Απόστολος Θηβαίος | Η νύχτα του Αρθούρου

© Bernard Plossu

[…για να μην αναρωτιέστε, χθες το βράδυ ήρθε ο Ρεμπό στο γαλάζιο μου στενό. Τον είχε κάψει ο ήλιος και μου χαμογελούσε. Με παρακάλεσε τίποτε να μην πούμε για τα ποιήματα. Έπειτα μεθύσαμε, ήπιαμε όλη την υγρασία της νύχτας και χαθήκαμε. Ετούτη η ιστορία αναστυλώνει όλα όσα μου αποκάλυψε εκείνο το παιδί μες στο γαλάζιο σύθαμπο…]

 

“Τι το ‘θελες βρε Ιξίωνα να αγαπήσεις μια θεά; Δεν το ‘ξερες πως κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχτεί μεγάλο σφάλμα; Τώρα μην κλαις για τις ατέλειωτες, τις φυλακισμένες σου τις νύχτες. Τώρα πρέπει να υπομείνεις τα μαρτύρια, η αγνωμοσύνη κοστίζει πολύ να ξέρεις. Εσύ δεν είσαι ποιητής για να προχωρείς με τα κρίματά σου εκεί επάνω στις σελίδες του βιβλίου σου. Μονάχα οι ποιητές μπορούν να συνεχίζουν δίχως προσευχές και ευγνωμοσύνη”. 

Αυτά του’πε ο τροχός που γύριζε και γύριζε. Και ήταν ο Ιξίων δεμένος εκεί επάνω και τον φυλάγανε τα φίδια να μην σωθεί ή να κερδίσει μια κάποια ανακούφιση. 

Ξύπνησε κάθιδρος, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, πήγαινε να σπάσει. Έξω το Παρίσι πάλευε να βγάλει τη νύχτα, ακόμη μία. Μοναδική παρηγοριά του το τρεμάμενο κερί επάνω στο τραπέζι και η μισοάδεια μποτίλια με το φτηνό κρασί. Τα φρένα της ψυχής του τα ‘νιωσε σπασμένα. Στάθηκε στο παράθυρο της μικρής του κάμαρας και κοίταξε έξω που έπεφταν οι ομίχλες, σαν χάδι πάνω στην πόλη και τους παρανόμους. 

Και τότε, μες στην ανείπωτη τη θλίψη εκείνου που καταπιάνεται να κρατήσει όρθιο τ’όνειρο η ψυχή του ράγισε. Ένιωσε το φως του κόσμου να τον πλημμυρίζει, η καρδιά του σφίχτηκε, είπε, ήρθε η ώρα. Έμεινε εκεί εμπρός στο παράθυρο, έμεινε εκεί για να πεθάνει όπως το αποφάσισε. Μα κανένας θάνατος δεν ερχόταν, μήτε που γαλήνευε η ύπαρξή του. Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Έκοψε μερικές λέξεις από την οροφή της καμαρούλας του, τις ζύγισε στα χέρια του, τις βρήκε λίγες, δειλές, είπε, αυτές δεν κάνουμε για τα ποιήματά μου. Έπειτα έκοψε και άλλες, με ένα μεγάλο δρεπάνι που βρέθηκε εκεί ποιος ξέρει από τι θεία πρόνοια σκαρφάλωσε και θέρισε την παράξενη σοδειά της οροφής. Όταν πια διέθετε το απαραίτητο υλικό του, ξεκρέμασε το παλιό ρολόι και το ‘κανε να σταματήσει. Σε άλλες εποχές κάτι τέτοιο θα’ταν δύσκολο, μα τουλάχιστον γι’απόψε μπορεί κανείς να ξεχάσει την υπόθεση χρόνος. Δεν πάει καιρός από την παρισινή κομμούνα που βάλθηκαν οι επαναστάτες να σκοτώσουν τον χρόνο όπου τον έβρισκαν.

Πήρε να γράφει. Του φάνηκε κολασμένη η νύχτα, είδε στο βάθος να φλέγεται όλος ο τόπος, λογάριασε πως έτσι θα μοιάζει η κόλαση. Και τότε τ’αποφάσισε. Πάνω από όλους τους στίχους θα λάμπει ο τίτλος Μια εποχή στην κόλαση. Και θα εννοεί εκείνο το καμαράκι, το πρόστυχο Παρίσι με τους λογοτεχνικούς του κύκλους, με τους συμβολιστές και τους ζωγράφους της όχθης. Θα εννοεί εκείνο το δαίμονα που μας παραστέκει μέχρι τη στιγμή που παίρνει τη ζωή μας στα χέρια του. Τότε δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει την ειλικρίνεια και την αυθάδειά του , σκέτη παραφορά.

Θέλησε να μιμηθεί τους μεγάλους συναδέλφους του. Είπε, πρώτα ο ενθουσιασμός και έπειτα η οργάνωση και κάθε τι εγκεφαλικό. Μα για εκείνον ετούτο δεν ήταν εφικτό και έτσι συνειρμικά, όπως γελάει ένα παιδί ή όπως κλαίει ένας που ‘χει παράλογα και ανεκπλήρωτα ερωτευτεί, πέφτει με ορμή πάνω στις λέξεις. Τις βάζει στη σειρά, δίχως προσπάθεια καμιά, ζωγραφίζει λίγο λίγο τούτο το έρημο και τρομερό μέρος που ονόμασαν κόσμο. Μοιάζει με εκείνους που βουτάνε στη θάλασσα αποφασισμένοι να πεθάνουν. Τραβάνε για τον βυθό, οι άλλοι τους κοιτάζουν που χάνονται, την πλάτη τους γυρνούν, για αυτόν κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι. Μα εκείνος δεν πεθαίνει, μήτε που είναι πνιγμένος. Η σιωπή της κάμαράς του θυμίζει τον κόσμο που πάει να γεννηθεί, η σιωπή του δεν νοιάζεται για τον έρωτα ή τη νοσταλγία. Τη βιογραφία του καταγράφει, μες στο δωματιάκι του φέγγει τώρα ένας ολοδικός του ουρανός, πλασμένος από φτερά ποιημάτων και μέταλλα ή χρώματα νυχτερινά, βαθύτατα. Και όλο γράφει με έναν σφύζοντα φθόνο για την ευτυχία και την ανθρωπιά που ο κόσμος δεν γνώρισε ποτέ πριν. Και όλο γράφει και έχουν τα ποιήματά του χέρια, σωθικά και αίμα και πότε φθάνει στα μεγάλα σκότη και άλλοτε υψώνεται ως το φως και ξανά, ώσπου να αποκτήσει την ύψιστη πείρα. Όλο λέει πως η έμπνευσή του σώνεται μα στην πραγματικότητα όλα αντέχουν και είναι η κάθε του λέξη μια άσκηση μετάνοιας ή πάλι ομολογία πίστεως. Δεν τον νοιάζει τι τάχα τις λέξεις του οπλίζει, δεν γυρεύει να κάνει ειρήνη μαζί τους, δεν ζητάει εξηγήσεις για τα χρόνια που περνούν από την αγορά, τους δρόμους και τις σιωπές. Μόνο γράφει, φορώντας για ρούχα του τις λέξεις και τις ατμόσφαιρες. Δεν είναι γλυκιά η ζωή σκέφτεται και η ψυχή του, γεμάτη από όλες είναι.  Έχει το ταλέντο λοιπόν για να ταιριάξει τις πέτρες που λάμπουν εμπρός στα πόδια του, να ταιριάξει τα σχήματά τους κάνοντας κομμάτια τη σπουδή της βεβαιότητας και της λογικής που μαστίζει ετούτο τον κόσμο τον μετέωρο; Δεν του καίγεται καρφί, δεν χρειάζεται να μάθε το παραμικρό από κάθε παλιό φονιά, επειδή ετούτος εδώ ο νέος, σκοτώνει κάθε τι παλιό μες στην κάμαρή του τη λερή. 

Ως το πρωί είχε τελειώσει. Έπειτα αποφάσισε πως είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με την ποίηση και έτσι μπορούσε πια να ταξιδέψει, αφήνοντας στην άκρη την ομορφιά, αφήνοντας στην άκρη. Και έτσι, όπως εμφανίστηκε ο νέος εχάθη. Και έμεινε μοναχική απόδειξη της ύπαρξής του το φως του λυχναριού που δεν λέει να σβήσει τόσα πολλά χρόνια. Άραγε θα νιώσουμε ποτέ τι ήθελε να πει με την δοξαστική του την μπαλάντα; Άραγε θα κατορθώσουμε ποτέ να νιώσουμε την αλήθεια των πραγμάτων όπως την συνέλαβε εκείνος ή θα απομείνουμε ξεγελασμένοι σαν τις νεραντζιές που ανθίζουν κάποια παράταιρη εποχή;

Λένε πως το όνομά εκείνου του παιδιού ήταν Αρθούρος. Μα δεν ξέρω να σας πω αν είναι αλήθεια ή αν ακόμη και σε αυτό ,  το απλό ζήτημα μας ξεγέλασε. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Το μόνο που πρέπει να κρατήσει κανείς από αυτήν την ιστορία είναι πως ένας νέος σε κάποιο καπηλειό του Παρισιού προχωρεί την τέχνη και γκρεμίζει τις πνευματικότητες, σαν τα ποιήματα του Τσαρούχη, σαν αυτά.

Απόστολος Θηβαίος