Μέλι και γάλα
Ο χρόνος έχει περίπλοκα κλαδιά που όλο μακραίνουν. Μπορείς να τον μετρήσεις από το ύψος δέντρων ακλάδευτων ή φυτών που κλείνουν τα περάσματα. Υπολογίζεται ακόμη, μέσω του βαθμού ξηρότητας, καθρεφτίζεται στα άγνωστα πια πρόσωπα των γειτόνων. Στη θέση εργαλείων, μετοίκων με την αλμύρα ακόμη μέσα τους, βρήκα σωρό σκουπίδια, πέτρες και χαρτιά περαστικών.
Μ’ένα ψαλίδι έκοψα τ’ αγιόκλημα που έφραζε την είσοδο. Μέλι και γάλα, πρόγευμα σε ώρες ξεγνοιασιάς. Κι ας φώναζε η γιαγιά. Μέσα οσμή απώλειας μονάχα, όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα την αλμυρή υφή της κίνησης. Μόνο οι τοίχοι ρέουν με μαύρα σημάδια έλλειψης αναπνοής. Μακρύς διάδρομος, ποιος σκέπασε τα έπιπλα; Όλα καλύφθηκαν σε στυλ σάβανου. Αριστερά, η πόρτα της αποθήκης, κλειδωμένη. Δεν μπαίνουν εκεί μέσα τα παιδιά.
Κουζίνα και στροφή στα δεξιά. Μόνο τον καθρέφτη αναγνώρισα. Αχνοφαινόταν είδωλο γνωστό πίσω απ’ τη σκόνη. Στην άκρη, πάνω δεξιά, η εικόνα ενός μικρού παιδιού (αλήθεια, έτσι φαινόμουν όταν χαμογελούσα;). Αγκαλιά στα αιώνια εξηντάχρονα χέρια της. Όχι, γιατί δεν έφτασε τα εβδομήντα, μα δεν καταδεχόταν να αρθρώσει αυτό το νούμερο.
Στην έξοδο, ένα κίτρινο και ένα άσπρο ανθάκι. Γεύση της σκανταλιάς κι αμέσως ένα παλιό Sconda σταθμεύει απέναντι. Επιστρέφει ο θαλασσινός με δάκρυ ανάμεικτο με χαμόγελο. Το λάστιχο αφήνει να ξεχυθεί νερό, ανθίζουν πάλι τα λουλούδια. Δεν θα κόψω κανένα, το υπόσχομαι.
Το βλέμμα μου περίμενε
Δεν το άντεχα μετά απ’ ότι συνέβη, όμως, γύρισα για τις πασχαλινές γιορτές. Το χρωστούσα σ’ εκείνους που έμειναν πίσω, μόνιμοι μάρτυρες της απώλειας. Τις πρώτες μέρες κοιτούσα μόνο προς το εσωτερικό, ανθρώπους κι αντικείμενα. Λίγο αγνάντεψα από το μπαλκόνι το οροπέδιο απέναντι. Τον λόφο, έρμαιο του φωτός, δίχως τη σκιά των πεύκων. Που κρυβόταν τόσο κοκκινόχωμα; Όπου κι αν έπεφταν τα μάτια μου, ξερός τόπος. Το πράσινο είχε εξοριστεί. Δεν άκουσα ούτε κελάηδημα, έστω το βόμβο μια μέλισσας.
Παραχώρηση δεύτερη. Βγήκα για έναν πρωινό περίπατο, μέχρι το ποτάμι είχα σκοπό να φτάσω. Όσο πλησίαζα άκουγα τη ροή του νερού, σαν να έφτανε ως εμένα ακολουθώντας υπόγειες διαδρομές. Χωρίς να μειώσω τον ρυθμό μου, έβγαλα από την τσέπη το μαχαίρι μου για να καθαρίσω το μήλο, που μου έδωσε η μάνα μου για τον δρόμο.
Τότε την είδα, πλάι στο ποτάμι. Είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ολοκάθαρα, όπως η σάρκα του μήλου κάτω απ’ την φλούδα. Πλάι στο νερό είχαν φυτρώσει μικρά αγριολούλουδα, σε κόκκινες και μοβ αποχρώσεις, πλατύφυλλα και στενόφυλλα. Ανάμεσα τους, μέλισσες αναπαύονταν, ενώ μυρμήγκια κι άλλα ζωύφια κρύβονταν στις ρίζες τους καθώς πλησίαζα. Όλος ο μικρόκοσμος της χλόης ξύπνησε κάτω από τα βήματά μου. Μέχρι που άκουσα τον ήχο ενός πουλιού, πετάριζε κάτω από τον ήλιο αγουροξυπνημένο.
Αλήθεια, την είδα. Ήταν η άνοιξη που περίμενε το βλέμμα μου.
Η Μίνα Μοίρου μεγάλωσε στην Αγία Άννα της Εύβοιας και μετά από μικρές περιπλανήσεις, ζει με την οικογένειά της στην Ικαρία. Είναι ψυχολόγος και Εκφραστική Θεραπεύτρια Μέσω Τεχνών, ενώ φοιτά στο ΠΜΣ Δημιουργική Γραφή του Ε.Α.Π. Εργάζεται στον χώρο της εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής. Έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και το θεατρικό παιχνίδι. Η δημιουργική γραφή, όπως και άλλες μορφές τέχνης, αποτελεί για εκείνη μια ανάγκη και ένα εσωτερικό θεραπευτικό ταξίδι. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.