Αντώνης Μπαλασόπουλος – Το Βασίλειο της Σκιάς (Εκδόσεις Θράκα 2024) | Μια νουβέλα γραμμένη στη σκιά

Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος 


Το είδος της νουβέλας από τη φύση του κινείται μεταξύ της απαιτητικής και λογοτεχνικής εσωστρέφειας – μιας δηλαδή λογοτεχνικής περιεκτικότητας – και του ανοικτού κι ελεύθερου ορίζοντα μυθιστορήματος. Κάπου σ’ αυτό το μεταξύ λοιπόν εντοπίζεται Το Βασίλειο της Σκιάς το οποίο ακυρώνει τη φλυαρία και παίζει ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στον ορίζοντα που δεν αντέχει το μάτι να βλέπει και με το άμεσα προσβάσιμο. Θα τεθεί αρχικά ένα ερώτημα το οποίο θα γίνει ο οδηγός μας για να φτάσουμε να συζητήσουμε για Το Βασίλειο της Σκιάς. Θέτοντας ένα ερώτημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σημαίνει ότι είμαστε ήδη σε μια θέση ισχύος, σε μια θέση που το στομάχι μας δεν πεινάει και το αίμα μας δεν τρέχει στους δρόμους. Από αυτή την προνομιακή θέση λοιπόν ρωτάω: 

Τι κάνει ένα λογοτεχνικό έργο να είναι λογοτεχνικό;

Σίγουρα, μεταξύ άλλων είναι και το βάρος της ιστορίας του έργου, της πλοκής του δηλαδή – αν είναι η ιστορία πρωτότυπη, αν έχει ολοκληρωμένη εικόνα, αφήγηση, συνοχή κτλ – αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Από την άλλη, είναι και η τεχνοτροπία, πώς έχει γραφτεί το κείμενο, οι αισθητικές του καταβολές, οι πειραματισμοί, η εκφορά του λόγου. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να είναι και μόνο αυτό. Επίσης, μπορεί να είναι και το ιστορικό του περιεχόμενο και η σχέση του συγγραφέα είτε με την επικαιρότητα, τις πολιτικές ή τις κοινωνικές ανησυχίες, είτε όχι, και πάλι όμως δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Μπορεί να είναι και η λογοτεχνική ή και η κριτική γραφή του έργου. Μπορεί να είναι όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά ή και σε συνδυασμό. Όλα αυτά μαζί όμως, και το καθένα ξεχωριστά, δεν είναι ικανά να προσδιορίσουν ένα λογοτεχνικό κείμενο ως λογοτεχνικό. Τι είναι αυτό λοιπόν το στοιχείο ή το συμβάν ή το θεμέλιο εκείνο που κάνει τη λογοτεχνία… λογοτεχνία; Γιατί Το Βασίλειο της Σκιάς, για να έρθουμε στο προκείμενο, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο; Τι το κάνει να είναι τέτοιο είτε συμπεριλαμβάνει είτε όχι τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν; Το εκάστοτε έργο που τίθεται υπό τέτοιου είδους ερωτήματα πρέπει να εννοηθεί – έχω την εντύπωση – σε σχέση και με άλλα πράγματα. Οι σχέσεις του έργου και με τα άλλα πράγματα συνιστούν ακριβώς το λογοτεχνικό του είναι. Τώρα, προκύπτει φυσικά κι άλλο ερώτημα ακόμα πιο γενικό: τι είναι αυτά τα άλλα πράγματα; Αν υπάρχει μια απάντηση, τότε πρέπει να την αναζητήσουμε από τους θεωρητικούς λογοτεχνίας, οι οποίοι είναι ειδικοί να απαντήσουν τέτοιου είδους ερωτήματα. 

Δυστυχώς, δεν μπορώ να απαντήσω σε τέτοια ερωτήματα. Αυτό το οποίο θα επιχειρηθεί συνίσταται απλά στο να δοθεί έμφαση – και τίποτε περισσότερο – στη δύναμη της λογοτεχνίας – της λογοτεχνίας ως ένα παιχνίδι. Εδώ μάλλον θα ισχυριστεί κάποιος ότι ορίζω εύκολα τι είναι λογοτεχνία. Θα συμφωνήσω αν ο ίδιος ορίσει παράλληλα τι είναι ένα παιχνίδι. Το παιχνίδι παίζεται κυριολεκτικά κάθε φορά με τους δικούς του όρους. Θα σταθώ στο Βασίλειο της Σκιάς ως το έργο εκείνο το οποίο αναγκάζει τον αναγνώστη ν’ ακολουθήσει τους όρους του παιχνιδιού του. Κάπου μάλλον σε αυτό το σημείο περί όρων η λογοτεχνία μπορεί και γίνεται αν μπορώ να το πω… σχεδόν επικίνδυνη. Μάλλον, ο Πλάτωνας αυτούς τους όρους του παιχνιδιού της λογοτεχνίας έτρεμε και εξορίζει έτσι τους ποιητές από την Πολιτεία. 

Αν λοιπόν το Βασίλειο της Σκιάς είναι ένα παιχνίδι τότε εξ ορισμού δεν λειτουργεί μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό αυτόματο. Δεν έχει με άλλα λόγια την ασφάλεια μιας λογοτεχνικής γραφής που ορίζεται μεταξύ άλλων και από τη λειτουργία του μηνύματος. Δεν βιάζεται να δοθεί κάποιο μήνυμα. Ο αγγελιοφόρος στο συγκεκριμένο έργο φαίνεται να είναι απών. Αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη αρμόζει στη λογοτεχνία σήμερα. Εδώ έγκειται και η ουσία της λογοτεχνίας ως ένα παιχνίδι. Ο λογοτέχνης σήμερα επιβάλλεται να εμβαθύνει στην ουσία του παιχνιδιού – κάτι που έχω την εντύπωση ότι μόλις πρόσφατα δεν είχε την ανάγκη να το κάνει – να δημιουργήσει με άλλα λόγια τους όρους του παιχνιδιού χωρίς όμως – και δεν θα είχε τη δυνατότητα δηλαδή – να ελέγχει το ίδιο το παιχνίδι. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι παρεμπιπτόντως λογοτεχνικό έργο, αν θέλουμε να θυμηθούμε τον Μπένγιαμιν. Τι σημαίνει αυτό; Έχω την πεποίθηση ότι μπορεί να σημαίνει ότι στο λογοτεχνικό έργο, βυθισμένο όπως είναι απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα στη γλώσσα, διακρίνεται κάτι ως λογοτεχνία όχι φυσικά πέρα από την ίδια τη γλώσσα αλλά δια της ίδιας της γλώσσας· μόνο εντός της συνθήκης του παιχνιδιού, την ώρα δηλαδή που παίζεται. Και… τι είναι η γλώσσα θα ρωτούσε δικαιωματικά κάποιος αμέσως και έχει και τη δυνατότητα να παίζει; Δυστυχώς, ούτε αυτό έχω τη δυνατότητα ν’ απαντήσω.   

  Αυτό που μπορώ να ισχυριστώ όμως είναι ότι η λογοτεχνία είναι και ιστορική παραγωγή, ανακαλεί και αντλεί την αλήθεια της μέσα από την ιστορία. Μια ιστορία που δεν ξεκινάει και δεν τελειώνει φυσικά στη πληροφορία των ημερομηνιών και της παραφιλολογίας. Σε μια εποχή που η λογοτεχνία χρειάζεται να έχει ευεργετικό ρόλο ακριβώς σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία επιβάλλεται να στραφεί ενάντια στην εποχή της, ενάντια δηλαδή στο ρόλο που η ίδια αναμένεται να έχει. Μάλλον γι’ αυτό είναι και επικίνδυνη. Η λογοτεχνία μπορεί να είναι επικίνδυνη γι’ αυτό τον λόγο, γιατί μάλλον παραχωρείται σ’ αυτήν το οπλοστάσιο της γλώσσας και αυτή παίζει με το οπλοστάσιο. Στρατευμένη πλέον ως συνθήκη για την οργανωτική λειτουργία του έργου, μπορεί να γίνει και μια συλλογική σύμβαση εργασίας. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία μιλάμε ταυτόχρονα για παραγωγή λόγου. Όπως δηλαδή μιλάμε για την κοινωνία και για τις κοινωνικές σχέσεις έτσι μιλάμε παράλληλα για σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν την κοινωνία. Έτσι λοιπόν και οι λογοτεχνικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να βρίσκονται έξω από το εκάστοτε πλαίσιο παραγωγής. Κάπου εδώ, μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και διανόησης βρίσκεται η σωστή πολιτική τάση – ναι, υπάρχει και λάθος πολιτική τάση αλλά και πάλι δεν θα υπεισέλθω σ’ αυτό –  η σωστή πολιτική τάση συνιστά και τη σωστή λογοτεχνική τάση. Η λογοτεχνία κουβαλάει τη συνθήκη με την οποία ακυρώνει τον ευεργετικό της ρόλο και μόνο έτσι μπορεί ν’ αποκτήσει τη σωστή λογοτεχνική της τάση. Ακούγεται σχεδόν κάπως δογματικό… και καταλαβαίνω ότι θα επιθυμούσαμε να έχουμε ως εικόνα μιας λογοτεχνίας ακυβέρνητης από την πολιτική και τις ιδεολογίες, καθαρή και αμόλυντη, στέρεα και ωραία αλλά δεν συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα. Ένα λογοτεχνικό έργο εκ των πραγμάτων γίνεται η διαμεσολάβηση της σχέσης της κοινωνίας, του συγγραφέα και του πολιτικού γίγνεσθαι. Σήμερα, το έργο θεωρείται καλό αν έχει ωφέλιμα και ευεργετικά αποτελέσματα στην κοινωνία όσο αυτό ανταποκρίνεται στην οικονομία, στον συγγραφέα σαν αφηρημένο υποκείμενο και στο πολιτικό κατεστημένο ως η άρχουσα τάξη. Σε αυτό το σημείο της ωφελιμότητας και της ευεργετικότητας συνίσταται συνήθως η λάθος λογοτεχνική τάση· γιατί πολύ απλά είναι λάθος το πολιτικό πλαίσιο. Αυτό που η ίδια η λογοτεχνία θα έπρεπε να κάνει είναι να παίξει – όντας παιχνίδι –  με την πανηγυρική της ακύρωση του ωφελιμιστικού της ρόλου που τη θέλει ένα αποχαυνωμένο αφηγηματικό προϊόν. Ένα προϊόν που μεταξύ άλλων επιβάλλει στην κριτική να εξασθενεί μπροστά στη γραφή που με βοήθεια την εκδοτική ισχύ βαφτίζεται πρωτότυπη. Είναι γεγονός λοιπόν ότι από τη διανόηση στη φύση και από την κουλτούρα στην τεχνολογία στέκονται σήμερα όλα μακριά το ένα από το άλλο χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους. Αυτό μάλλον δεν έχει να κάνει σίγουρα με τη σωστή πολιτική τάση. Το γεγονός της μη σύνδεσής τους προκαλεί σίγουρα κάθε είδους ζητήματα και μεταξύ άλλων παράγεται η ψυχική αντοχή και η υπομονή για την επιτυχημένη οικειοποίηση του κυνισμού ως τρόπου ζωής και της βαρβαρότητας ως τρόπου πολιτικής πράξης. Όσον αφορά τη λογοτεχνία: οι λογοτεχνικές μορφές για παράδειγμα χάνουν το σχήμα τους, τη συνάφειά τους, διακρίνεται αποξένωση της σκέψης από την πραγματικότητα, η αλήθεια γίνεται ένα ιδεώδες καλά σφραγισμένο στη σκέψη και στο εγώ μας, ενώ παράλληλα η πραγματικότητα εξοστρακίζεται. Δεν μένει στον λογοτεχνικό χώρο τίποτα περισσότερο από τον χώρο όπου εκχυδαΐζονται οι λέξεις.

Ολοκληρώνοντας έτσι το θεωρητικό μέρος της παρουσίασης κάπου εδώ Το Βασίλειο της Σκιάς παίζει το δικό του ρόλο. Παίζει… το δικό του ρόλο. Η νουβέλα εστιάζει όχι τόσο στην καταγραφή του μέλλοντος όσο στην αναψηλάφηση του μελλοντικού αδιεξόδου, ή καλύτερα απαριθμεί τα σπασμένα κομμάτια με τα οποία θα μπορούσαμε να ενώσουμε τη φύση και τον λόγο. Η νουβέλα έχει τη θεωρητική θεμελίωση που αρμόζει σ’ ένα λογοτεχνικό έργο. Τα γεγονότα περιβάλλονται από προοπτική συμπεριφορών, δηλαδή οι χαρακτήρες δεν είναι απρόσωποι σαν τις λαϊκές φιγούρες των παραδοσιακών τεχνοτροπιών με τη φτωχή εκφραστικότητα και την ηθοπλαστική περιβολή. Αντιθέτως, τοποθετούνται φορτωμένοι από ιστορικά και κοινωνικά υπολείμματα. Δεν διακρίνω τη φτηνή, κατά τη γνώμη μου, κραυγή διαμαρτυρίας στο Βασίλειο της Σκιάς είτε για τις συνθήκες ζωής ή για τα όποια αισθητικά ερωτήματα που προκύπτουν. Επίσης, δεν εντοπίζω καμιά συμμόρφωση είτε με την πολιτική καταγγελία είτε με την εμμονή μιας λογοτεχνικής πρωτοτυπίας. Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι κινείται σ’ ένα άλλο επίπεδο λογοτεχνικής παραγωγής ή με άλλα λόγια απλά η νουβέλα  παραχωρεί το παιχνίδι στον αναγνώστη. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Το Βασίλειο της Σκιάς δεν είναι ο άλλος τόπος, δεν είναι για παράδειγμα το έρεβος, δεν βρισκόμαστε στο σκοτάδι, δεν υποδεικνύεται μια σκοτεινή πλευρά, κάτι δηλαδή που δεν φαίνεται, αλλά, όπως το επισημαίνει πολύ καίρια η Λίνα Πρωτοπαπά, είναι αυτό που «δεσμεύεται στη ζωή». Δεν βρισκόμαστε σε κάτι σκοτεινό αλλά ακριβώς το αντίθετο. Το Βασίλειο της Σκιάς μπορεί να είναι και το φως. Η σκιά προϋποθέτει φως, γι’ αυτό κι εδώ δεν βρισκόμαστε απλά στη χρονική περίοδο που υπάρχει το φως, δηλαδή κατά τη διάρκεια της μέρας, αλλά όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει βρισκόμαστε σ’ ένα «ατελείωτο και ανελέητο φως μέρα και νύχτα». «Ο χρόνος» – συνεχίζει – «μετατρέπεται σε κάτι γεωλογικό, αυτό ήταν η κόλαση». Άρα, ακόμα και η νύχτα – αν θέλετε – είναι φως. Τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί από τίποτα και σε τίποτα. «Κάποιοι – γράφει στη σελίδα 25 – «κάποιοι άνθρωποι εξαφανίζονται έτσι, κάτω απ’ τον ήλιο, χωρίς να τους κρύβει τίποτα». Αυτό είναι η σκιά. Η ίδια η σκέψη στο Βασίλειο της Σκιάς είναι σκιά, αυτό ισχυρίζεται το χωρίς προσδιορίσιμο φύλο χαρακτήρας του συγγραφέα με όνομα «Το φοβούνται». Παράλληλα, όχι όμως και αντιφατικά, ο κόσμος στη νουβέλα είναι χωρίς σκιά – «ο κόσμος της σκιάς του κόσμου τής σκιάς είναι χωρίς σκιά», διαβάζουμε στη σελ. 31 – και το βασίλειο γίνεται η αναίρεσή του και η σωτηρία από αυτόν. Θεωρώ ότι ο συγγραφέας αναδεικνύει και μας καταθέτει του όρους του παιχνιδιού μεταξύ της σκιάς και του φωτός· με αυτό τον τρόπο προστατεύει τον αναγνώστη, τον εισάγει σε μια ιστορία που δεν εκπροσωπείται αποκλειστικά από την αφήγηση ή την υπόθεση του έργου αλλά από το παιχνίδι που παίζεται μέσα στην ιστορία. Αυτό έχω την εντύπωση είναι το πιο σημαντικό για Το Βασίλειο της Σκιάς ως λογοτεχνικό έργο. 

Το λογοτεχνικό έργο που αρχίζει και τελειώνει αυστηρά με μια σειρά γεγονότων δεν είναι λογοτεχνία, δεν παίζει δηλαδή με τον ίδιο τον χρόνο. Υπογραμμίζω ότι σ’ αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο δεν είναι θέμα πως αντιλαμβάνεται ο καθένας τον χρόνο, είτε κυκλικά ή γραμμικά ή ό,τι άλλο. Εδώ η έννοια του χρόνου είναι κι αυτή παιχνίδι· σημαίνει ότι κινείται πάντα σ’ ένα μεταξύ, χωρίς σημείο έναρξης ή λήξης. Για να το κάνω ακόμα πιο σαφές, σκεφτείτε για παράδειγμα την κούνια στα παιδικά πάρκα: ένα μπρος-πίσω που δεν έχει σκοπό παρά την αιώρηση στο μεταξύ. Αυτή η αιώρηση και αυτό το μεταξύ ταυτίζεται με την ελευθερία. Αυτό το μεταξύ, το παιχνίδι δηλαδή, λειτουργεί ως το βάπτισμα της νουβέλας στον χρόνο – όντας αφήγηση απροσδιόριστη στον χρόνο – καθορίζει τόσο την ιστορία της νουβέλας όσο και τους χαρακτήρες της. Μια καθαρά προσωπική μου σειρά ερωτήσεων που προκύπτουν όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό έργο μεταξύ άλλων είναι γιατί και πως επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα γεγονότα και οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Το επισημαίνω γιατί οι χαρακτήρες ενός λογοτεχνικού έργου δεν δημιουργούνται τυχαία από τα γεγονότα που το έργο μας παραθέτει αλλά αντιθέτως κουβαλούν μια ιστορία, έναν κόσμο που μπορεί να μην είναι καν δικός τους και σίγουρα δεν αναλύεται μέσα στο έργο. Ένα λογοτεχνικό έργο δηλαδή είναι η επισκόπηση μιας ιστορίας που δεν έχει γραφτεί ποτέ. Γιατί λοιπόν Δήμητρα; Γιατί Το Φοβούνται; Γιατί ο οδηγός του αγροτικού δεν έχει όνομα; Σημειώνω ότι Το Φοβούνται κάπως αβασάνιστα μου ήρθε στο μυαλό ότι θα μπορούσε να είναι και ήρωας του Μπέκετ –  και αυτός ο χαρακτήρας, κατά τη γνώμη μου, ξεκλειδώνει την ιδέα του τρόμου και μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι σε μια άλλη πραγματικότητα: «στον καιρό των τεράτων» – γράφει ο Μπαλασόπουλος – «είναι καλό να συνηθίζει κανείς στην τροφή από τέρατα».

Βρισκόμαστε σε κατάσταση ξηρασίας, αφυδάτωσης, ζέστης, μιας κόλασης από φως. Είναι μάλλον το ίδιο εκτυφλωτικό φως από σκηνή του Μπέκετ, στο Ευτυχισμένες Μέρες συγκεκριμένα. Από τη μια η παγίδευση της Γουίνι, της ηρωίδας, πάνω στον τύμβο όπου την καίει ο ήλιος του εκτυφλωτικού φωτός και από την άλλη ο Γουίλι, που παραμένει κρυμμένος στην τρύπα του· στο βασίλειο της σκιάς του. Η παγίδευση διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο Βασίλειο της Σκιάς όσο και στο συγκεκριμένο έργο του Μπέκετ και όχι μόνο. Η Γουίνι μονολογεί… θα μπορούσε να ομολογήσει το ίδιο και Το Φοβούνται: 

«Μήπως κι εγώ δεν θα λιώσω στο τέλος, ή δεν θα καώ, δεν εννοώ ότι κατ’ ανάγκη θα πετάξω φλόγες ξαφνικά, όχι – λίγο λίγο θα ψήνομαι ώσπου θα μείνω μαύρο αποκαΐδι, όλη αυτή η εμφανής σάρκα». Σημειώνω ότι μπορώ να φανταστώ Το Βασίλειο της Σκιάς και ως θεατρικό. Ένα θεατρικό σε τρεις κινήσεις. Η φυγή προς τον Βορρά, η πορεία προς τον Νότο και το Βασίλειο της Σκιάς. Ο Μπαλασόπουλος μας παίζει και μας πετάει έτσι από την αποκεντρωμένη τάξη του Μπέκετ στον κρυστάλλινο κόσμο του Πλάτωνα. Η σκιά στο Βασίλειο της Σκιάς είναι ξεκάθαρα η νόηση. Εδώ νομίζω ότι ο Μπαλασόπουλος διαβάζει τον Πλάτωνα ανάποδα. Ο ήλιος του Μπαλασόπουλου δεν θεωρώ πως είναι ο ίδιος ο ήλιος του Πλάτωνα. Στον Πλάτωνα αυτό που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στη ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, είναι η ιδέα του αγαθού – όπως δηλαδή ο ήλιος κάνει τον κόσμο ορατό κάνει παρομοίως και το αγαθό τον κόσμο νοητό. Το επαναλαμβάνω ότι στον Μπαλασόπουλο η νόηση είναι σκιά, στον Πλάτωνα έχω την εντύπωση ότι δεν είναι. 

Επειδή λοιπόν δεν είμαι ούτε κριτικός λογοτεχνίας κι ούτε φυσικά φιλόσοφος δεν γνωρίζω αν τα πράγματα είναι έτσι όπως σας τα παρέθεσα ή αν Το Βασίλειο της Σκιάς είναι πέρα για πέρα κάτι άλλο, και επειδή κάπου πρέπει να βάλω μια τελεία ομολογώ αυτό που γνωρίζω σίγουρα: δεν θα μπορούσε να βολευτεί κανείς περισσότερο με μια άβολη κατάσταση. Ο κ. Μπαλασόπουλος με το Βασίλειο της Σκιάς δεν βρίσκεται σε μια άβολη κατάσταση αλλά τοποθετεί τον αναγνώστη στην άβολη κατάσταση. Κατά συνέπεια, μετατοπίζεται η ευθύνη του έργου όχι στον συγγραφέα αλλά στον αναγνώστη. Αν η λογοτεχνία δεν αντιστέκεται στον δημιουργό της τότε παραμένει ανήμπορη μπροστά στην αλήθεια. Τι θέλω να πω; Θέλω να πω ότι Το Βασίλειο της Σκιάς είναι γραμμένο στη σκιά, άρα ακόμα και ο συγγραφέας είναι ανήμπορος και θα παραμείνει πάντα τέτοιος στην προσπάθειά του να καταθέτει την αλήθεια του ίδιου του παιχνιδιού του.