Μια ιστορία είναι ότι απομένει
από το φευγιό του κυρίου Άνταμ.
Πολλές φορές,
αν όχι πάντα,
μια ιστορία είναι όλο και όλο
ό,τι απομένει
στο τέλος της εβδομάδας
Μεγαλώσαμε μαζί. Εγώ και η μοναξιά μου, γερνάμε μαζί. Εκείνη είναι το πιστό μου κατοικίδιο, παίζει ανάμεσα στα πόδια μου και μπερδεύεται, μεγαλώνει και γερνά μα δεν χάνει το κουράγιο της. Και εγώ να τη μεγαλώνω μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή, και εγώ να νοιάζομαι για το καλό της, να κάνω ότι μπορώ για να σταθεί όρθια.
Μοναδική παραφωνία στη μοναξιά μου, ο κύριος Άνταμ, Άγγλος που ξέμεινε σε τούτη εδώ την πόλη. Παλιότερα τριγύριζε με μια παλιά, φωτογραφική μηχανή και αποθανάτιζε καμιά αδέσποτη ομορφιά. Οι πλάκες του πωλούνταν εδώ πιο κάτω και στάθηκαν για λίγο καιρό ανάρπαστες. Βλέπεις ο κύριος Άνταμ είχε άθελά του καταγράψει τον δράστη κάποιας στυγερής, κρατικής δολοφονίας. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι τέτοιο ως όρος μα προφανώς κάπως έτσι περιγράφονται εκτελέσεις ανθρώπων που βρίσκονται μες στην καρδιά του τέρατος. Αργότερα η δουλειά πήρε την κάτω βόλτα μα ο κύριος Άνταμ, υπέργηρος πια μα ακμαιότατος, παράτησε τη φωτογραφία. Του πρότειναν να αναλάβει φωτογράφος σε κάποιες, καθημερινές φυλλάδες. Μα η ευρεία κυκλοφορία απαιτούσε πληθώρα θεμάτων και φωτογραφικών καρέ και ο κύριος Άνταμ απολάμβανε ατέλειωτα πρωινά τον ήλιο του μπαλκονιού και δεν θα λογάριαζε να κουνηθεί για την παραμικρή αιτία.
Μ’αργές κινήσεις, σέρνεται μες στο δωμάτιο. Μοιάζει με απομεινάρι καλοκαιριού, με μια αδέσποτη καρδιά. Γι’αυτήν ο κόσμος είναι πια ξένος. Επαναλαμβάνει διαρκώς μια λίστα με συνηθισμένα πράγματα, τίποτε το ποιητικό.
“Πιτζάμες, τη ρόμπα, τα είδη ατομικής υγιεινής. Μερικά ασπρόρουχα θα χρειαστούν. Και φυσικά το καλό μου το κοστούμι, ω τι πάω να κάνω Θεέ μου! Άκου λέει, να λησμονήσω το κοστουμάκι μου. Και όταν έρθει η ώρα πώς θα με κυκλοφορήσουν εκεί έξω;” Ο κύριος Άνταμ γελά τρανταχτά και μερικές φορές νομίζω πως από εδώ κάτω το ίδιο το κτίριο ξεροβήχει και από στιγμή σε στιγμή θα πέσει πάνω στον εαυτό του. “Μερικά χρήματα, όσα χρειάζονται για μια εβδομάδα. Και στο συρτάρι, να το επαληθεύσουμε βρε αδερφέ! Α, τι καλά, οι τίτλοι, ένα διαβατήριο, το κλειδί της αποθήκης και μερικές οδηγίες για όποιον δοκιμάσει να μπει εκεί μέσα. “Προσοχή, εισέρχεστε στην παλιά, την τελειωμένη ζωή. Συγκρατήστε τη συγκίνησή σας”. Γέλασε τρανταχτά, ακόμη μια φορά και κάθισε στην πολυθρόνα του με μια ανακούφιση. Θαρρείς και γυρνούσε σε κάποια πατρίδα του, εκείνη η πολυθρόνα υπήρξε κάτι ισοδύναμο.
Σκέφτηκα για πού τάχα να το ‘βαζε ο κύριος Άνταμ. Αποφάσισα πως κάτι σοβαρό συνέβαινε και είπα πως θα τον ρωτήσω σαν θα έβγαινε. Άλλωστε δεν έχω να πάω πουθενά και σε μένα δεν χρειάζεται να πει ψέμματα. Αρκεί λοιπόν να προλάβω τον κύριο Άνταμ. Κάτω από τη μαρκίζα που ανάβει δίχως ανάπαυλα σαν πέσει η νύχτα, θα σταθώ και θα τον ρωτήσω, δίχως καμία πρόθεση υποχώρησης. Διότι κύριε Άνταμ, θα πρέπει κανείς να νοιάζεται, όταν ένας καθώς πρέπει κύριος διαλέγει τη φυγή ή τη μοναξιά. Δείτε εμένα κύριε Άνταμ, η μοναξιά με πλήγωσε ανεπανόρθωτα, παλεύω μες στο γαλάζιο μου βυθό, κύριε Άνταμ, με ακούτε απόψε, ακούει κανείς εκεί έξω;
Όλα είναι έτοιμα. Το φως σβήνει, τα βαριά παραθυρόφυλλα, σαν μάτια ανθρώπου γέρνουν και πεθαίνουν. Άραγε τι να κλείνουν μέσα τους, ποια τελευταία σκηνή από ποιο παράξενο έργο.
Ο κύριος Άνταμ περπατάει αργά στο πλακόστρωτο. Τώρα πιάνει μια βροχή μα ο κύριος Άνταμ δεν νοιάζεται, δεν νοιάζεται καθόλου. Κοιτάζει τον ουρανό που κλαίει και χαμογελά. Μα το τράνταγμα της φωνής του δεν ακούγεται, από το κεραυνοσκοπείο του κόσμου γεννιούνται θυελλώδεις ήχοι, τίποτε σχετικό με τους θορύβους αυτού εδώ του ανυπόφορου αιώνα. Καμιά φορά σκέφτομαι πως τα χρόνια κυλάνε τόσο αργά, ακριβώς όπως ο κύριος Άνταμ σέρνει τα βήματά του. Η μαρκίζα τρεμοσβήνει, ο κύριος Άνταμ βρεγμένος ως το κόκκαλο, βγάζει το καπέλο του, κοιτάζει ψηλά, χαζεύει για λίγες στιγμές τις σπίθες που σημαίνουν το τέλος της μαρκίζας. Για φαντάσου, τόσο χρόνια ηλεκτροφωτισμένη, βρήκε τούτη την ώρα να σωπάσει, να σωπάσει για πάντα επειδή ένας καλός και τίμιος άνθρωπος, ο κύριος Άνταμ λέει το τελευταίο αντίο.
Κύριε Άνταμ, κύριε Άνταμ. Για πού το βάλατε; Όλη νύχτα πακετάρετε. Τι σας έπιασε κύριε Άνταμ;
Απλώνει το χέρι του, με αγγίζει τρυφερά. Χίλιοι πατεράδες νεκροί στα θέατρα της Βουλώνης, στο Σομ, την γερμανοπολωνική πεδιάδα και τα ποιήματα του Ώντεν, απλώνουν τα χέρια τους. Είναι τα κλαριά των δέντρων αυτά τα χέρια, επειδή όλα αυτά γίνηκαν ρίζες που μεγαλώνουν. Η νύχτα παραδομένη σε μια αρχαία ηλικία και στης Βερενίκης το χορό σκυφτά τα παλικάρια βροντούν τα χέρια. Πείτε μου κύριε Άνταμ, μην διστάζετε, δεν πρόκειται να σας αποτρέψω. Ποιος είμαι εγώ κύριε για να κάνω κάτι τέτοιο;
Ο γέρος κοιτάζει το σπίτι. Αυτή η σκοτεινιά μοιάζει με ένα μαύρο χρώμα που τίποτε και κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν θα κατορθώσει. Κάτι σαν αντίο και έπειτα ο δρόμος. Σαν να με ξέχασε, αλήθεια κύριε Άνταμ, δεν θα μου πείτε στ’αλήθεια τίποτε;
Έχω μία εβδομάδα ακριβώς αγαπητέ μου. Έχω μια εβδομάδα ακριβώς κύριε. Για αυτό φρόντισα να πάρω μαζί μου όλα τα απαραίτητα, να ετοιμάσω τα έγγραφα του σπιτιού. Είναι όλα εντάξει και αν είχα χρόνο θα ξανάδινα ζωή στη μαρκίζα.
Μία εβδομάδα; Τι εννοείτε;
Μία εβδομάδα παλικάρι, επτά μέρες, κάμποσες ώρες. Σήμερα ήρθε το μήνυμα από τις κρατικές υπηρεσίες. “Σήμερα είναι η μέρα σας. Παρουσιαστείτε στην κλινική προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Ασθένεια μη αντιστρέψιμη”, καταλαβαίνετε αγαπητέ; Κανείς δεν τα βάζει με το κράτος και τις αποφάσεις του. Για αυτό λοιπόν και εγώ, πηγαίνω απόψε για να πεθάνω και αν κανείς ήθελε να μου κάνει ένα αποχαιρετιστήριο δώρο, ετούτη η παλιά, η καλή βροχή θα’ταν το καλύτερο. Λοιπόν, παλικάρι, σε αποχαιρετώ.
Και ο κύριος Άνταμ χάθηκε από το γαλάζιο μου στενό, δίχως καμιά άλλη εξήγηση. Έστριψε στη γωνιά του δρόμου και έγινε μια ανάμνηση. Ο κύριος Άνταμ έγινε μια ανάμνηση ή καλύτερα λήθη, ναι, πολύ καλύτερα με αυτό. Και εγώ απέμεινα εκεί, να ρωτώ τον εαυτό μου, αν τάχα ποτέ μου ξανάδα έναν τόσο αποφασισμένο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να πεθάνει. Σε μια εβδομάδα, παλικάρι, σε μια εβδομάδα.
Απόστολος Θηβαίος