκηνής. )
Νότιος: Κάποιος έρχεται. (όλοι κοιτάζουν προς την κατεύθυνση της ερήμου. Το ολομόναχο φανάρι μιας μοτοσικλέτας φεγγίζει πέρα μακριά. Όλοι διορθώνουν τις στολές τους, ανάβουν τα φώτα και ξυπνούν τον καλλιτέχνη της τοιχογραφίας. Εκείνος αμέσως καταπιάνεται διορθώνοντας μια γραμμή, τονίζοντας μια απόχρωση που ‘χε ξεφτίσει. Μόλις τελειώνει, μέσα από την τοιχογραφία βγαίνουν οι Μεξικάνοι και ο Ινδιάνος αρχηγός, που θα’χε ένα όνομα, όπως “Ποτάμι που κυλά” ή κάτι τελείως φυσικό. Τώρα όλοι στέκουν εμπρός στο εκλογικό κέντρο. Κοιτάζουν το φανάρι που ζυγώνει, τη σκόνη που σηκώνει πίσω του.)
Βόρειος: Επιτέλους! Τώρα θα τελειώσουν όλα. Γρήγορα, γρήγορα θα βγει ο νικητής και θα ησυχάσουμε όλοι. Θα πρέπει να αποδεχτείτε την ήττα σας, φίλε. (κοιτάζει με τρόπο τον Νότιο)
Νότιος: Να ‘σαι σίγουρος! Όλοι ξέρουμε εδώ πως το πράγμα θα καταλήξει σε ευτυχές γεγονός για την παράταξή μας. Τι κρίμα που θα πληγωθείτε έτσι άγρια!
Βόρειος: Καλύτερα να μην προκαταλαμβάνεις το αποτέλεσμα, παλιόφιλε. Θυμάσαι πόσοι στρατηγοί κάνανε λάθος εκεί έξω, έτσι δεν είναι;
(Από τα ηχεία πέφτει η μελωδία κάποιου τραγουδιού του Κας. Έπειτα οι μουσικές μπερδεύονται και αρχινάνε κάτι τζαζ μελωδίες με ποταμίσια υγρασία τριγύρω στις νότες και τα πρόσωπα. Στο μεταξύ ο τύπος έχει πλησιάσει αρκετά, ο κινητήρας της μηχανής του βρυχάται, ακούγονται τα σίδερα που πυρακτώνονται εκεί κοντά στις εξατμίσεις του θηριώδους μοτέρ. Ο τύπος κατεβαίνει και ρίχνει μια ματιά στο πλαστικό σκηνικό. Στέκει εμπρός στη σημαία, κλωτσάει τη σκόνη με τα άστρα που έχουν όλα σωριαστεί χάμω στο έδαφος. Και έτσι, παραμερίζοντας πολιτείες ολόκληρες ο τύπος κάνει μερικά βήματα.)
Βόρειος: Επιτέλους κύριε Πίτερσον! Είστε ο τελευταίος ψηφοφόρος. Το ξέρετε πως εσείς θα κρίνετε το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας; Καλέ μου φίλε, ο κλήρος έπεσε πάνω σας. Οι παρατάξεις παραμένουν ισόπαλες και τελικά μια ψήφος, κύριε Πίτερσον, η δική σας ψήφος για την ακρίβεια θα κρίνει το αποτέλεσμα.
Νότιος: (πλησιάζει) Σκεφτείτε το καλά κύριε Πίτερσον, κρατάτε την ιστορία την ίδια στα δυο σας χέρια. Καθόλου εύκολη ευθύνη.
(Ο Βόρειος και ο Νότιος κοιτάζονται και συμφωνούν πως είναι μια άγρια υπόθεση ετούτη εδώ που κρίνεται απόψε κάπου στο πουθενά της αιώνια παλιάς Αμερικής. Ο τύπος ντυμένος καουμπόικα προχωρεί προς το εσωτερικό του εκλογικού κέντρου. Μαζί του μπαίνουν οι δυο ανταγωνιστές. Η όλη σκηνή στερείται τηλεοπτικής στάμπας και αυτό συνιστά μια εξαιρετική ατυχία, καθώς η υπόθεση μυρίζει έντονα αποκλειστικότητα. Ο τύπος παραμερίζει το παραβάν, ακούγεται που γελά, τακτοποιεί το ψηφοδέλτιο και βγαίνει πίσω από το παραβάν. Οι δυο ανταγωνιστές τον πλησιάζουν. Εκείνος στέκει αμίλητος. Ο ζωγράφος στο φόντο έχει ανέβει τώρα πάνω στη σκαλωσιά και φτιάχνει σε μια άκρη το χαμόγελο της Μέριλιν και μια βροχή από βαρβιτουρικά. Έπειτα γύρω της φτιάχνει με άγρια χαμόγελα όλους τους Κένεντι και η βροχή συνεχίζεται, η βροχή των σκληρών βαρβιτουρικών. Μερικά παιδιά γεμίζουν τους τοίχους του σκηνικού με γκράφιτι, φιγούρες του Μπασκιά σε κακόφημα στέκια.)
Βόρειος: Λοιπόν; Πρέπει να σε ρωτήσουμε παλιόφιλε; Τι έγινε εκεί πίσω; Μια χώρα περιμένει. Λοιπόν;
Νότιος: Λοιπόν; (φτύνει χάμω λίγο καπνό και αγγίζει τη λαβή από το περίστροφό του. Ο τύπος γυρίζει και τον κοιτάζει, στέκει ακίνητος. Οι τρεις τους απομακρύνονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Κάποια στιγμή γυρνούν και πυροβολούν. Ακολουθεί μακελειό επί σκηνής, οι Μεξικάνοι πέφτουν νεκροί όσο οι τζαζ στίχοι πετούν τριγύρω και ο καλλιτέχνης περνάει με έναν κόκκινο τόνο ολάκερη την τοιχογραφία. Όταν πια έχουν τελειώσει οι πυροβολισμοί σε μια άλλη γωνιά της σκηνής, ανάβει ένας χαμηλός φωτισμός. Μια τραγουδίστρια και ένας κιθαρίστας, τίποτε περισσότερο, πιάνουν το τραγούδι. “Βλέπω παντού αίμα, ω, ναι, βλέπω παντού αίμα, ένα όπλο στον κρόταφό σου πάνω, όλα όσα βλέπω είναι αίμα, τίποτε άλλο”.
Για το τέλος οι φροντιστές σπεύδουν επί σκηνής και απομακρύνουν τα πτώματα. Στήνουν τους δυο εθνικούς τύπους στη θέση τους, κάνουν πολύ για μουσείο. Όσο για τον τρίτο, τον καουμπόι ψηφοφόρο αυτός παραχώνεται κάπου στην έρημο που ανοίγεται προς τον ορίζοντα, ως τα φώτα κάποιας γειτονικής πόλης. Οι φροντιστές στήνουν μια πρόχειρη εξέδρα, κάτι σαν το λογείο το αρχαίο. Κάποιος μεγιστάνας ανακοινώνει τη δημιουργία ενός εμπορικού κέντρου πολλαπλών χρήσεων. Όλοι χειροκροτούν, οι Μεξικάνοι κουβαλάνε ευτυχισμένοι τις σκαλωσιές ενώ ο τεχνίτης μπορεί να φύγει πια μες στις μελωδίες των Doors, έχοντας εκπληρώσει το θείο της τέχνης σκοπό. Κανείς δεν νοιάζεται πια για τ’αποτέλεσμα. Η σκηνή κλείνει με το τραγούδι να καλύπτει κάθε ήχο από την ομιλία του μεγιστάνα που ωρύεται πάνω στην εξέδρα του, όσο ήχοι ελικοπτέρων σκίζουν τον αέρα, σηκώνοντας σκόνη που τα κρύβει όλα. Θα νομίζατε πως ήρθε το τέλος. Ω, μα αυτό, σε όρους αμερικάνικους έχει ξεκινήσει εδώ και τόσο πολύ καιρό. Το εργάκι αυτό απλά ακολουθεί τα πράγματα, πατώντας πάνω σε ιστορίες, εμφύλιους, σφαίρες και μεγιστάνες με σκοτεινούς (sic) σκοπούς.
Α.Θ