Η ιστορία μιας ζωγραφιάς

© Luigi Ghirri

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος – Νίκος Καζαντζάκης

[…Στα ηχεία, “Η Μπαλάντα του Οδοιπόρου”.]

Άκουσε τη φωνή να προφέρει το όνομά του. Παντού είχε κάτσει η σιγαλιά, τίποτε δεν έμοιαζε αληθινό εκεί έξω.  Μόνο το βουητό του Τάγου που κυλά και κυλά, σκάβοντας σπηλιές και θαύματα πάνω στις πέτρες. Μια λίμα ετούτο το ποτάμι, να λειαίνονται επάνω του τα σχήματα και οι άνθρωποι και τα χρόνια. Στάθηκε μες στην παγωμένη νύχτα. Βρήκε το φεγγάρι ξεθωριασμένο, συγκράτησε τον τόνο του χρώματος για κάποια μελλοντική ανάθεση. Τ’άστρα μέναν ακόμη αναμμένα και είχαν δίκιο εκείνοι που ‘παν πως είναι των πεθαμένων οι τάφοι εκεί ψηλά.

Άναψε τη λάμπα, η γέρικη μορφή του φάνταζε απόκοσμη και παραμορφωμένη. Ήταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου που παραδινόταν στην τέχνη ή την μοίρα. Για εκείνον, ανάμεσα σε αυτά τα δυο δεν υπήρξε ποτέ καμιά απολύτως διαφορά. Έπλασε τα χρώματα, όπως το συνήθιζε, σαν τάχα να βρισκόταν μύστης μοναδικός μες σε μια τελετή. Εργάστηκε με περισυλλογή για να κατορθώσει το χρώμα του ασημιού και να αναστυλώσει το πορφυρό του Τισιανού. Έρχονταν οι μεγάλοι δάσκαλοι μες στην ψυχή του, καθένας κάτι παράγγελνε, κάτι πρόσταζε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για εκείνον από όσα τον διδάξανε οι μεγάλοι τεχνίτες. Ακούει τις φωνές τους,  την ώχρα διορθώνει, το γαλάζιο το κάνει να μοιάζει σκέτη θάλασσα και το λευκό τ’αφήνει να μαραθεί. Τεντώνει το μουσαμά πάνω στο τελάρο με εκείνον τον ευλαβικό τρόπο που ‘χει κανείς για να φτιάξει μια πατρίδα ή έναν κόσμο.  Και πέφτει στη δουλειά ο γέρος και είναι το λυχνάρι του το μόνο που φέγγει σε όλη την κοιλάδα. 

Οι μαθητές του που τον βρίσκουν το πρωί παραδομένο στην εργασία με ένταση νεανική θαρρούν πως έχασε τα λογικά του. Ή πως ο θάνατος ζυγώνει απόψε κοντά του για να του πει πως ήρθε η ώρα. Και ο γέρος, με αναμνήσεις βυζαντινές βάζει επάνω σε εκείνο το τελάρο όλο το θαυμάσιο ταλέντο, την ευγνωμοσύνη και κάτι από το θαυμαστό που καθιστά τις μορφές του απόκοσμες, σαν προσευχές που υψώνονται στο στερέωμα.

 Σήμερα δεν θέλει κανέναν ανάμεσα στα πόδια του. Δουλεύει ολότελα αποκομμένος από κάθε άλλη σπουδή και έχει παραδοθεί στη σιωπή. Όλη του την προσοχή κερδίζουν  άλλοτε τα κυμάτια των μορφών του και οι εκφράσεις τους, οι πτυχώσεις των ρούχων. Όχι ετούτη όμως τη φορά που ‘χει στο νου του μόνο μια άποψη της πολιτείας, μικρής, ερημικής, με κοκκινόχωμα και με ελιές. Του θυμίζει την πατρίδα του και όπως το τελειοποιεί ολάκερη εκείνη η θύμηση βρίσκει μια διέξοδο πάνω στο μουσαμά. Και οι μαθητές κοιτούν και δεν λογαριάζουν πως βρίσκονται τούτη την ώρα εμπρός στο θαύμα του μεγάλου ταλέντου που σε κάθε ηλικία και σε κάθε στιγμή, ανακαλύπτει νέους τρόπους και αδοκίμαστα φερσίματα. Ίσαμε το μεσημέρι θα’χει τελειώσει και το Τολέδο το δικό του θα στέκει πάνω στο καβαλέτο. Δεν θα’ναι η πατρίδα που φαντάστηκε, επειδή λέει αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ρίζες. Και έτσι όπως προχωρεί πια πιο πέρα από την τέχνη του, δες, τα φτερά του πλαταίνουν και τελειωτικά εκφράζουν το μεγαλείο του. 

Ο ήλιος βασιλεύει. Χρυσάφι το Τολέδο στον ορίζοντα και στο φόντο μια καταιγίδα που ‘ρχεται. Τι να φέρει άραγε, συλλογίζεται ο δημιουργός που ‘χει πια ολοκληρώσει το έργο του. Βλέπετε ανήκει σε εκείνους που προχωρούν την τέχνη ως ένα επίπεδο πιο ανθρώπινο, πιο θαυμάσιο από όσο φανταστήκαμε ποτέ. Κάθε του πινελιά και οι τόνοι οι χρωματικοί του και οι μορφές που σαν άγγελοι μοιάζουν και κατεβαίνουν πάλι στη ζωή μόνο για τη δική του χάρη, μόνο για τη δική του θέληση. Βλέπετε, εντός του φυσάει μια ριπή ίδια με πόθο, μια ριπή φυσική. Και τα μάτια του, αν μπορούσατε να τα δείτε, θα βεβαιωνόσαστε πως μια ταραχή βυθού τα βασανίζει. Όλα θα γίνουν τ’ανεξίτηλο που κάποτε θα λατρέψουν οι άνθρωποι. Τα χρόνια τότε θα’χουν περάσει μα εκείνος όρθιος θα σταθεί όπως αυτοί που αντικρίζουν τον κόσμο και τα πράγματα, αναγνωρίζοντας τους μυστικούς τους δεσμούς. Να τι καταφέρνει το πιο σπάνιο ταλέντο. Σε εκείνο το Τολέδο που απόψε το παραδέρνει η λήθη, η τέχνη βρήκε τον εκφραστή της. Και η πολιτεία, να που μετατρέπεται σε κάτι λιγότερο υλικό, μια πόλη αιθέρια, ένα μέρος έρημο, σχεδόν τρομερό με την έντασή του γλαφυρή, σαν τάχα να ‘χει δουλευτεί από τη σμίλη. 

Κάποιος αναρωτιέται ποια τάχα βία να έφερε τον δάσκαλο σε τούτη την ανάγκη; Να δουλεύει ολημερίς, λέει, πάνω σε μια τοπιογραφία απολύτως συνηθισμένη, δίχως μορφές ανθρώπινες. Την κλεψύδρα κρατά και λέει στους άλλους πως ίσαμε να περάσει ολόκληρη η άμμος το στενό το πέρασμα, όλα ετούτα εδώ θα χουν λησμονηθεί και κανείς δεν θα θυμάται την περίσταση. Το έργο θα παλιώνει και ίσως τα χρώματά του να’χουν χάσει τη φρεσκάδα, ένα στοιχείο ζωντάνιας που τόσο γρήγορα ξεκλέβει ο αδιάκοπος χρόνος. Μα ο τεχνίτης, ήσυχος, βέβαιος, με στέρεη την πεποίθηση και την τέχνη του, έχει κάτι να πει. Αυτό το έργο, λέει, δεν συνιστά μια ζωγραφιά. Ένα βλέμμα είναι και κρύβει εντός του όλη τη σπίθα της ζωής του. 

Ποιος το παρήγγειλε Δάσκαλε;, κάποιος ρωτά. Και εκείνος απαντάει, μα κανείς δεν ξέρει σε τι αναφέρεται και όλοι αποδίδουν το αίνιγμα σε μια αδύναμη στιγμή του νου. 

“Κάποτε, όταν θα ‘χουν περάσει πεντακόσια χρόνια και τίποτε δεν θα στέκει πια το ίδιο, κάποιος θα’ρθει να το γυρέψει. Θα κρατά και εκείνος από τη δική μου την πατρίδα, ένας άγνωστος Θεός θα τον σπρώχνει όπως εκείνος που ωθεί τούτο εδώ το έργο προς την ολοκλήρωσή του. Θα’ρθεί από μακριά, δίχως να γνωρίζει το σκοπό που μεγαλώνει υπομονετικά μες στη μοίρα του. Θα’ρθεί να σταθεί εμπρός από τούτο το έργο, θα νιώσει να φυσούν όλοι του κόσμου οι άνεμοι, θ’ακούσει το γρασίδι που θροΐζει κάτω από το βάρος του ανέμου, τις κορφές θα αντικρίσει, τα σπιτάκια, σαν ασημένια φυλαχτά, σκόρπια πάνω στη ράχη του βουνού. Εκείνος θα μπορέσει να νιώσει όλες τις ταπεινώσεις, τις πίκρες και τις δοκιμασίες που σημάδεψαν το τοπίο. Θα ‘ναι η ώρα του, λέει για να βρει, να θεμελιώσει ήσυχα και ειρηνικά τον κόσμο, ξυπνώντας όλες εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις και τα χαρίσματα που δίχως προφάσεις, δίχως δισταγμούς, πρωτόγονα θα τον κάνουν να αγαπήσει ετούτη τη ζωγραφιά”.

Τα χρόνια περάσανε, ο Έλ Γκρέκο πέθανε τόσο ξαφνικά από μια έκτακτη αιτία, το Τολέδο κέρδισε την αιωνιότητα και κίνησε για το μέλλον που πάντα έρχεται. Επαναστάσεις, χρόνια και θειαφένια πρωινά. Οι μαθητές του φτιάξανε δικές τους δουλειές, άλλοι πεθάνανε σε κάποια μάχη και ορισμένοι μεθούν στο καπηλειό, καταστιγματισμένοι από κάθε λογής ανημποριά και αιωνιότητα.

 Ο Νίκος Καζαντζάκης προσκύνησε τα έργα του Θεοτοκόπουλου, όταν πια όλα είχαν σαρωθεί από τον χρόνο και έτσι ο μεγάλος Κρητικός δεν έμαθε πως όσα είπε βγήκαν κάποτε αληθινά. Πως επιστρατεύοντας όλη την ευκινησία και την ελαστικότητα των μορφών, πως σμίγοντας το μυστήριο του Βυζαντίου με τα νέα ρεύματα, την παντοτινή, σιδερένια ψυχή του κόσμου βαθιά συγκίνησε και διαμόρφωσε.  Πως απλώνοντας αγέρωχα το χέρι του προς το μέλλον, όλες οι μορφές που προηγήθηκαν και όσες θα ‘ρθούν το σινιάλο ξέκριναν. Με μια σπάνια έκλαμψη στα πρόσωπά τους, δεμένες με την αίσθηση και την τρυφερότητα του κόσμου, παίρνουν τον  ανήφορο τον πνευματικό και η ζωή, αυθόρμητη να κυλά.

Τα έργα του Θεοτοκόπουλου στάθηκαν τότε και τώρα και πάντα, τόκος εν ψυχή, ένα απόθεμα δημιουργικό της στιγμής που γίνεται κορυφαία μες στα πλαίσια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είτε στην ύψιστη ωριμότητά τους ή πάλι μιλώντας για εκείνα της πρώιμης περιόδου του ζωγράφου, τα έργα του Ελ Γκρέκο, δρόμους ανοίγουν για να φτάσει κανείς ως τα μεγάλα σκότη, τα μεγάλα φώτα, ολοκληρώνοντας μια τέχνη αριστοκρατική, σαν τη ζωή όταν ασκείται με αμείωτη την τέχνη της, ακόμη και μες σε καιρούς καταστροφικούς. Σαν τους δικούς μας.  Ολα μας τα φανέρωσε λαμπρά, απέριττα, δίχως διακοσμήσεις, σαν μια μεταφυσική που αντέχει ο Νίκος Καζαντζάκης. Ανήμερα τ’Άη Δημητρη συνάντησε το παππού του τον Ελ Γκρέκο και μαζί τον ορίζοντα εποπτεύσανε ψηλά , επάνω από το Μαρτινέγκο.

Α.Θ